Η κατάσταση της οικονομίας το πρώτο εξάμηνο του 2015 επιδεινώθηκε, καθώς η χώρα επανήλθε σε υφεσιακή τροχιά, αναφέρει, στην τριμηνιαία έκθεσή του, το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή.
Η εκλογική διαδικασία αφενός και, στη συνέχεια, η μη συμφωνία με τους Θεσμούς, επηρέασαν τις επενδυτικές αποφάσεις των επιχειρήσεων και, μετά από μια μικρή αναλαμπή τον Φεβρουάριο, τους καταναλωτές. Παράλληλα ο συνδυασμός της φειδωλής παροχής ρευστότητας από τον έκτακτο μηχανισμό ρευστότητας ELA και της αυξημένης εκροής καταθέσεων που οδηγούσε σε αποθησαύριση του χρήματος επιδείνωνε ακόμη περισσότερο την κατάσταση.
Γεγονός είναι ότι συνεχίσθηκε το κλείσιμο επιχειρήσεων και η ανεργία άρχισε να αυξάνεται πάλι, ενώ οι διάφορες εκκρεμότητες άρχισαν να απειλούν και τον τουρισμό. Εν ολίγοις, η αβεβαιότητα αποτέλεσε τον βασικό προσδιοριστικό παράγοντα για την υφεσιακή τροχιά.
Η αποχώρηση από τις διαπραγματεύσεις, η λήξη του προγράμματος προσαρμογής (τέλος Ιουνίου 2015), η διακοπή της αποπληρωμής δανείων στο ΔΝΤ και η προκήρυξη του δημοψηφίσματος της 5ης Ιουλίου επιδείνωσαν την οικονομική κατάσταση. Πιο συγκεκριμένα, η συνακόλουθη ανασφάλεια που προκλήθηκε, οδήγησε σε ακόμη μεγαλύτερη εκροή καταθέσεων, η οποία σε συνδυασμό με τη διακοπή ρευστότητας από τον ELA, είχαν ως αποτέλεσμα την επιβολή των κεφαλαιακών ελέγχων (capital controls) αυξάνοντας ακόμη περισσότερο το οικονομικό κόστος στο οποίο προστέθηκε και η ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών. Προς στιγμή, η χώρα φάνηκε να βαδίζει προς μια χαοτική χρεοκοπία. Όπως δήλωσε ο πρωθυπουργός στη Βουλή (15.7.2015) η χώρα βρέθηκε, αντιμέτωπη με το δίλημμα ή να αποδεχθεί μια νέα συμφωνία με τους εταίρους, όπως και έγινε τελικά στις 12 Ιουλίου, ή να χρεοκοπήσει και να βρεθεί εκτός Ευρωζώνης αποκομμένη από τους μηχανισμούς αλληλεγγύης της ΕΕ.
Το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή (ΓΠΚΒ) είχε εξ αρχής υποστηρίξει (πριν και μετά από τις εκλογές του Ιανουαρίου 2015) ότι έπρεπε να επιτευχθεί το ταχύτερο δυνατό συμφωνία με τους θεσμούς. Επίσης, σε προηγούμενες εκθέσεις μας είχαμε υποστηρίξει ότι ήταν απαραίτητο ένα τρίτο πρόγραμμα στήριξης, που θα εξασφάλιζε τις χρηματοδοτικές ανάγκες τις χώρας σε μακροπρόθεσμο ορίζοντα, στο βαθμό που δεν ήταν εφικτή η προσφυγή στις αγορές. Όπως αναφέραμε επίσης, το πρόγραμμα αυτό θα έπρεπε να συνοδευτεί και με αναδιάρθρωση του χρέους. Σειρά κειμένων που παρουσίασε διαδοχικά η ελληνική πλευρά στις διαπραγματεύσεις έδειχναν επίσης ότι οι διαφορές μεταξύ Ελλάδας και εταίρων μειώνονταν. Κατά τη γνώμη μας, μια ταχεία κατάληξη σε συμφωνία με τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας (ΕΜΣ) πάνω σε ένα πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων το οποίο θα αποτελεί “ιδιοκτησία” της ελληνικής πλευράς και κοινωνίας, παρά τις πολιτικές – ιδεολογικές δυσκολίες, ήταν και παραμένει σε όρους γενικής ευημερίας προτιμότερη από την παράταση της εκκρεμότητας ή και από μια ενδεχόμενη άτακτη χρεοκοπία. Είναι δηλαδή προτιμότερη ακόμα και με καθαρά οικονομικά κριτήρια.
