Μία αναθεώρηση προς τα κάτω των στόχων για τα πρωτογενή πλεονάσματα των επομένων ετών, στο πλαίσιο ενός προγράμματος, μπορεί να οδηγήσει σε εξαφάνιση του παράγοντα της δημοσιονομικής συστολής μέσω της εκλογίκευσης της φορολογικής επιβάρυνσης, αποδεσμεύοντας πόρους και επιταχύνοντας έτσι αποφασιστικά την αναπτυξιακή διαδικασία, επισημαίνουν οι αναλυτές της Διεύθυνσης Οικονομικών Μελετών της Alpha Bank στο εβδομαδιαίο δελτίο τους και προσθέτουν:
Η συνακόλουθη αποκλιμάκωση του λόγου χρέους προς ΑΕΠ είναι καθοριστικής σημασίας για τη βελτίωση των προσδοκιών στις διεθνείς αγορές σχετικά με τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους.
Αναλυτικότερα, όπως επισημαίνεται, η επιστροφή σε θετικό πρόσημο του ρυθμού ανάπτυξης το 2014 ήταν σε σημαντικό βαθμό αποτέλεσμα, μεταξύ άλλων, και της σταδιακής μείωσης της εντάσεως της δημοσιονομικής προσαρμογής.
Παράλληλα, η διατήρηση της δημοσιονομικής πειθαρχίας οδήγησε σε ορατή βελτίωση των προσδοκιών και του οικονομικού κλίματος, κατά μέσο όρο, μεταξύ των δύο τελευταίων ετών. Η βελτίωση αυτή ενίσχυσε την ιδιωτική κατανάλωση που είχε θετική συμβολή στο ακαθάριστο εγχώριο προϊόν.
Η ανωτέρω ανάλυση συνεπάγεται ότι μία αναθεώρηση προς τα κάτω των στόχων για τα πρωτογενή πλεονάσματα των επομένων ετών, στο πλαίσιο ενός προγράμματος, μπορεί να οδηγήσει σε εξαφάνιση του παράγοντα της δημοσιονομικής συστολής μέσω της εκλογίκευσης της φορολογικής επιβάρυνσης, αποδεσμεύοντας πόρους και επιταχύνοντας έτσι αποφασιστικά την αναπτυξιακή διαδικασία. Η συνακόλουθη αποκλιμάκωση του λόγου χρέους προς ΑΕΠ είναι καθοριστικής σημασίας για τη βελτίωση των προσδοκιών στις διεθνείς αγορές σχετικά με τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους.
Μετά την ανοδική πορεία που ακολούθησε κατά το 2014 ο Γενικός Δείκτης Οικονομικού Κλίματος (ESI) για την Ελλάδα, τον Ιανουάριο 2015 υποχώρησε στις 95,3 μονάδες από 99,1 μονάδες τον περασμένο Δεκέμβριο. Η εξέλιξη αυτή ήταν αναμενόμενη, εξαιτίας της αβεβαιότητας που επικράτησε κατά την διάρκεια της προεκλογικής περιόδου. Οι ανησυχίες των επενδυτών κατά την περίοδο αυτή αποτυπώθηκαν και στην υψηλή μεταβλητότητα των μετοχικών αξιών και των αποδόσεων των κρατικών ομολόγων.
Ένα άλλο ενδιαφέρον στοιχείο που προκύπτει με βάση τα αναλυτικά στοιχεία του Δείκτη Οικονομικού Κλίματος είναι το γεγονός ότι τον Ιανουάριο 2015 παρατηρείται διαφοροποίηση στη συμπεριφορά ανάμεσα στον δείκτη καταναλωτικής εμπιστοσύνης, ο οποίος βελτιώθηκε έναντι του προηγούμενου μήνα, και στις προσδοκίες των επιχειρήσεων, οι οποίες υποχώρησαν.
Ειδικότερα, ο δείκτης Καταναλωτικής Εμπιστοσύνης βελτιώθηκε στις -49,3 μονάδες τον Ιανουάριο 2015, από -53,9 τον Δεκέμβριο 2014 και βρίσκεται σε σημαντικά υψηλότερο επίπεδο από τον Ιανουάριο 2014 (-62,7). Παρατηρείται δε, βελτίωση σχεδόν σε όλες τις κύριες συνιστώσες που απαρτίζουν τον δείκτη καταναλωτικής εμπιστοσύνης. Το γεγονός αυτό αντικατοπτρίζει την αισιοδοξία των νοικοκυριών.
