Ο 21ος αιώνας ξεκίνησε με τις καλύτερες προϋποθέσεις για τις ΗΠΑ και τους συμμάχους της. Ένας ιστορικός κύκλος που άνοιξε με τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο έδειχνε να έχει ολοκληρωθεί οριστικά με το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, μια δεκαετία νωρίτερα.
Ο Μπιλ Κλίντον παρέδιδε στον Τζορτζ Μπους τη μοναδική υπερδύναμη, που δεν φαινόταν να απειλείται σε οποιοδήποτε επίπεδο. Η συνέχεια ήταν όμως αρκετά διαφορετική.
Φτάνοντας πλέον στα μέσα της δεύτερης δεκαετίας του 21ου αιώνα, η Δύση μοιάζει περισσότερο ευάλωτη από ποτέ. Η παγκόσμια κρίση, που πλέον έχει εισέλθει στον έβδομο χρόνο, παίρνει διαδοχικά διαφορετικές μορφές (τραπεζών, δημοσίου χρέους, χαμηλής ανάπτυξης και αποπληθωρισμού) αποκαλύπτοντας αδυναμίες δεκαετιών. Η αμερικανική οικονομία προσπαθεί να ανακάμψει από τη βαθύτερη ύφεση μεταπολεμικά, τυπώνοντας όσα δολάρια κρίθηκε αναγκαίο. Η δημοσιονομική κατάσταση είναι επί χρόνια οικτρή, σε σημείο ώστε το αμερικανικό δημόσιο να χάσει την κορυφαία πιστοληπτική αξιολόγηση. Η Ουάσιγκτον συνεχίζει, όμως, να εκδίδει το βασικό νόμισμα της παγκόσμιας οικονομίας, το δολάριο. Και αυτό αποτελεί ένα εξαιρετικά σημαντικό πλεονέκτημα.
Σε δυσκολότερη θέση δείχνουν να βρίσκονται οι ευρωπαϊκές οικονομίες. Στην Ευρωζώνη η δημοσιονομική κρίση έχει υποχωρήσει (χωρίς το πρόβλημα να αντιμετωπιστεί), αλλά οι οικονομίες «φλερτάρουν» με την ύφεση και τον αποπληθωρισμό. Στην ύφεση επέστρεψε μόλις η ιαπωνική οικονομία, που μεταπολεμικά αποτέλεσε το κεντρικό προπύργιο της Δύσης στην Ασία. Παρά τα αλλεπάλληλα προγράμματα εκτύπωσης γεν, η ιαπωνική οικονομία αδυνατεί να συνέλθει από τις συνέπειες της αφύπνισης του κινεζικού γίγαντα.
Πορεία προς... τη δύση της Δύσης
Οι αριθμοί
Οι οικονομίες αυτές δεν έγιναν βέβαια από τη μία ημέρα στην άλλη μη ανταγωνιστικές ή υπερχρεωμένες. Επί δεκαετίες η ανάπτυξη ήταν ταχύτερη στην Ασία, με πρωταγωνίστρια την Κίνα, που δείχνει να είναι το ανερχόμενο αστέρι του 21ου αιώνα.
Τις προηγούμενες εβδομάδες, και ενώ στην Αυστραλία γινόταν η Σύνοδος των G20, το Πεκίνο ανακοίνωσε σειρά εμπορικών συμφωνιών που καθιστούν την Κίνα στενότερο εταίρο της Ν. Κορέας και της Αυστραλίας από ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες. Δύο παραδοσιακοί πυλώνες της αμερικανικής επιρροής στην ευρύτερη περιοχή δείχνουν να απομακρύνονται από το δυτικό άρμα, καθώς ο αναδυόμενος κινεζικός γίγαντας τις ρουφά στη ζώνη επιρροής του. Η οικονομική δύναμη μετατρέπεται σταδιακά σε γεωπολιτική, αλλάζοντας τις ισορροπίες.
Πορεία προς... τη δύση της Δύσης
Αυτό φάνηκε έντονα και στην ουκρανική κρίση, όπου για πρώτη φορά το δυτικό στρατόπεδο βρήκε αντίπαλο ικανό να του αντιταχθεί.
Η ειρωνεία είναι ότι πρόκειται για τη Ρωσία, τον μεγάλο χαμένο της προηγούμενης ιστορικής περιόδου. Το πυρηνικό οπλοστάσιο από εκείνη την περίοδο προσφέρει ένα σημαντικό πλεονέκτημα στον πρόεδρο Πούτιν. Τις οικονομικές κυρώσεις δεν θα μπορούσε όμως να τις αντιμετωπίσει εάν δεν είχε τις... κινεζικές πλάτες.
Κρίση
Η εξασθένηση της Δύσης δεν είναι, όμως, μόνο οικονομική και γεωπολιτική. Η κρίση επιτάχυνε τη διαδικασία μείωσης των εισοδημάτων, που συγκλίνουν όλο και περισσότερο με εκείνα στις αναδυόμενες οικονομίες. Ενώ όμως στην προηγούμενη φάση της παγκοσμιοποίησης η σύγκλιση γινόταν επειδή αυξάνονταν ταχύτερα τα εισοδήματα στις φτωχότερες χώρες, τώρα συνεχίζεται επειδή μειώνονται στις πλουσιότερες.