Σημειώναμε ότι οι συσχετισμοί δύναμης ήταν εξ αρχής δυσμενείς για την Ελλάδα, αναφέρεται στην έκθεση. H διαπραγματευτική θέση της χώρας μας δεν ενισχύθηκε με την παρατεταμένη διαπραγμάτευση, με τις τράπεζες κλειστές, την οικονομία σε ύφεση, τη δημόσια οικονομία σε ακαταστασία, την εμπιστοσύνη να έχει χαθεί (αν και όχι μόνο με ελληνική ευθύνη) και τα μηχανήματα αυτόματης ανάληψης (ΑΤΜ) να αδειάζουν γρήγορα.
Δεν πρέπει όμως να αγνοήσουμε ότι το μεγάλο ερώτημα δεν έχει ακόμα απαντηθεί, αν δηλαδή συνολικά η πολιτική προσαρμογής μπορεί να ολοκληρωθεί ή πετύχει υπό την πίεση του εξωτερικού παράγοντα που λέγεται «θεσμοί». Ελπίζουμε ότι θα συμφωνηθεί ένα πρόγραμμα προσαρμογής με τον ΕΜΣ και ότι δεν θα επαναληφθεί ο πόλεμος τριβής στις συνεχείς διαβουλεύσεις πριν και μετά το νέο πρόγραμμα προσαρμογής. Όμως, η διεθνής εμπειρία δείχνει ότι τα όποια αποτελέσματα επιτυγχάνονται, δεν θα είναι μόνιμα αν η κοινωνία δεν τα αποδέχεται.
Επίσης, η κοινωνία δεν θα τα αποδεχθεί όσο η πολιτική ηγεσία του τόπου δεν εκπέμπει και δεν εξηγεί ένα σαφές μήνυμα (ή όραμα) και όσο δεν υπάρχει ιδιοκτησία (ownership) των μεταρρυθμίσεων που νομοθετούνται. Σημαντικές, πηγές ανησυχίας για την επιτυχία, αποτελούν, η οριακή κατάσταση που βρίσκεται ο κρατικός μηχανισμός στο σύνολό του και η εξάντληση του κοινωνικού σώματος από τα συσσωρευμένα αποτελέσματα της κρίσης που έχει περιέλθει η ελληνική οικονομία από το 2010.
Το καλό νέο: Η προκαταρκτική συμφωνία για τα επόμενα βήματα
Η δήλωση της Συνόδου Κορυφής6 καθόρισε ουσιαστικά έναν οδικό χάρτη για να επιτευχθεί μέσα σε λίγες εβδομάδες μια νέα τριετής συμφωνία με χρηματοδοτική στήριξη και πρό-γραμμα προσαρμογής με τον ΕΜΣ στη βάση του προβλεπόμενου «μνημονίου συνεννόησης» (Memorandum of Understanding). Περιλαμβάνει όμως προαπαιτούμενα και χρηματοδοτική κάλυψη επειγουσών αναγκών («χρηματοδοτική γέφυρα»). Στο πλαίσιο αυτό θα χορηγηθεί νέο δάνειο στην Ελλάδα (βλ. πιο κάτω) , στο οποίο θα συμπεριλαμβάνονται και τα ποσά που δεν αξιοποιήθηκαν του προηγούμενου (δεύτερου) προγράμματος («μνημονίου»).
Επομένως είναι μια συμφωνία για το πώς θα καταλήξουμε σε συμφωνία εντός αφόρητα στενών προθεσμιών. Και ασκεί μεγάλη πίεση στο πολιτικό μας σύστημα. Μέχρι να φθάσουμε στο νέο «μνημόνιο συνεννόησης» οι διαπραγματεύσεις θα είναι σκληρές γιατί μετά τα προαπαιτού-μενα, η ελληνική κυβέρνηση πρέπει να συνεργασθεί με τα τεχνικά κλιμάκια των θεσμών για να συγκεκριμενοποιήσει προτάσεις (μαζί με ένα ξεκάθαρο χρονοδιάγραμμα για νομοθέτηση και υλοποίηση) σε πολύπλοκα θέματα όπως το ασφαλιστικό και οι εργασιακές σχέσεις. Σε όλα αυτά υπάρχουν περιθώρια ερμηνείας της Δήλωσης της Συνόδου Κορυφής. Οι τελικές επιλογές θα αποτυπωθούν στο νέο μνημόνιο συνεννόησης με τον ΕΜΣ και το ΔΝΤ.
