Το πρόβλημα ρευστότητας στην πραγματική οικονομία αποτυπώνεται στις καθυστερήσεις επιχειρηματικών δανείων.
Σύμφωνα με στοιχεία που έδωσε η ΤτΕ στην έκθεσή της, σε ό,τι αφορά τα επιχειρηματικά δάνεια που υπερβαίνουν το 1 εκατ. ευρώ, σε δείγμα 16 χιλιάδων οφειλετών με συνολικό άνοιγμα (δανεισμό) περίπου 98,5 δισ. ευρώ (ποσό που αντιστοιχεί στο 54% του ΑΕΠ του 2013 σε τρέχουσες τιμές) περίπου 6 χιλιάδες οφειλέτες εμφανίζουν καθυστέρηση στην αποπληρωμή των υποχρεώσεών τους, με το ύψος των καθυστερήσεων να προσεγγίζει τα 28,5 δισ. ευρώ (ποσό που αντιστοιχεί σε 15,6% του ΑΕΠ του 2013).
Τα τρία τέταρτα των παραπάνω οφειλετών έχουν συνολικό άνοιγμα μέχρι 5 εκατ. ευρώ, ενώ παρατηρείται αρνητική συσχέτιση μεταξύ του ύψους του ανοίγματος και του δείκτη καθυστερήσεων. Δηλαδή οι οφειλέτες με μεγαλύτερο άνοιγμα εμφανίζουν κατά μέσο όρο χαμηλότερο δείκτη καθυστερήσεων συγκριτικά με κείνους των οποίων το άνοιγμα κυμαίνεται μεταξύ 1 και 5 εκατ. ευρώ.
Ωστόσο, σε όρους μεγέθους το μεγαλύτερο ποσό δανείων σε καθυστέρηση επιμερίζεται σε σχετικά λίγους πιστούχους και σε σχετικά λίγους κλάδους οικονομικής δραστηριότητας. Σημαντικό επίσης χαρακτηριστικό των δανείων του δείγματος είναι ότι το ήμισυ σχεδόν των δανείων σε καθυστέρηση βρίσκεται σε αυτήν την κατάσταση για διάστημα τουλάχιστον τριών ετών.
Και σε αυτήν την περίπτωση η συγκέντρωση αφορά σχετικά μικρό αριθμό πιστούχων, οι οποίοι ουσιαστικά επιμερίζονται σε λίγους κλάδους κυρίως στους κλάδους κατασκευών κτιρίων χονδρικού και λιανικού εμπορίου καταλυμάτων διαχείρισης ακίνητης περιουσίας, έργων πολιτικού μηχανικού, βιομηχανίας τροφίμων δραστηριοτήτων ανθρώπινης υγείας και παραγωγής κλωστοϋφαντουργικών υλών.
Οσον αφορά τους πιστούχους που είναι κοινοί μεταξύ των συστημικών τραπεζών, σύμφωνα με την έκθεση της τράπεζας, το ένα τρίτο των δανείων σε καθυστέρηση αφορά περίπου 800 πιστούχους, οι οποίοι είναι κοινοί σε δύο τουλάχιστον συστημικές τράπεζες και έχουν συνολικά δάνεια σε καθυστέρηση περίπου 11 δισ. ευρώ. Από τους πιστούχους αυτούς ορισμένοι είναι κοινοί στις 4 συστημικές τράπεζες με το ύψος των δανείων σε καθυστέρηση να ανέρχεται σε περίπου 3 δισ. ευρώ.
Επίσης στην έκθεση αναφέρεται ότι οι οφειλέτες με ανοίγματα σε περισσότερες τράπεζες εμφανίζουν συγκριτικά χαμηλότερο δείκτη καθυστερήσεων έναντι εκείνων με οφειλές σε μία μόνον τράπεζα.
Καταθέσεις
Δεν παρατηρήθηκαν συστηματικές εκροές καταθέσεων σημειώνει η έκθεση της Τράπεζας της Ελλάδος κατά τη διάρκεια του 2014. Η υποχώρηση των αποδόσεων επέτρεψε στα πιστωτικά ιδρύματα και το ελληνικό δημόσιο να αντλήσουν πόρους από την ανοιχτή αγορά κεφαλαίων μέσω επιτυχών νέων εκδόσεων και ομολογιακών τίτλων.
Όπως σημειώνεται στην έκθεση, εκείνο που πρέπει να αντιμετωπιστεί με συντονισμένες προσπάθειες από το τραπεζικό σύστημα της χώρας, είναι το υψηλό και αυξανόμενο απόθεμα των προβληματικών δανείων στο ενεργητικό των τραπεζών. Σε ό,τι αφορά τις καταθέσεις το 2014 δεν παρατηρήθηκαν φαινόμενα αποθησαυρισμού τραπεζογραμματίων ή φυγής καταθέσεων προς το εξωτερικό, καθώς δεν διαταράχθηκε το κλίμα εμπιστοσύνης. Αντιθέτως, παρά την καθοδική πορεία των επιτοκίων, υπήρξαν εισροές στο σύστημα.Η καθαρή επιστροφή τραπεζογραμματίων υπολογίζεται σε 5 δισ. ευρώ, ενώ η επιστροφή καταθέσεων από το εξωτερικό στο διάστημα Ιανουαρίου ? Σεπτεμβρίου 2014 ήταν ύψους 1 δισ. ευρώ.