Πορεία προς... τη δύση της Δύσης
Στις πρώτες δεκαετίες μεταπολεμικά το βιοτικό επίπεδο σε ΗΠΑ, Ευρώπη και Ιαπωνία αυξήθηκε αλματωδώς, δημιουργώντας μια σημαντική διαφορά με το ανατολικό στρατόπεδο.
Η διαφορά αυτή ήταν που προκάλεσε τα κύματα φυγής προς τη Δύση, οδηγώντας τελικά στην Πτώση του Τείχους. Η διαφορά στο βιοτικό επίπεδο και η απουσία ελευθερίας και δημοκρατίας.
Αυτό άλλωστε υπήρξε το βασικό χαρακτηριστικό του δυτικού στρατοπέδου όλο τον προηγούμενο αιώνα. Κι εκεί αρχίζουν τελευταία να εμφανίζονται σοβαρές ρωγμές.
Η μείωση του βιοτικού επιπέδου των εργαζομένων δημιουργεί κοινωνικές εντάσεις και πίεση για αλλαγή πολιτικής. Οι κυβερνήσεις επιμένουν, όμως, να ακολουθούν την ίδια πορεία, επιμένοντας στην ελεύθερη λειτουργία των αγορών, δείχνοντας ιδιαίτερη μέριμνα για την προστασία του τραπεζικού συστήματος, περικόπτοντας διαρκώς τις κοινωνικές δαπάνες και επιδιώκοντας την περαιτέρω μείωση των φόρων στα υψηλά εισοδήματα και τα κέρδη των επιχειρήσεων. Όλα αυτά συμβάλλουν στην απονομιμοποίηση της πολιτικής στο μυαλό των πολιτών.
Δημοκρατία
Στο σημείο αυτό θεωρητικά θα έπρεπε να λειτουργήσει το μεγάλο πλεονέκτημα της Δύσης: οι δημοκρατικοί θεσμοί που δίνουν δυνατότητα στην κοινωνία να διορθώνει την πορεία προτού βρεθούν οι χώρες βαθιά στο αδιέξοδο.
Στα μεγαλύτερα δυτικά κράτη, όμως, το πολιτικό σύστημα δεν δείχνει ικανό να οδηγήσει στην αλλαγή. Στην Ιαπωνία η κυβέρνηση Άμπε αναμένεται να επανεκλεγεί και στις Ηνωμένες Πολιτείες η οργή για τη διάψευση της ελπίδας που επενδύθηκε στον Ομπάμα, μετατράπηκε σε θρίαμβο των Ρεπουμπλικάνων στο Κογκρέσο.
Τον προηγούμενο χρόνο η καγκελάριος Μέρκελ επανεξελέγη θριαμβευτικά, στη Γαλλία ο πρόεδρος Ολάντ αποδείχτηκε μεγάλη απογοήτευση για όσους πίστεψαν σε αλλαγή πορείας και στις ευρωεκλογές πρώτο αναδείχθηκε ξανά το Λαϊκό Κόμμα.
Όσο δεν αλλάζει η ακολουθούμενη πολιτική, η δυσαρέσκεια των πολιτών ωθείται όλο και περισσότερο σε επιλογές στα άκρα του πολιτικού συστήματος, που μοιραία το αποσταθεροποιούν. Οδηγούνται επίσης εκτός του θεσμικού πλαισίου, προκαλώντας ως αντίδραση την ένταση της καταστολής και την όξυνση των κοινωνικών συγκρούσεων.
Οι διαδηλώσεις και οι απεργίες τα τελευταία χρόνια, τόσο στις ΗΠΑ όσο και στην Ευρώπη, είναι πρωτοφανείς για τις τελευταίες δεκαετίες.
Η Ελίζαμπεθ Γουόρεν, που εξελέγη νέος αρχηγός των Δημοκρατικών στη Γερουσία, δήλωσε στην πρώτη της δημόσια εμφάνιση ότι «η χώρα πηγαίνει σε λάθος κατεύθυνση και το αμερικανικό όνειρο απομακρύνεται από τα χέρια των ανθρώπων».
Η απώλεια του αμερικανικού ονείρου θα είναι καταστροφική για τη διεθνή εικόνα της Δύσης. Τα καράβια συνεχίζουν να έρχονται φορτωμένα στις ευρωπαϊκές ακτές και τα φορτηγά είναι γεμάτα Λατίνους στα αμερικανικά σύνορα, καθώς ακόμα τα βιοτικό επίπεδο στη Δύση παραμένει υψηλότερο.
Το κίνητρο όμως να «μοιάσουμε στη Δύση» γίνεται όλο και λιγότερο θελκτικό, αφήνοντας χώρο σε εντελώς διαφορετικά σχέδια.