Μέχρι τη Σύνοδο Κορυφής, η ελληνική κυβέρνηση είχε να αντιμετωπίσει ένα πρόβλημα αξιοπιστίας στο εξωτερικό. Μετά τη συμφωνία και την έναρξη διαδικασιών εφαρμογής της, έχει να αντιμετωπίσει και ένα πρόβλημα αξιοπιστίας στο εσωτερικό της χώρας, αφού το προηγούμενο διάστημα συντηρούσε ανεδαφικές, όπως αποδείχθηκε με βάση το αποτέλεσμα των διαπραγματεύσεων, προσδοκίες, που εκδηλώθηκαν εκκωφαντικά στο 62% ΟΧΙ του δημοψηφίσματος. Αυτό το εσωτερικό πρόβλημα αξιοπιστίας μπορεί να έχει πολιτικές, κοινωνικές και οικονομικές επιπτώσεις, παρά το γεγονός ότι η απόφαση του πρωθυπουργού να καταλήξει σε συμφωνία αποτελεί πράξη ευθύνης - λαμβάνοντας ως δάνειο τον όρο από τον Max Weber. Αντίστοιχα, πράξη ευθύνης αποτελεί και η στήριξη που παρείχαν κόμματα της αντιπολίτευσης.
Το προσύμφωνο της 12ης Ιουλίου χαρακτηρίζεται από μια προφανή εγγενή ασυμμετρία: Τα φορολογικά και άλλα μέτρα έχουν υφεσιακό χαρακτήρα. Αντίθετα, οι μεταρρυθμίσεις, που θα εξουδετέρωναν αυτές τις επιπτώσεις, αποδίδουν μόνο σε βάθος χρόνου και μάλιστα υπό τον όρο ότι θα έχουμε πολιτική και κοινωνική σταθερότητα. Συναφώς, εκκρεμούν αλλαγές στο μέγεθος και τις δομές του κράτους (π.χ. κατάργηση οργανισμών και ολόκληρων τμημάτων που δεν έχουν σήμερα λόγο ύπαρξης) καθώς και αλλαγές στο πλαίσιο λειτουργίας του ιδιωτικού τομέα και συναφώς της σχέσης δημόσιου-ιδιωτικού τομέα. Επίσης, όπως επισημαίνει και ο Γενικός Επιθεωρητής Δημόσιας Διοίκησης Λέανδρος Ρακιντζής στην πρόσφατη ετήσια έκθεσή του, πρέπει να καθιερωθούν οι κατάλληλοι μηχανισμοί που θα επιτάχυναν τους σχετικούς ελέγχους, να εξαλειφθεί η διακριτική ευχέρεια πολιτικών προϊσταμένων να παρεμβαίνουν με την επίκληση της λεγόμενης «πολιτικής βούλησης», να γίνεται ουσιαστική αξιολόγηση των δημοσίων φορέων και του ανθρώπινου δυναμικού τους κλπ. Όλα αυτά απαιτούν χρόνο και προσωπικό.
Τέλος, η συμμετοχή στο πρόγραμμα Juncker για την ανάπτυξη θέλει χρόνο για να οργανωθεί και να αποδώσει. Εξαρτάται μάλιστα εν πολλοίς από τον ίδιο τον ιδιωτικό τομέα και την πλευρική στήριξη της Πολιτείας. Όμως, παρά ταύτα, η προκαταρκτική συμφωνία θα πρέπει να κριθεί στο σύνολό της, όπως τονίζει και ο υπουργός οικονομικών Ε. Τσακαλώτος.
Στο πλαίσιο Ι, στο τέλος της ενότητας αυτής, παραθέτουμε τα κύρια σημεία της Δήλωσης- Συμφωνίας.
