Οι διαδοχικές στρατηγικές διάσωσης της Ελλάδας έχουν μέχρι τώρα αποτύχει να αντιμετωπίσουν αποτελεσματικά το πρόβλημα των τραπεζών-ζόμπι.
Η ανακεφαλαιοποίησή τους δεν σήμαινε και αναδιάρθρωσή τους. Ούτε σήμανε διασφάλιση ορθών πρακτικών στη διαχείριση του ισολογισμού τους. Παρά το γεγονός ότι η γενεσιουργός αιτία της διάσωσης του 2012 ήταν το PSI, η επίδοσή τους είχε μειωθεί κατακόρυφα από το 2008, δημιουργώντας διαρκώς ελλείμματα περίπου από το 2010. Η μεγαλύτερη ετήσια απώλειά τους ήταν το 2012, αλλά η υποκείμενη μείωση της δυνατότητάς τους να αποφέρουν κέρδη στην πραγματικότητα είναι πολύ πιο επιβλαβής τόσο για τις ίδιες τις τράπεζες όσο και για την ελληνική οικονομία.
Η βασική εξήγηση για τα προβλήματα των τραπεζών είναι η έλλειψη ρευστότητας. Από το 2009, οι διαδοχικές υποβαθμίσεις της πιστοληπτικής ικανότητας τόσο των δικών τους ομολόγων όσο και του ελληνικού δημοσίου αύξησαν το κόστος χρηματοδότησής τους, την ίδια στιγμή που η φυγή των καταθέσεων αύξανε την ανάγκη τους για κάτι τέτοιο. Εχασαν την πρόσβαση στην αγορά το 2009 και από τότε έχουν βασιστεί εξ ολοκλήρου στη βοήθεια του ευρωσυστήματος, τόσο στη χρηματοδότηση από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα όσο και στην έκτακτη παροχή ρευστότητας από τον ELA. Από τον Μάρτιο του 2015, μόνο ο ELA είναι διαθέσιμος, και αυτός υπόκειται αυτή τη στιγμή σε περιορισμό από την ΕΚΤ.
Η εξάρτηση των τραπεζών στη ρευστότητα από τον επίσημο τομέα καθιστά εύκολο να ισχυριστεί κανείς ότι τα προβλήματά τους οφείλονται στον περιορισμό της. Ο περιορισμός της ρευστότητας αναγκάζει τις τράπεζες να αποφύγουν δραστηριότητες που θα μπορούσαν να δημιουργήσουν κενά χρηματοδότησης. Τα δάνεια, εκ της φύσεώς τους, δημιουργούν ένα τέτοιο κενό: αν οι τράπεζες δεν είναι πεπεισμένες ότι θα μπορέσουν να λάβουν χρηματοδότηση ικανή για να ισοσταθμίσουν την παροχή δανείων, δεν θα δανείσουν.
Αλλά ο περιορισμός της ρευστότητας δεν εξηγεί τα πάντα. Μια άλλη πλευρά του πράγματος, αυτή των ισολογισμών των τραπεζών, είναι επίσης υπεύθυνη για την πιστωτική ασφυξία. Από το 2009, τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια έχουν αυξηθεί σημαντικά και τώρα αποτελούν τουλάχιστον το ένα τρίτο των ελληνικών τραπεζικών περιουσιακών στοιχείων. Ορισμένες εκτιμήσεις ανεβάζουν τον αριθμό μέχρι και στο 50%. Οι τράπεζες με υψηλά επίπεδα και αύξηση των μη εξυπηρετούμενων δανείων είναι απρόθυμες και συχνά ανίκανες να δανείσουν: η πρόληψη για την κάλυψη των υφιστάμενων δανειακών χαρτοφυλακίων δεσμεύει το κεφάλαιό τους.
