Η πρόοδος στο μέτωπο της δημοσιονομικής προσαρμογής και η σταδιακή βελτίωση των οικονομικών μεγεθών (με εξαίρεση την ανεργία) υπογραμμίζονται σε εκθέσεις του ΔΝΤ και της Κομισιόν.
Βέβαια στην έκθεση του Ταμείου η οποία συντάχθηκε μετά την ολοκλήρωση της αξιολόγησης από την τρόικα και δόθηκε χθες στη δημοσιότητα πέρα από τα “εύσημα” περιέχονται και τρεις “κίτρινες κάρτες” για την μικρή πρόοδο στην πάταξη της φοροδιαφυγής, το υψηλό επίπεδο των τιμών, και το “ταμπού” των απολύσεων στο Δημόσιο.
Πιο αναλυτικά το ΔΝΤ στέκεται στην αποφασιστικότητα που έχει δείξει η Ελλάδα και τονίζει τρία “επιτεύγματα”.
Το πρώτο σχετίζεται με με την πρόοδο στη δημοσιονομική προσαρμογή.
Χαρακτηρίζεται “εντυπωσιακή” συγκρινόμενη με οποιοδήποτε διεθνές παράδειγμα, με σωρευτική βελτίωση κατά 10% του ΑΕΠ στο τέλος του 2013, εν μέσω βαθιάς ύφεσης.
Το δεύτερο έχει να κάνει με την κάλυψη του κενού της ανταγωνιστικότητας.
Το Ταμείο εκτιμά ότι η ψαλίδα ανταγωνιστικότητας, όπως μετράται σε κόστος παραγωγής ανά μονάδα εργασίας, έχει κλείσει κατά περίπου 2/3 από το 2010, ενώ το έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών έχει υποχωρήσει σωρευτικά κατά περίπου δέκα μονάδες του ΑΕΠ.
Το τρίτο αφορά στην στην σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού τομέα, παρά τις σημαντικές ζημιές που συνδέονται με την αναδιάρθρωση χρέους και την αύξηση των μη εξυπηρετούμενων δανείων.
Όμως στη συνέχεια στην έκθεση σημειώνεται πως η προσαρμογή έγινε με άνιση κατανομή των βαρών και γίνεται αναφορά σε τρία βασικά προβλήματα:
-Στην μικρή πρόοδο στην πάταξη της φοροδιαφυγής . Υπογραμμίζεται μάλιστα ότι το φορολογικό βάρος εξακολουθούν να σηκώνουν μισθωτοί και συνταξιούχοι καθώς
οι πλούσιοι και οι αυτοαπασχολούμενοι δεν πληρώνουν το δίκαιο μερίδιό τους.
-Στο το υψηλό επίπεδο των τιμών παρότι έχουν πέσει μισθοί και συντάξεις. Τονίζεται δε η αποτυχία στην απελευθέρωση κλειστών επαγγελμάτων.
-Στο “ταμπού” των απολύσεων το οποίο παραμένει παρά το γεγονός ότι ο ιδιωτικός τομέας υποφέρει εξαιτίας της εκτίναξης της ανεργίας
Το ΔΝΤ αναγνωρίζει πως δημοσιονομικό πρόγραμμα για το 2013-2014 είναι απόδειξη της αποφασιστικότητας της κυβέρνησης να ευθυγραμμιστεί με τις δεσμεύσεις της και προσθέτει πως δεν υπάρχουν περιθώρια για νέα μέτρα οριζόντιου χαρακτήρα (περικοπές σε μισθούς και συντάξεις ή αύξηση φορολογίας) .
Για να επιτευχθεί αυτή η πρόκληση (να μην ληφθούν δηλαδή νέα μέτρα) τα ζητούμενα σύμφωνα με το ΔΝΤ είναι η μεταρρύθμιση στην φορολογική διοίκηση με “αποστείρωση” από τις πολιτικές παρεμβάσεις, η μείωση του αριθμού των δημοσίων υπαλλήλων με απολύσεις που θα επιτρέψουν προσλήψεις νέων με προσόντα , το άνοιγμα των αγορών και η επιτάχυνση των ιδιωτικοποιήσεων που θα οδηγήσει σε βελτίωση του επενδυτικού κλίματος.
Συμπερασματικά το ΔΝΤ, σημειώνει πως θα χρειαστεί χρόνος για να ομαλοποιηθεί πλήρως η κατάσταση, η κυβέρνηση έχει προχωρήσει πολύ στην προσπάθεια προσαρμογής και υιοθετώντας τις κατάλληλες πολιτικές στο επόμενο διάστημα, θα σηματοδοτήσει το σημείο αντιστροφής.
Νέα ελάφρυνση του δημόσιου χρέους από τον “επίσημο τομέα” δηλαδή τις χώρες μέλη της Ευρωζώνης αναμένει το ΔΝΤ προκειμένου να εξασφαλιστεί η βιωσιμότητα του.
Όπως τονίζεται στην έκθεση το ελληνικό χρέος παραμένει σε πολύ υψηλά επίπεδα. Προστίθεται όμως πως είναι “ευπρόσδεκτο” το γεγονός ότι οι Ευρωπαίοι εταίροι έχουν τώρα αποδεχθεί ότι επιπλέον βοήθεια σε όρους καλύτερους από αυτούς της αγοράς, θα απαιτηθεί για να εξασφαλιστεί η βιωσιμότητα του χρέους.
Μάλιστα γίνεται αναφορά στη δέσμευση τους να προσφέρουν επιπλέον «ανακούφιση» αν χρειαστεί προκειμένου να παραμείνει το πρόγραμμα σε τροχιά και το χρέος να πέσει σημαντικά κάτω του 110% του ΑΕΠ ως το 2022.
«Με το ελληνικό χρέος τώρα να βρίσκεται κατά το συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος στα χέρια του επίσημου τομέα, μια τέτοια δέσμευση είναι κρίσιμο για να πείσει τους πιστωτικές ότι ένα αξιόπιστο σχέδιο για τη διαχείριση του ελληνικού χρέους είναι τώρα έτοιμο», αναφέρεται χαρακτηριστικά στην έκθεση του ΔΝΤ.
Θα πρέπει να υπενθυμίσουμε πως απαραίτητη προϋπόθεση για να υπάρξουν νέες παρεμβάσεις στο δημόσιο χρέος είναι να επιτύχει εφέτος η ελληνική οικονομία πρωτογενές πλεόνασμα.
Όσον αφορά τη βαθιά ύφεση στην έκθεση σημειώνεται πως με δεδομένο ότι η δημοσιονομική προσαρμογή θα παραμείνει για χρόνια και θα περιορίζει την αύξηση του ΑΕΠ η βασική πρόκληση είναι να δημιουργηθεί η εμπιστοσύνη που απαιτείται για την ανάκαμψη των επενδύσεων.
Για να συμβεί αυτό θα πρέπει να εξασφαλιστεί ευρεία εγχώρια υποστήριξη στο πρόγραμμα και η πολιτική σταθερότητα που αυτό συνεπάγεται.
“Το μάθημα του παρελθόντος είναι ότι μόνο με πλήρη εφαρμογή των πολιτικών και δέσμευση στο πρόγραμμα μπορούν να μπουν σε λειτουργία οι βάσεις της ανάκαμψης”, προστίθεται .