Κρίσιμες για την επιτυχία της νέας συμφωνίας, θα είναι οι μεταρρυθμίσεις. Η μεταρρυθμιστική διαδικασία θα συνεχισθεί όταν, μετά τα προαπαιτούμενα, αρχίσει η συγκεκριμενοποίησή τους που θα επιτρέψει τη διαπραγμάτευση ενός νέου «μνημονίου κατανόησης» (Memorandum of Understanding, MoU) με τους θεσμούς στο πλαίσιο του ΕΜΣ. Ο δρόμος είναι μακρύς. Το μείζον διακύβευμα ήταν και παραμένουν οι βαθιές αλλαγές στον τρόπο λειτουργίας του κράτους, των ιδιωτών και στις μεταξύ τους σχέσεις, τα οποία εν συνόλω καθορίζουν την οικονομία.
Επιπλέον, τονίζουμε τα εξής:
Με τη συμφωνία της 12ης Ιουλίου στη Σύνοδο Κορυφής η Ελλάδα απέφυγε απότομη χρεοκοπία με χαοτικά και απρόβλεπτα αποτελέσματα που θα είχαν ανυπολόγιστες οι κονομικές, κοινωνικές και πολιτικές επιπτώσεις και ενδεχόμενη έξοδο από την Ευρωζώνη. Μια πρώτη ιδέα για το τι θα συμβεί αν δεν εφαρμοσθεί η συμφωνία της 12ης Ιουλίου μας έδωσαν οι εξελίξεις μετά την εισαγωγή των ελέγχων στην κίνηση κεφαλαίων (capital controls) και την προκήρυξη του δημοψηφίσματος. Αν μάλιστα καταλήξουμε σε επιστροφή στη δραχμή, η χώρα κινδυνεύει να εμπλακεί σε ένα φαύλο κύκλο υποτιμήσεων και πληθωρισμού. Το ΔΝΤ έχει υπολογίσει ότι η υποτίμηση έναντι του Ευρώ θα ήταν 50%, πράγμα που θα σήμαινε δραστική μείωση της αξίας των καταθέσεων και άλλων αποταμιεύσεων, οι τιμές των εισαγόμενων προϊόντων θα αυξάνονταν και θα ωθούσαν τον πληθωρισμό στο 35% και το ΑΕΠ θα μειωνόταν κατά 8%. Συνοπτικά, η τελική συμφωνία με τους θεσμούς, που πλέον διαφαίνεται στον ορίζοντα, είναι σημαντική για να αποφύγουμε τα χειρότερα βραχυχρόνια και να μην εισέλθουμε σε ένα αβέβαιο τοπίο μακροχρόνια.
Τα μέτρα, ως σύνολο, αντέχουν στην οικονομική κριτική καθώς δεν περιορίζονται σε αυξήσεις φόρων. Επομένως ο συμβιβασμός, μπορεί να καταστεί οικονομικά βιώσιμος, δεδομένου κιόλας ότι περιέχει μια σημαντική αναπτυξιακή πτυχή (ορισμένες κρίσιμες μεταρρυθμίσεις + χρηματοδοτήσεις) και μπορεί να μειώσει γρήγορα την αβεβαιότητα. Ο φόβος ότι θα αποτύχει ή ότι «έχει ήδη αποτύχει» ελέγχεται ως προς τη δυνατότητά του να συμπεριλάβει όλες τις πτυχές ή ως προς την ορθότητά του. Ειδικά τα στοιχεία της συμφωνίας που αφορούν σε χρηματοδοτήσεις, βοήθεια και επενδύσεις είναι κρίσιμα για να εξουδετερωθούν (αν όχι το 2015, το 2016) οι υφεσιακές επιπτώσεις των νέων μέτρων. Η συμφωνία θα ανοίξει τον δρόμο για ομαλή εφαρμογή του ΕΣΠΑ και εν μέρει πρόσθετες χρηματοδοτήσεις μέσω του προγράμματος αγοράς κρατικών ομολόγων της ΕΚΤ («πρόγραμμα Draghi») και εφόσον η Ελλάδα αρχίσει να βγαίνει στις αγορές. Στο ζήτημα του χρέους αναφερόμαστε πιο κάτω.
