Από τις αρχές της δεκαετίας του 2000 μέχρι και σήμερα η ελληνική οικονομία πάντοτε εμφάνιζε το υψηλότερο ποσοστό ιδιωτικής κατανάλωσης επί του συνόλου του ΑΕΠ σε σχέση με τις υπόλοιπες οικονομίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης των «15».
Τέλος του 2013 σε ετήσια στοιχεία ή γ΄ τρίμηνο του 2014 σε τριμηνιαία στοιχεία, το 71,21% ή το 72,55% της εγχώριας παραγωγής αγαθών και υπηρεσιών οδηγείται σε καταναλωτικές χρήσεις. Το αντίστοιχο μέγεθος για τον μέσο όρος της Ε.Ε. των «15» είναι της τάξης του 56,92%. Δύο οικονομίες που βρίσκονται σχετικά κοντά με την περίπτωση της Ελλάδας είναι αυτή του Ηνωμένου Βασιλείου και αυτή της Πορτογαλίας. Στην μεν πρώτη το μερίδιο της ιδιωτικής κατανάλωσης στο σύνολο του ΑΕΠ είναι της τάξης του 64,83%, στη δε δεύτερη είναι της τάξης του 64,55%.
Ξεχωρίζουν οι περιπτώσεις των οικονομιών της Δανίας, της Ιρλανδίας, του Λουξεμβούργου, της Ολλανδίας και της Σουηδίας. Σε αυτές τις περιπτώσεις η διαφορά σε σχέση με την ελληνική οικονομία στο μερίδιο της ιδιωτικής κατανάλωσης στο σύνολο του ΑΕΠ είναι της τάξης των 22,42, 26,16, 40,14, 26,16 και 24,54 ποσοστιαίων μονάδων αντίστοιχα. Το γεγονός αυτό σημαίνει ότι στην ελληνική οικονομία οι εγχώριοι πόροι που μπορούν να χρηματοδοτήσουν τις εγχώριες επενδύσεις είναι σχετικά πολύ μικρότεροι σε σύγκριση με τους αντίστοιχους των υπολοίπων οικονομιών. Αξίζει να σημειώσουμε πως από το 2007 μέχρι και το 2013 υπήρξε μια αύξηση στο ελληνικό μερίδιο ιδιωτικής κατανάλωσης επί του συνόλου του ΑΕΠ κατά 5,34 ποσοστιαίες μονάδες.
Η ελληνική οικονομία από τις αρχές της δεκαετίας του 2000 μέχρι και το 2009 ακολούθησε ένα μονοπάτι οικονομικής μεγέθυνσης, το οποίο ώθησε την ιδιωτική κατά κεφαλήν κατανάλωση σε επίπεδα όμοια ή και υψηλότερα με τα αντίστοιχα των επί μέρους οικονομιών της Ευρωπαϊκής Ένωσης των «15». Για να δώσουμε ένα απλό παράδειγμα, το 2001 στον μέσο Έλληνα ή στην μέση Ελληνίδα αντιστοιχούσε λίγο λιγότερο από το 90% της ιδιωτικής κατανάλωσης του μέσου Ευρωπαίου ή Ευρωπαίας της ομάδας των κρατών της Ευρωπαϊκής Ένωσης των «15». Στο τέλος του 2009, το ίδιο μέγεθος ήταν λίγο υψηλότερο από το 100%, δηλαδή ο μέσος Έλληνας κατανάλωνε μεγαλύτερη ποσότητα αγαθών και υπηρεσιών από τον μέσο Ευρωπαίο.
Ποιες ήταν οι οικονομικές δυνάμεις που οδήγησαν σε αυτή τη μεγάλη αύξηση της καταναλωτικής δαπάνης (κατά κεφαλήν) στην ελληνική οικονομία; Πρώτον, από το 1995 μέχρι και το 2007 η ελληνική οικονομία είχε έναν από τους υψηλότερους ρυθμούς οικονομικής μεγέθυνσης σε σχέση με τις υπόλοιπες οικονομίες της Ε.Ε. Η αύξηση του ΑΕΠ ισοδυναμεί με αύξηση των εισοδημάτων και ως εκ τούτου το γεγονός αυτό οδηγεί σε αύξηση της καταναλωτικής δαπάνης. Δεύτερον, από τα μέσα της δεκαετίας του 1990 και έπειτα, η εκπλήρωση των κριτήριων για την ένταξη της χώρας στην ΟΝΕ οδήγησε στη σταδιακή πτώση του κόστους δανεισμού, δηλαδή των επιτοκίων. Η εν λόγω πτώση δημιούργησε δύο βασικές δυνάμεις οι οποίες οδήγησαν στην ενίσχυση της ιδιωτικής κατανάλωσης. Η πρώτη ήταν η πιστωτική επέκταση, η οποία αύξησε σε σημαντικό βαθμό τον πλούτο (π.χ. επενδύσεις σε κατοικίες) των νοικοκυριών και η δεύτερη ήταν η ενίσχυση του κινήτρου για κατανάλωση και η αντίστοιχη μείωση του κινήτρου προς αποταμίευση.
Από το 2001 μέχρι και το 2009, η ελληνική οικονομία είχε δύο βασικά χαρακτηριστικά αναφορικά με το μέγεθος της ιδιωτικής καταναλωτικής δαπάνης: Πρώτον, είχε το υψηλότερο μερίδιο ιδιωτικής κατανάλωσης επί του συνόλου του ΑΕΠ σε σχέση με τις υπόλοιπες οικονομίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης των «15». Δεύτερον, ο ρυθμός της ποσοστιαίας μεταβολής της ελληνικής ιδιωτικής κατανάλωσης (κατά κεφαλήν) ήταν ένας από τους υψηλότερους σε σύγκριση με τις υπόλοιπες οικονομίες της Ε.Ε.
Όπως τελικά αποδείχτηκε, το εν λόγω υπόδειγμα οικονομικής μεγέθυνσης ήταν βιώσιμο για όσο χρονικό διάστημα οι διεθνείς κεφαλαιαγορές ήταν «φιλικές» προς την ελληνική οικονομία.