Οταν βγει κάποιος από εμάς μια βόλτα στην αγορά θα δει σε πολλά σημεία απλωμένη σε σεντόνια την «πραμάτεια» πάσης φύσης «εμπόρων» οι οποίοι διαθέτουν αμφιβόλου ποιότητας εμπορεύματα, συνήθως «μαϊμούδες», σε προκλητικά χαμηλές τιμές στοχεύοντας στο συρρικνωμένο βαλάντιο του καταναλωτή.
Παρεμπόριο λοιπόν, δηλαδή παραοικονομία σε όλο της το μεγαλείο, δηλαδή απώλεια εσόδων για τη χώρα, η οποία κάνει τα αδύνατα δυνατά για να σταθεί στα πόδια της.
Πολλοί θεωρούν το παρεμπόριο ως αυτοτελώς υφιστάμενο πρόβλημα, όμως δεν είναι έτσι. Το παρεμπόριο, ως παράνομη οικονομική δραστηριότητα μη καταγραφόμενη στο ΑΕΠ, συμβάλλει αφ’ ενός στην απόκτηση αδήλωτου εισοδήματος από μια μεγάλη μερίδα εμπλεκομένων με συνέπεια την απώλεια από το κράτος των απαραίτητων φορολογικών πόρων και αφ’ ετέρου τη διακοπή λειτουργίας πολλών εμπορικών επιχειρήσεων. Εξάλλου είναι γνωστό ότι ο παράνομος έμπορος έχει ανταγωνιστικό πλεονέκτημα σε σχέση με τον νόμιμο έμπορο, ανταγωνιστικό πλεονέκτημα το οποίο κατά κύριο λόγο στηρίζεται στο χαμηλό κόστος των αμφιβόλου ποιότητας προϊόντων που διαθέτει και στο χαμηλό κόστος αδήλωτης εργασίας, με αποτέλεσμα την άνιση και άδικη αναδιανομή του πλούτου εις βάρος όλων μας και την απώλεια φορολογικών και ασφαλιστικών πόρων.
Στο ερώτημα ποιοι είναι οι κλάδοι εκείνοι των επιχειρήσεων, ειδικά των μικρομεσαίων, οι οποίοι πλήττονται από τη μάστιγα του παρεμπορίου, η απάντηση είναι όλοι. Το εμπορικό κατάστημα κλείνει ελλείψει πελατείας, με συνέπεια να οδηγούνται σε κλείσιμο οι χονδρέμποροι και φυσικά οι βιοτέχνες. Το κλείσιμο των επιχειρήσεων οδηγεί στην αύξηση των μεγεθών της ανεργίας, η οποία με τη σειρά της συμβάλλει στην περαιτέρω επιδείνωση της κατάστασης.
Οι συνεχώς αυξανόμενες παράνομες εισαγωγές προϊόντων από χώρες με φθηνό εργατικό κόστος, εισαγωγές των οποίων ο έλεγχος δεν είναι εύκολος, δίνει μια επιπλέον διάσταση στην ανεξέλεγκτη μορφή που έχει λάβει το παράνομο εμπόριο.
Είναι εύκολο πλέον να αντιληφθεί κανείς ότι το παρεμπόριο, το οποίο δρα παρασιτικά εις βάρος του νόμιμου εμπορίου, παρουσιάζει συνεχή αύξηση. Μιλάμε για μορφή χιονοστιβάδας η οποία στο πέρασμά της αφανίζει τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις και συρρικνώνει τα δημόσια έσοδα.
Ίσως η διαχρονική έλλειψη ουσιαστικού ελέγχου με πρόφαση την κοινωνική ευαισθησία και την αλληλεγγύη σε διάφορες «κοινωνικά αποκλεισμένες» ομάδες, όπως π.χ. των πάσης φύσης οικονομικών μεταναστών, να γιγάντωσε επικίνδυνα το φαινόμενο, με αποτέλεσμα σήμερα να έχουμε φτάσει στο σημείο το παρεμπόριο να έχει όλα τα χαρακτηριστικά του νόμιμου εμπορίου, σε ό,τι αφορά ειδικά τα δίκτυα διανομής και τους τελικούς πωλητές. Όμως η ουσιαστική διαφορά είναι ότι το παρεμπόριο επειδή διεξάγεται πέρα από κάθε νόμιμη διαδικασία έχει ελάχιστο κόστος και μεγάλα κέρδη, με συνέπεια να ανταγωνίζεται αθέμιτα τις νόμιμες επιχειρήσεις ένα μέρος των οποίων μαθηματικά οδηγείται μέρα με τη μέρα στο «λουκέτο».
Κατά καιρούς οι φορείς των επαγγελματιών των βιοτεχνών και των εμπόρων έχουν εκπέμψει σήμα κινδύνου για το μέλλον της επιχειρηματικότητας λόγω του παρεμπορίου και έχουν ζητήσει τη λήψη και εφαρμογή άμεσων μέτρων ενίσχυσης της αγοράς και ενίσχυσης της πραγματικής οικονομίας με την ουσιαστική πάταξη των παράνομων οικονομικών δραστηριοτήτων.
Η στήριξη από την πολιτεία του νόμιμου εμπορίου, μέσω αυστηρών μέτρων που θα καθιστά ασύμφορο το παρεμπόριο, θα συμβάλει στην ανάπτυξη, στην αύξηση της απασχόλησης και φυσικά στην αύξηση των δημοσίων εσόδων.