Η αναδιάταξη, η εξυγίανση, η ανακεφαλαιοποίηση και η αποκατάσταση της πρόσβασης στις διεθνείς αγορές χρήματος των ελληνικών τραπεζών ενίσχυσαν τις δυνατότητες του τραπεζικού συστήματος να παρέχει χρηματοδότηση στην πραγματική οικονομία. Ορισμένες μεγάλες εξωστρεφείς ελληνικές μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις άντλησαν δανεικά κεφάλαια σημαντικού ύψους από τη διεθνή αγορά κεφαλαίων, όπου επικράτησαν ευνοϊκές συνθήκες για την έκδοση ομολογιακών τίτλων.
Αυτή η εξέλιξη επέδρασε βεβαίως περιοριστικά στη ζήτηση τραπεζικών πιστώσεων.
Η έρευνα για τις τραπεζικές χορηγήσεις στην Ελλάδα κατέγραψε αυξήσεις της ζήτησης πιστώσεων κατά τα τελευταία τρίμηνα, τόσο εκ μέρους των μη χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεων όσο και εκ μέρους των νοικοκυριών.
Παρά το γεγονός αυτό, συνεχίστηκε η συρρίκνωση του δανειακού χαρτοφυλακίου των τραπεζών, καθώς οι μηνιαίες εκταμιεύσεις νέων δανείων ακόμη υπολείπονται των μηνιαίων χρεολυσίων, που εισπράττουν οι τράπεζες από υφιστάμενα δάνεια.
Ορισμένοι παράγοντες συνεχίζουν να επενεργούν ανασχετικά τόσο στη ζήτηση όσο και στην προσφορά πιστώσεων. Οι αβεβαιότητες όσον αφορά τις οικονομικές προοπτικές της χώρας οι οποίες δεν έχουν ακόμη διαλυθεί, περιορίζουν τόσο τη ζήτηση όσο και την προσφορά πιστώσεων.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το απόθεμα των προβληματικών στοιχείων ενεργητικού των τραπεζών είναι πολύ υψηλό και έτσι έχει έντονα αρνητικές επιπτώσεις στις δυνατότητές τους να χορηγήσουν νέα δάνεια.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το απόθεμα των προβληματικών στοιχείων ενεργητικού των τραπεζών είναι πολύ υψηλό και έτσι έχει έντονα αρνητικές επιπτώσεις στις δυνατότητές τους να χορηγήσουν νέα δάνεια. Οταν αναζωογονηθεί επαρκώς η οικονομική δραστηριότητα και καθώς θα διαλύονται και οι τελευταίες αβεβαιότητες ως προς την ασφαλή έξοδο της χώρας από την κρίση, είναι πιθανόν να επέλθει ικανή αύξηση της ζήτησης του τραπεζικού δανεισμού. Οι τράπεζες έχουν πλέον αποπληρώσει σημαντικό μέρος της χρηματοδότησης την οποία είχαν αντλήσει από το ευρωσύστημα κατά την κορύφωση της κρίσης. Αυτό σημαίνει σύμφωνα με την έκθεση της τράπεζας ότι ο αναγκαίος περαιτέρω περιορισμός της χρηματοδοτικής εξάρτησης των εγχώριων πιστωτικών ιδρυμάτων από την κεντρική τράπεζα θα δεσμεύσει συγκριτικώς λιγότερα ρευστά διαθέσιμά τους, ενώ αντίστοιχα συγκριτικώς μεγαλύτερα ποσά θα είναι δυνατόν να διοχετευτούν από τις τράπεζες σε πιστώσεις προς την πραγματική οικονομία.
Μειώθηκε το κόστος δανεισμού για τις τράπεζες
Το κόστος τραπεζικού δανεισμού για τις μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις τόσο το επιτόκιο υπεραναλήψεων αλλά και τα επιτόκια στα μεσομακροπρόθεσμα δάνεια ύψους κάτω από το 1 εκατ. ευρώ ακολούθησαν τάση καθοδική το 2014. Η εξέλιξη αυτή αντικατοπτρίζει πιθανή υποχώρηση του πιστωτικού κινδύνου στην ελληνική οικονομία. Το επιτόκιο τραπεζικού δανεισμού για τα νοικοκυριά ακολούθησε πορεία ανοδική κυρίως λόγω της αύξησης του επιτοκίου για τα στεγαστικά δάνεια. Η σταθεροποίηση και η διαφαινόμενη ανάκαμψη της οικονομικής δραστηριότητας στη χώρα αντανακλάται σταδιακά και στα μεγέθη των ελληνικών εμπορικών τραπεζών. Η οργανική κερδοφορία εμφανίζει ανοδική τάση κυρίως ως συνέπεια της αύξησης των καθαρών εσόδων από τόκους και της περιστολής του κόστους λειτουργίας.
Η κεφαλαιακή επάρκεια μετά και τις επιτυχημένες αυξήσεις μετοχικού κεφαλαίου στις οποίες προέβησαν οι τέσσερις συστημικές τράπεζες έχει διαμορφωθεί σε ικανοποιητικό επίπεδο. Από τις 4 Νοεμβρίου η ΕΚΤ ανέλαβε την αρμοδιότητα της εποπτείας των τραπεζών στη ζώνη του ευρώ. Η ΕΚΤ θα ασκεί άμεση εποπτεία σε 120 σημαντικούς τραπεζικούς ομίλους, οι οποίοι αντιπροσωπεύουν το 82% του συνολικού ενεργητικού του τραπεζικού τομέα στη ζώνη του ευρώ. Σε αυτούς συγκαταλέγονται και οι 4 συστημικές τράπεζες.