Κατά 11,8 εκατ. τετραγωνικά χιλιόμετρα συρρικνώθηκε η τρύπα του όζοντος πάνω από την Ανταρκτική, σε διάστημα των τελευταίων 12 ετών, όπως προκύπτει από δορυφορικές μετρήσεις της NASA και της Αμερικανικής Εθνικής Υπηρεσίας για τους Ωκεανούς και την Ατμόσφαιρα (NOAA).
Σύμφωνα με τα στοιχεία που προκύπτουν, η τρύπα του όζοντος το 2012 είχε τη μικρότερη έκταση για δεύτερη φορά εδώ και 20 χρόνια, ωστόσο συνεχίζει να καλύπτει μια μεγάλη περιοχή ίση με τη Βόρειο Αμερική. Αναλυτικότερα, με βάση τις δορυφορικές εικόνες η έκταση της τρύπας του όζοντος μειώθηκε φέτος στα 17,9 εκατομμύρια τετραγωνικά χιλιόμετρα. Ενώ από το αρνητικό ρεκόρ που είχε καταγραφεί το 2000, χρονιά κατά την οποία η έκταση της τρύπας του όζοντος έφτασε τα 29,7 εκατομμύρια τετραγωνικά χιλιόμετρα, η διαφορά γίνεται ολοένα και περισσότερο αισθητή.
Η θετική αυτή εξέλιξη οφείλεται στην απαγόρευση βλαβερών ουσιών, ωστόσο οι επιστήμονες επισημαίνουν ότι η πλήρης αποκατάσταση του στρώματος του όζοντος ακόμα αργεί πολύ. Το γεγονός ότι η τρύπα του όζοντος πρωτοεμφανίστηκε στην Ανταρκτική, όπου το πρόβλημα είναι εντονότερο μέχρι και σήμερα, προβλημάτιζε τους επιστήμονες για χρόνια.
Αρχικά, μάλιστα, το κατά πόσο οι χλωροφθοράνθρακες προκαλούσαν το φαινόμενο αμφισβητούταν, καθώς στην Ανταρκτική δεν υπάρχουν κέντρα εκπομπών χλωροφθορανθράκων, συνεπώς η στρατόσφαιρα δεν έρχεται σε επαφή μαζί τους σε εκείνο το σημείο. Σύντομα όμως κάθε απορία διαλευκάνθηκε και σήμερα είμαστε σε θέση να εξηγήσουμε γιατί συμβαίνει αυτό στην Ανταρκτική:
Οι αέριες μάζες που μετακινούνται στην Ανταρκτική μεταφέρουν μαζί τους χλωροφθοράνθρακες, οι οποίοι δεν διασπώνται, αλλά παραμένουν σε αποθήκες χλωρίου στην ατμόσφαιρα.
Κατά τη διάρκεια της πολικής νύχτας (6 μήνες τον χρόνο), σωματίδια πάγου με προσμείξεις θειικών (H2SO4) και νιτρικών (HNO3) οξέων συγκεντρώνουν όλες τις ενώσεις χλωρίου που είναι αποθηκευμένες στην ατμόσφαιρα της Ανταρκτικής.
Μετά το πέρας της πολικής νύχτας, στην αρχή της εξάμηνης μέρας (εικόνα), το φως του ήλιου διασπάει τις ενώσεις αυτές και τα δραστικά άτομα χλωρίου απελευθερώνονται στη στρατόσφαιρα, όπου καταστρέφουν το όζον.
Συνεπώς, οι πολύ χαμηλές θερμοκρασίες και άλλα γεωμορφολογικά στοιχεία αποτελούν τα αίτια της όξυνσης του φαινομένου στην Ανταρκτική.
Η υπογραφή του Πρωτοκόλλου του Μόντρεαλ, πριν από 25 χρόνια, για τη σταδιακή απαγόρευση των χημικών που καταστρέφουν το στρώμα του όζοντος, χαρακτηρίζεται από μεγάλη επιτυχία, καθώς απέτρεψε την πρόκληση σοβαρών προβλημάτων στην υγεία (καρκίνος του δέρματος, καταρράκτης) και το περιβάλλον. Το θέμα είναι πώς οι απαγορευμένοι χλωροφθοράνθρακες, που χρησιμοποιούνταν κάποτε σε ψυγεία και σπρέι, παραμένουν για μεγάλο χρονικό διάστημα στην ατμόσφαιρα, γεγονός που σημαίνει ότι πρέπει να περάσουν πολλές δεκαετίες μέχρι οι συγκεντρώσεις τους στην ατμόσφαιρα να φτάσουν τα επίπεδα πριν από το 1980.
Το στρώμα του όζοντος, που προστατεύει τη Γη από την επικίνδυνη υπεριώδη ακτινοβολία η οποία ενοχοποιείται για τον καρκίνο του δέρματος και τον καταρράκτη, άρχισε από το 1980 να αναπτύσσει τρύπες σε ετήσια βάση εξαιτίας της χρήσης χλωροφθορανθράκων. Οι χλωροφθοράνθρακες, που παλαιότερα χρησιμοποιούνταν σε ψυγεία και σπρέι, απαγορεύθηκαν το 1987 με την υπογραφή του Πρωτοκόλλου του Μόντρεαλ. Σε αυτό το πλαίσιο οι επιστήμονες εκτιμούν ότι η αποκατάσταση του στρώματος του όζοντος πάνω από την Ανταρκτική δεν αναμένεται νωρίτερα από το 2060.
Αργεί η πλήρης αποκατάσταση
Εδώ και 20 χρόνια η τρύπα του όζοντος είχε τη μικρότερη έκταση για δεύτερη φορά φέτος.
Το 2012 με βάση τις δορυφορικές εικόνες η έκταση της τρύπας του όζοντος μειώθηκε στα 17,9 εκατ. τετρ. χιλιόμετρα.
Το 2000 είχε καταγραφεί αρνητικό ρεκόρ, καθώς η έκταση της τρύπας του όζοντος έφτασε στα 29,7 εκατ. τετρ. χιλιόμετρα.
Πριν ΑΠΟ 25 χρόνια η υπογραφή του Πρωτοκόλλου του Μόντρεαλ, για τη σταδιακή απαγόρευση των χημικών που καταστρέφουν το στρώμα του όζοντος, χαρακτηρίζεται από μεγάλη επιτυχία.
Πρέπει να περάσουν πολλές 10ετίες μέχρι οι συγκεντρώσεις τους στην ατμόσφαιρα να φτάσουν τα επίπεδα πριν από το 1980.
Το 1987 απαγορεύθηκαν οι χλωροφθοράνθρακες, που παλαιότερα χρησιμοποιούνταν σε ψυγεία και σπρέι.
Από το 2060 και μετά αναμένεται η αποκατάσταση του στρώματος του όζοντος πάνω από την Ανταρκτική.