Η ανάπτυξη των τζιχαντιστών είναι αποτέλεσμα αυτής της διαδικασίας, καθώς ο δυτικός δρόμος είναι αδιέξοδο για τη συντριπτική πλειοψηφία των Αραβών και οι δημοκρατικές επαναστάσεις βάφτηκαν στο αίμα.
Η περίπτωση των τζιχαντιστών δημιουργεί εύλογη ανησυχία για τις συνέπειες που θα έχει η εξασθένηση της Δύσης στον υπόλοιπο κόσμο. Προφανώς και αυτό δεν μπορεί να αποτελεί δικαιολογία για τη διαιώνιση σχέσεων αποικιοκρατίας.
Όπως επίσης δεν είναι καθόλου βέβαια η οριστική παρακμή της Δύσης. Μπορεί το οικονομικό πλεονέκτημα να περιορίζεται και κάποτε να χαθεί από τις πολυπληθέστερες ασιατικές οικονομίες. Το τεχνολογικό πλεονέκτημα είναι δυνατό να καλυφθεί διά της αντιγραφής και της εξαγοράς. Το μεγαλύτερο πλεονέκτημα, όμως, της Δύσης αφορά το ανθρώπινο κεφάλαιο που έχει αναπτύξει -όχι τόσο τις επιστημονικές γνώσεις όσο την καλλιέργεια της ελεύθερης σκέψης.
Αυτή σε καμία περίπτωση δεν υπήρξε επαρκής αλλά σίγουρα ήταν πολύ πιο έντονη από ότι στον υπόλοιπο πλανήτη. Εύλογη είναι λοιπόν η ελπίδα, η κρίση να ξεπεραστεί χάρη στην αντίδραση των ελεύθερων ανθρώπων, που δεν θα δεχθούν άλλο τον παραλογισμό να χειροτερεύουν διαρκώς οι συνθήκες ζωής ενώ η τεχνολογία βελτιώνεται.
Η πτώση με αριθμούς
Το μερίδιο του αμερικανικού ΑΕΠ στο παγκόσμιο, από 25,4% στα τέλη του Ψυχρού Πολέμου (1988) υποχώρησε κάτω από το 23% το 2003, στο 20,4% στην αρχή της παγκόσμιας κρίσης (2008) και στο 19,3% το 2013. Το σημερινό μερίδιο δηλαδή είναι μόλις τα τρία τέταρτα εκείνου προ 25ετίας. Ακόμα μεγαλύτερη είναι η «βουτιά» του ιαπωνικού μεριδίου, που από 9,8% του παγκοσμίου ΑΕΠ το 1988 μειώθηκε στο 5,4%. Πολύ μεγάλη είναι η «βουτιά» και για τις ευρωπαϊκές οικονομίες, με τις δύο μεγαλύτερες οικονομίες της Ευρωζώνης, Γερμανία και Γαλλία, να χάνουν σε 25 χρόνια περίπου το 40% του μεριδίου της παγκόσμιας παραγωγής που τους αντιστοιχεί. Τη μεγαλύτερη υποχώρηση μεταξύ των οικονομιών της Ευρωζώνης κατέγραψε το μερίδιο της Ιταλίας (χάθηκε ακριβώς το μισό) και τη δεύτερη μεγαλύτερη εκείνο της Ελλάδας (από 0,58% του παγκοσμίου ΑΕΠ το 1988 σε 0,3% το 2013). Η μόνη από τις οικονομίες της Ευρωζώνης που κατέγραψε αύξηση μεριδίου ήταν η Ιρλανδία, όπου το μερίδιο στο παγκόσμιο ΑΕΠ από 0,18% το 1988 αυξήθηκε σε 0,28% το 2003, αλλά έκτοτε μειώνεται (0,25% πριν από την κρίση και 0,22% το 2013).
Σχεδόν το 30% του μεριδίου που είχε στο παγκόσμιο ΑΕΠ απώλεσε η Βρετανία, ενώ ακόμα και η Πολωνία, που αναπτύσσεται σταθερά τα τελευταία χρόνια, δεν έχει καταφέρει να επιστρέψει στα επίπεδα πριν από το τέλος του Ψυχρού Πολέμου. Συνολικά το ΑΕΠ των 18 κρατών της Ευρωζώνης αντιστοιχεί στο 13,13% του παγκοσμίου ΑΕΠ, από 14,82% πριν από την κρίση, 16,84% προ δεκαετίας και 21% στο τέλος του Ψυχρού Πολέμου, ενώ για το σύνολο της Ε.Ε. το μερίδιο από 28,35% το 1988 περιορίστηκε σε 18,7% το 2013.
Τη διαφορά κάλυψαν κατά κύριο λόγο οι μεγάλες αναδυόμενες οικονομίες της Ασίας, με πρώτη και κύρια την Κίνα, το ΑΕΠ της οποίας το 1988 αντιστοιχούσε στο 3,8% του παγκοσμίου και σήμερα στο 15,4%.