Αναλυτικά, οι καταναλωτές εμφανίζονται πιο αισιόδοξοι:
α) για τις μελλοντικές οικονομικές τους συνθήκες τους επόμενους 12 μήνες (Ιανουάριος 2015: -39,1, Δεκέμβριος 2014: -42,4).
β) για τις μελλοντικές συνθήκες της οικονομίας τους επόμενους 12 μήνες (Ιανουάριος 2015: -37,9, Δεκέμβριος 2014: -43,3).
γ) για την εξέλιξη της ανεργίας τους προσεχείς 12 μήνες, καθώς μειώνεται το ποσοστό των νοικοκυριών που προβλέπουν άνοδο της ανεργίας στο 57%, από 66% τον Δεκέμβριο 2014.
Αντίθετα, εντείνονται οι αποπληθωριστικές προσδοκίες των νοικοκυριών, καθώς ο σχετικός δείκτης υποχώρησε στις -7,1 μονάδες, από -4,0 τον Δεκέμβριο 2014.
Τα νοικοκυριά έχουν επηρεαστεί έντονα κατά την διάρκεια της ύφεσης της οικονομίας, καθώς μισθωτοί και συνταξιούχοι έχουν επωμισθεί μεγάλη φορολογική επιβάρυνση αλλά και μισθολογικές περικοπές. Σημειώνεται ότι από το 2008 που άρχισε η ύφεση στην οικονομίας μέχρι το 2013, το ΑΕΠ μειώθηκε κατά 26%, και η ιδιωτική κατανάλωση κατά 25,8%. Ωστόσο, η ιδιωτική κατανάλωση σταθεροποιήθηκε σταδιακά από το δεύτερο τρίμηνο 2014, καθώς αυξήθηκε κατά 0,7% σε ετήσια βάση, και ενισχύθηκε σημαντικά το τρίτο τρίμηνο 2014 κατά 3,6%. Η συνέχιση της ανοδικής πορείας της ιδιωτικής κατανάλωσης το τέταρτο τρίμηνο 2014 επιβεβαιώνεται από την πορεία ορισμένων δεικτών οικονομικής συγκυρίας: (i) τον δείκτη καταναλωτικής εμπιστοσύνης που βελτιώθηκε στις -51,6 μονάδες, έναντι -52,7 μονάδες το τρίτο τρίμηνο 2014 και -65,4 μονάδες το τέταρτο τρίμηνο 2013, (ii) τον γενικό δείκτη όγκου των λιανικών πωλήσεων που αυξήθηκε κατά 0,3% σε ετήσια βάση το δίμηνο Οκτωβρίου-Νοεμβρίου 2014 έναντι αντίστοιχου διαστήματος πέρυσι, (iii) την υποχώρηση του ποσοστού ανεργίας στο 25,8% τον Οκτώβριο 2014, (iv) τη μείωση της τιμής του πετρελαίου και την υποτίμηση του ευρώ.
Συνεπώς, το 2014 συνολικά αναμένεται αύξηση της κατανάλωσης περί το 1,5%.
Η καταναλωτική δαπάνη θα ενισχυθεί περαιτέρω άνω του 2% το 2015. Παράγοντες που ενισχύουν την ανωτέρω εξέλιξη είναι:
α) η ενίσχυση των αναπτυξιακών δυνατοτήτων της οικονομίας, με προσδοκώμενη αύξηση του ΑΕΠ περί το 2,4% το 2015. Ως επακόλουθο, αναμένεται περαιτέρω υποχώρηση του ποσοστού ανεργίας, στο 24,0%, από 26,5% το 2014, με ταυτόχρονη αύξηση της απασχόλησης κατά 2,6% το 2015, από 0,6% το 2014.