Ο τραπεζικός δανεισμός των Ελλήνων έχει αρχίσει να μειώνεται κάπως το τρέχον έτος. Αυτό δεν είναι κάτι καινούριο. Κατά την περίοδο 2008-2009, για παράδειγμα, ο δανεισμός προς το εσωτερικό από την Εθνική Τράπεζα αυξήθηκε 9%. Ομως, η εικόνα αυτή άλλαξε από το 2011 και μετά. Ο δανεισμός εκείνο το έτος μειώθηκε περισσότερο από 9%. Και παρά την αύξηση κεφαλαίου του 2012, πέφτει αδιάλειπτα έκτοτε. Για μια τράπεζα που υποτίθεται ότι έχει ικανή ρευστότητα, αυτό είναι κακή επίδοση όποιο πρότυπο κι αν πάρει κανείς ως μέτρο -κάτι το οποίο αντανακλάται σε ολόκληρο τον ελληνικό τραπεζικό τομέα. Πρόκειται για μια σοβαρή και παρατεταμένη πιστωτική κρίση.
Δεν έχει γίνει καμία προσπάθεια για τη μεταρρύθμιση των ελληνικών τραπεζών. Πράγματι, η συνεχιζόμενη ύφεση αυξάνει τα επίπεδα των μη εξυπηρετούμενων δανείων τους ακόμα περισσότερο, αποδυναμώνοντας τη φερεγγυότητά τους και καθιστώντας ακόμη λιγότερο πιθανό ότι θα είναι σε θέση να παράσχουν στην οικονομία τα κεφάλαια που τόσο απεγνωσμένα χρειάζεται.
Αλλά η εκκαθάριση των μη εξυπηρετούμενων δανείων από μόνη της δεν θα είναι αρκετή. Ο τοξικός εναγκαλισμός τραπεζών και ελληνικής κυβέρνησης πρέπει να σπάσει. Αυτό σημαίνει εκτεταμένη ανακεφαλαιοποίηση, ιδανικά με κεφάλαια από ιδιωτικές πηγές. Αν δεν υπάρξει επαρκές ιδιωτικό κεφαλαίο, το εργαλείο του bail-in που προβλέπεται από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας είναι πιθανό να χρησιμοποιηθεί.
Αυτό θα σήμαινε, τουλάχιστον, bail-in στα ανασφάλιστα χρέη, και, ενδεχομένως, στα ανώτερα ακάλυπτα ομόλογα και στις ανασφάλιστες καταθέσεις. Το κόστος για την ελληνική οικονομία θα είναι σημαντικό, δεδομένου ότι οι ανασφάλιστες καταθέσεις περιλαμβάνουν το κεφάλαιο κίνησης των ήδη υπό πολιορκία επιχειρήσεων. Θα βοηθούσε αν ο ρυθμός δημοσιονομικής μεταρρύθμισης μπορούσε να χαλαρώσει κατά τη διάρκεια της αναδιάρθρωσης, ή αν αίρονταν οι έλεγχοι κεφαλαίων και οι περιορισμοί ρευστότητας. Δυστυχώς, λόγω των διαθέσεων των πιστωτών, τίποτα από όλα αυτά δε φαίνεται πιθανό.
Θα ήταν προς το συμφέρον όλων των εμπλεκομένων -μετόχων, πιστωτών και καταθετών- οι τράπεζες να αναδιαρθρωθούν χωρίς bail-in. Οι εκδόσεις δικαιωμάτων θα ήταν μια καλή αρχή, αλλά είναι απίθανο να είναι αρκετές. Μπορεί, λοιπόν, να δούμε περαιτέρω ενοποίηση σε έναν ήδη συγκεντρωτικό τομέα, αγορά από άλλες ευρωπαϊκές τράπεζες ή χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, ή τη συμμετοχή από κεφάλαια private equity.
Η αναδιάρθρωση των τραπεζών θα έπρεπε να αποτελεί κορυφαία προτεραιότητα για την κυβέρνηση. Εν συνέχεια, υπό την προϋπόθεση ότι θα διατηρηθεί η δημοσιονομική πειθαρχία και θα συνεχίσει να αποκλείεται ένα Grexit, ο δανεισμός και οι επενδύσεις θα επανέλθουν και οι καταθέσεις θα επιστρέψουν. Ο δρόμος για την ανάκαμψη της Ελλάδας είναι μέσω της τραπεζικής μεταρρύθμισης.