Το επιχείρημα ότι μετά την έξοδο από την Ευρωζώνη και ένα αρχικό «σοκ» η οικονομία θα ανέκαμπτε γρήγορα κυρίως γιατί η υποτίμηση θα βελτίωνε την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας είναι έωλο γιατί, ανάμεσα σε άλλα, παραγνωρίζει ότι (α) με την έξοδο από την Ευρωζώνη θα έκλεινε η στρόφιγγα των εξωτερικών πόρων, (β) η επιστροφή στη δραχμή θα οδηγούσε κατά πάσα πιθανότητα στον φαύλο κύκλο υποτιμήσεων και πληθωρισμού και εν τέλει σε μια ακόμα σκληρότερη λιτότητα (γ) δεν εξαλείφει τις διαρθρωτικές υστερήσεις της χώρας και (δ) σε τέτοιες διεργασίες πληρώνουν τον λογαριασμό οι ευάλωτες κοινωνικές ομάδες! Όλα αυτά χωρίς να υπολογίσουμε τις χαοτικές καταστάσεις που θα προκαλούσε μεταβατικά η παντελής έλλειψη προετοιμασίας για την έξοδο από την Ευρωζώνη, για την οποία φαίνεται ότι έγιναν απλώς ασκήσεις επί χάρτου.
Είναι γενικά παραπλανητικό, μολονότι δεν παραβλέπουμε κάποιες αναλογίες, να συγκρίνεται η Δήλωση της Συνόδου Κορυφής με τη Συνθήκη των Βερσαλλιών η οποία τότε επέβαλε στη Γερμανία τεράστιες αποζημιώσεις για τις καταστροφές που προκάλεσε στους γείτονες, ενώ η Σύνοδος Κορυφής προβλέπει αντίθετα την αποκατάσταση της ο-μαλής ροής δανείων και δωρεάν βοήθειας στην Ελλάδα.
Ο χαρακτηρισμός της Δήλωσης της Συνόδου Κορυφής ως «πραξικόπημα» είναι, κατά την άποψή μας, παραπλανητικός και δεν διευκολύνει τις πολιτικές επιλογές της κυβέρνησης, καθώς εμποδίζει την ορθολογική συζήτηση για συγκεκριμένα μέτρα και μεταρ-ρυθμίσεις, όπως είναι ο νέος κώδικας πολιτικής δικονομίας και η ένταξη της χώρας στο ενιαίο ευρωπαϊκό πλαίσιο για την εξυγίανση των τραπεζών. Η Δήλωση εκείνη έχει υπογραφεί από την ελληνική κυβέρνηση μετά από προηγούμενη εξουσιοδότηση της Βουλής για διαπραγμάτευση με μεγάλη πλειοψηφία, και κυρώθηκε από τη Βουλή με νόμο! Η Βουλή ψήφισε επίσης τους νόμους με τα προαπαιτούμενα και θα ψηφίσει την τελική συμφωνία (δανειακή σύμβαση και μνημόνιο) με τον ΕΜΣ. Εκτός τούτου, υπήρχε εναλλακτική επιλογή η οποία θα οδηγούσε σε παράταση του αδιεξόδου στις διαπραγματεύσεις, με πιθανές εκβάσεις την άτακτη χρεοκοπία και την έξοδο από την Ευρωζώνη, την οποία κυβέρνηση και πλειοψηφία στη Βουλή και - όπως δείχνουν οι δημοσκοπήσεις - η κοινή γνώμη απέρριπταν.