β) η προβλεπόμενη συνέχιση της μείωσης της τιμής του πετρελαίου κατά 41,1% το 2015 σε όρους δολαρίου σύμφωνα με το ΔΝΤ, από μείωση 7,5% το 2014 θα συμβάλει στην διατήρηση του πληθωρισμού σε χαμηλό επίπεδο, ενισχύοντας το διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών και συνεπώς την καταναλωτική δαπάνη. Αναμένεται συνεπώς διατήρηση του αποπληθωρισμού στο -0,5% το 2015, από -1,3% το 2014, με σταδιακή άνοδο των τιμών από το τρίτο τρίμηνο 2015.
γ) η πιθανή επίτευξη συμφωνίας για χαλάρωση του δημοσιονομικού στόχου για πρωτογενή πλεονάσματα ύψους 4,5% του ΑΕΠ που επιβάλλει η Τρόικα, σε 1,5% του ΑΕΠ, θα αποδεσμεύσει επιπλέον διαθέσιμους πόρους απαραίτητους για την ενίσχυση της ανάπτυξης.
δ) η αναμενόμενη φορολογική ελάφρυνση των νοικοκυριών από τον υψηλό φόρο ακίνητης περιουσίας, σε συνδυασμό με την αναμενόμενη παρέμβαση στην αγορά εργασίας, όπως ενδεχόμενη σταδιακή αύξηση του κατώτατου μισθού, θα τονώσουν περαιτέρω την δαπάνη των νοικοκυριών.
ε) η επιτυχής λήξη των διαπραγματεύσεων με τους εταίρους με την ένταξη της χώρας σε πρόγραμμα στήριξης θα επιτρέψει την πρόσβαση των ελληνικών τραπεζών στο νέο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης που εφαρμόζει η ΕΚΤ, ενισχύοντας την πιστωτική επέκταση προς τον ιδιωτικό τομέα.
Λιανικές Πωλήσεις: Ο Γενικός Δείκτης Όγκου των Λιανικών Πωλήσεων μειώθηκε κατά 1,5%, σε ετήσια βάση, τον Νοέμβριο 2014, έναντι αύξησης 2,9% τον Νοέμβριο 2013. Το ενδεκάμηνο Ιανουαρίου-Νοεμβρίου 2014, ο δείκτης όγκου λιανικών πωλήσεων μειώθηκε κατά 0,3% σε ετήσια βάση, έναντι πτώσης κατά 8,3% στο ενδεκάμηνο 2013. Αν αφαιρεθούν από τον Γενικό Δείκτη τα καύσιμα, τότε ο Γενικός Δείκτης Όγκου των Λιανικών Πωλήσεων (εκτός καυσίμων) μειώνεται κατά 0,8% σωρευτικά στο ενδεκάμηνο 2014, έναντι πτώσης κατά 8,6% που είχε σημειώσει στο ενδεκάμηνο 2013.
Όσον αφορά στις επιμέρους κατηγορίες των καταστημάτων λιανικού εμπορίου στο ενδεκάμηνο 2014 η αύξηση των λιανικών πωλήσεων οφείλεται κυρίως στην ανάκαμψη κατά 0,8% των πωλήσεων στα Μεγάλα Καταστήματα Τροφίμων, έναντι πτώσης κατά 9,6% στο ενδεκάμηνο 2013, στην αύξηση των πωλήσεων στην κατηγορία των Καυσίμων, ενώ ισχυροποιήθηκαν κατά πολύ οι επιδόσεις συγκριτικά με πέρυσι στους κλάδους Ένδυσης-Υπόδησης και Βιβλίων-Χαρτικών.
Αντίθετα, τα Πολυκαταστήματα εξακολουθούν να επηρεάζονται από την έξοδο ορισμένων μεγάλων επιχειρήσεων από την αγορά, με αποτέλεσμα να καταγράψουν στο ενδεκάμηνο 2014 μείωση των πωλήσεων κατά 4,4%, έναντι ωστόσο πτώσης κατά 12,1% στο ενδεκάμηνο 2013. Η εξέλιξη του υποκλάδου των Πολυκαταστημάτων υποδηλώνει ότι τα μεγαλύτερα καταστήματα του λιανικού εμπορίου δεν διακρίνονται ακόμα από τα πλεονεκτήματα χώρου και συγκέντρωσης.
Μικρή κάμψη, επίσης, σημείωσαν στο ενδεκάμηνο 2014 τα είδη Φαρμακείων-Καλλυντικών, και ο κλάδος των Επίπλων και Ηλεκτρικών Ειδών.
Πιστωτική Επέκταση: Ο ετήσιος ρυθμός μείωσης της τραπεζικής χρηματοδότησης προς τον ιδιωτικό τομέα διαμορφώθηκε σε 3,1% τον Δεκέμβριο 2014 (€212 δισ.), έναντι ισόποσης σχεδόν μείωσης κατά 3,0% τον Νοέμβριο 2014. Παρουσίασε, ωστόσο, αισθητή βελτίωση συγκριτικά με τον Δεκέμβριο 2013 (-3,9%). Σημειώνεται ότι, η συνολική χρηματοδότηση του ιδιωτικού τομέα στη ΖτΕ βελτιώθηκε ελαφρώς, καθώς ο ρυθμός μείωσης περιορίσθηκε κατά 0,5% τον Δεκέμβριο 2014 έναντι μείωσης κατά 0,9% τον Νοέμβριο 2014.
Αναφορικά με τις επιμέρους κατηγορίες δανείων, η τραπεζική χρηματοδότηση προς τις μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις παρέμεινε τον Δεκέμβριο 2014 στο επίπεδο του Νοεμβρίου 2014 (-3,3% ή €95,2 δισ.) και ήταν σαφώς βελτιωμένος συγκριτικά με το αντίστοιχο περυσινό διάστημα (Δεκ.2013: -5,0%). Το γεγονός ότι ο ρυθμός μεταβολής της τραπεζικής χρηματοδότησης προς τις μη χρηματοπιστωτικές εξακολουθεί να παραμένει σε αρνητικό επίπεδο αποδίδεται σε δύο βασικούς παράγοντες: 1) Η ζήτηση για επιχειρηματικά δάνεια ακολουθεί με χρονική υστέρηση την αύξηση της οικονομικής δραστηριότητας , καθώς οι επιχειρήσεις χρηματοδοτούν τις δραστηριότητές τους από μη διανεμηθέντα κέρδη, αλλά και από εταιρικά ομόλογα και μόνο σε περίοδο οικονομικής ανάκαμψης δανείζονται από τις τράπεζες. 2) Προς το παρόν, πολλές επιχειρήσεις δεν μπορούν να συνάψουν νέα δάνεια, δεδομένου ότι είναι βεβαρυμμένες με χρέη σημαντικού ύψους.
Σχετικά με τη χρηματοδότηση προς τα νοικοκυριά, ο ρυθμός μεταβολής διατηρήθηκε σταθερός τον Δεκέμβριο 2014 (-2,9% ή €97,1 δισ.) όπως και τον Νοέμβριο 2014 και έναντι μείωσης 3,5% τον Δεκέμβριο 2013.
Καταθέσεις: Η υποχώρηση του οικονομικού κλίματος τον Δεκέμβριο 2014 και η αύξηση του συστημικού κινδύνου προκάλεσε σημαντική εκροή καταθέσεων (περίπου €4 δισ. εκ των οποίων τα €1,8 δισ. αφορούσε καταθέσεις νοικοκυριών). Κατά συνέπεια το υπόλοιπο των ιδιωτικών καταθέσεων υποχώρησε στα €160,3 δισ. τον Δεκέμβριο 2014, έναντι €164,3 δισ. τον Νοέμβριο 2014 και €163,3 δισ. τον Δεκέμβριο 2013.
Εφόσον αποκατασταθεί το κλίμα εμπιστοσύνης στην ελληνική οικονομία και αποσοβηθούν σύντομα οι αβεβαιότητες σχετικά με τις οικονομικές προοπτικές της χώρας, αναμένεται ότι θα σημειωθεί επιστροφή καταθέσεων στο εγχώριο τραπεζικό σύστημα, η οποία αν δεν υπερκαλύψει την απώλεια των δύο τελευταίων μηνών, τουλάχιστον θα την εξουδετερώσει σε μεγάλο βαθμό.
Η επανάκαμψη των ιδιωτικών καταθέσεων με τη σειρά της, θα λειτουργήσει θετικά στη δημιουργία νέων δανείων μεσοπρόθεσμα και θα ενισχύσει την πιστοδοτική δραστηριότητα των τραπεζών.