Από θεσμική άποψη η συμφωνία της 12ης Ιουλίου ισοδυναμεί με «μερική αλλαγή καθεστώτος», με την έννοια ότι θα εξαλειφθούν οι παθογένειες του σημερινού προτύπου θεσμικής οργάνωσης της οικονομίας το οποίο αποτυγχάνει τόσο στο δημόσιο όσο και στον ιδιωτικό τομέα. Οι μεταρρυθμίσεις αυτές έπρεπε να είχαν γίνει από καιρό (με ή χωρίς μνημόνια, π.χ. νέος κώδικας Πολιτικής Δικονομίας, ασφαλιστικό, τριγωνικές συναλλαγές, φορολογικό σύστημα, μηχανισμοί είσπραξης και ελέγχου φόρων και εισφορών, φορολόγηση πλούτου ala Bofinger, περιουσιολόγιο, καθεστώς προμηθειών και διαγωνισμών στο δημόσιο με έλεγχο ποιότητας, οργάνωση κοινωνικής οικονομίας ). Αν τώρα πραγματοποιηθούν με συνέπεια, έστω υπό τις παρούσες δυσμενείς συνθήκες, τότε οι εσωτερικές δομές τη χώρας σε Δημόσια Διοίκηση, Δικαιοσύνη, φορολογικούς θεσμούς, ρυθμιστικό σύστημα των αγορών κλπ. θα προσαρμοσθούν στα δεδομένα της ΕΕ και θα επιτρέψουν την επιστροφή σε διατηρήσιμη (δηλαδή όχι πρόσκαιρη) ανάπτυξη, σε συνδυασμό βεβαίως με την περαιτέρω ροή εξωτερικών πόρων για την ανάπτυξη. Άλλως, το βάρος θα πέσει πάλι στη μείωση των μισθών που επιδρά δυσμενώς στις μακροπρόθεσμες προοπτικές. Κατά τη γνώμη μας, η ελληνική οικονομία και κοινωνία έχει ανεκμετάλλευτες αναπτυξιακές δυνατότητες που θα αξιοποιηθούν μετά από μια (επώδυνη πάντως) διαδικασία προσαρμογής σε συνδυασμό με στοιχεία κοινωνικής δικαιοσύνης.
Σε βραχυχρόνια οπτική αναμένουμε, υιοθετώντας τη συμβατική οικονομική προσέγγιση, ότι, με την αποκατάσταση της εμπιστοσύνης (στο βαθμό που θα επιτευχθεί γοργά) και την επιταχυμένη εισροή πόρων της Ένωσης, θα συγκρατηθεί η πτώση του ΑΕΠ εφέτος και πολύ περισσότερο το 2016 γιατί, απλά, και η καταναλωτική ζήτηση θα σταθεροποιηθεί και μέρος τουλάχιστον των αποταμιεύσεων θα επιστρέψει στις τράπεζες. Βέβαια η αισιόδοξη αυτή προοπτική δεν θα επιβεβαιώνεται όσο διαρκούν οι διαπραγματεύσεις με το ΔΝΤ, και η συνακόλουθη ελληνική και διεθνής πολιτική αναταραχή που συνοδεύει αυτήν την διαπραγμάτευση. Η επενδυτική δραστηριότητα, διστακτικά έστω, θα αναθερμανθεί όχι μόνο λόγω ζήτησης, αλλά και λόγω των ιδιωτικοποιήσεων (κατά το βαθμό που θα συνοδεύονται από ε-πενδύσεις) και άλλων μεταρρυθμίσεων που θα μειώσουν τη σημερινή αβεβαιότητα. Οι κίνδυνοι δεν είναι εγγενώς οικονομικοί, αλλά πολιτικοί. Το κύριο πρόβλημα επικεντρώνεται στο γεγονός ότι η Ευρώπη δρώντας ως παίκτης που αποστρέφεται ισχυρά τον “ηθικό κίν-δυνο”, ενισχύει τον “πολιτικό κίνδυνο. Το ερώτημα είναι, με άλλα λόγια, αν θα αντέξει η πολιτική.
Ήδη πάντως, μετά την ψήφιση των προαπαιτούμενων
η ΕΚΤ αύξησε την στήριξη των τραπεζών μέσω του ELA κατά € 900 εκ. δύο φορές με σκοπό τη σταδιακή εξομάλυνση της τραπεζικής κατάστασης, ενώ
το Eurogroup ενέκρινε στις 17 Ιουλίου μια ενδιάμεση χρηματοδότηση της χώρας ύψους €7 δισ. από τον ΕΜΣ προκειμένου να εκπληρώσει η Ελλάδα άμεσες υποχρεώσεις κυρίως προς ΔΝΤ και ΕΚΤ. Με τον τρόπο αυτό η χώρα απέφυγε την χρεοκοπία. Επίσης προς συζήτηση είναι πρόσθετη ενδιάμεση χρηματοδότηση.
Ταυτόχρονα η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ανακοίνωσε μέτρα για την επιτάχυνση και διευκόλυνση της εισροής πόρων από τα Ταμεία της ΕΕ.