Ως χρονιά-ορόσημο για την πορεία της χώρας θα μπορούσε να περιγραφεί το 2016, καθώς όλα δείχνουν να κινούνται σε τεντωμένο σχοινί και να αγγίζουν τα όριά τους.
Από τις αντοχές της κοινωνίας, μέχρι εκείνες της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας, αλλά και της οικονομίας. Διεθνείς αλλά και εγχώριοι πολιτικοί παρατηρητές συμφωνούν σε ένα σημείο: η Ελλάδα βρίσκεται ίσως στο πιο κρίσιμο μεταπολιτευτικά «σταυροδρόμι» και τους προσεχείς μήνες, αυτοί που διαχειρίζονται το μέλλον του τόπου, ήτοι το πολιτικό προσωπικό της χώρας, με πρώτο τον πρωθυπουργό, θα κληθούν να λάβουν γενναίες αποφάσεις, που εν πολλοίς θα κρίνουν το μέλλον της.
Υπ’ αριθμόν ένα ζητούμενο για την ομαλή αναπτυξιακή πορεία της χώρας, αποτελεί αδιαμφισβήτητα η πολιτική σταθερότητα. Στην Ελλάδα της ύφεσης, των μνημονίων και της μεταρρυθμιστικής στασιμότητας, που τα τελευταία χρόνια άφησαν ανεξίτηλο το στίγμα τους, ο παράγοντας αυτός δείχνει να είναι άρρηκτα συνδεδεμένος από την πορεία της οικονομίας. Αυτή είναι εξάλλου που καθόρισε τις πολιτικές εξελίξεις και έκρινε την τύχη των κυβερνήσεων της πενταετίας που πέρασε, ενώ με τη σειρά της και η οικονομία δείχνει να εξαρτάται απόλυτα από τη σταθερότητα και την αποφασιστικότητα της εκάστοτε κυβέρνησης. Δεν είναι λίγοι εκείνοι που σημειώνουν με έντονα κριτική διάθεση ότι «το μνημόνιο έχει έως τώρα ‘καθαρίσει’ πέντε κυβερνήσεις και τέσσερις πρωθυπουργούς, ενώ ήδη ροκανίζει επικίνδυνα και τα θεμέλια της παρούσας κυβέρνησης».
Σε τεντωμένο σκοινί οικονομία και πολιτικό σύστημα
Η βίαιη προσαρμογή των Ελλήνων πολιτικών της ανέξοδης παροχολογίας και των υποσχέσεων, στα στενά περιθώρια των συμφωνιών με τους Ευρωπαίους δανειστές και στην ανάγκη απαρέγκλιτης εφαρμογής -για πρώτη φορά στα χρονικά- σκληρών όρων και γενναίων μεταρρυθμίσεων, «ωρίμασε» αναγκαστικά τόσο τους ίδιους όσο και το εκλογικό σώμα. Ακόμη και η τακτική καθυστερήσεων, ασαφειών και υιοθέτησης διαφορετικής ρητορικής εντός και εκτός συνόρων, αποδείχθηκε με το πέρασμα του χρόνου αναποτελεσματική, καταδικάζοντας τους εμπνευστές της είτε στη θέση της αντιπολίτευσης, είτε στην εκ βάθρων αλλαγή της πολιτικής, ακόμη και της ιδεολογίας τους, με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα εκείνο του ΣΥΡΙΖΑ, της «πρώτης φοράς Αριστερά».
Στο σκηνικό αυτό που έχει διαμορφωθεί καλείται, όπως όλα δείχνουν, ο Αλ. Τσίπρας από τους πρώτους κιόλας μήνες της νέας χρονιάς, να λάβει αποφάσεις που θα κρίνουν την πορεία της κυβέρνησής του. Με τις δημοσκοπήσεις να καταγράφουν ραγδαία φθορά της εικόνας της κυβέρνησης και το πολιτικό κεφάλαιο του ίδιου -αν και παραμένει ίσως το μόνο «ατού»- να κινδυνεύει και αυτό με σημαντικές απώλειες αν η κατάσταση συνεχιστεί, αλλά και τους βουλευτές του να εμφανίζουν ήδη, μόλις τρεις μήνες μετά τη μεγάλη εκλογική νίκη του Σεπτέμβρη, μεταρρυθμιστική κόπωση, ο πρωθυπουργός καλείται να φέρει προς ψήφιση κρίσιμα και ιδιαιτέρως αντιλαϊκά μέτρα, μεταξύ των οποίων το ασφαλιστικό, τη φορολογία των αγροτών, αλλά και το δεύτερο πακέτο «κόκκινων δανείων».
Σε τεντωμένο σκοινί οικονομία και πολιτικό σύστημα
Την ίδια ώρα, οι πιέσεις του κουαρτέτου για εφαρμογή των προαπαιτουμένων και έγκαιρη ολοκλήρωση των συμφωνηθέντων, καθώς χωρίς αυτά δεν πρόκειται να προχωρήσει η αξιολόγηση, ούτε βέβαια να ανοίξει η «πολυπόθητη» συζήτηση για το χρέος -που αποτελεί ένα από τα τελευταία «όπλα» του Αλ. Τσίπρα- καθιστούν σαφές στο Μαξίμου, ότι χωρίς μεταρρυθμίσεις, ανάκαμψη της οικονομίας και «ειρήνη» στις σχέσεις με τους δανειστές, η κυβέρνηση δεν μπορεί να μακροημερεύσει.
Το μεγάλο ερώτημα που τίθεται είναι αν η παρούσα κυβερνητική πλειοψηφία μπορεί να αντεπεξέλθει επιτυχώς στις μεγάλες κοινοβουλευτικές δοκιμασίες που καλείται να αντιμετωπίσει. Από το Μαξίμου διαμηνύουν σε όλους τους τόνους ότι το μέτωπο των 153 είναι αρραγές, οι βουλευτές γνώριζαν ήδη από τις εκλογές τι καλούνται να εφαρμόσουν και ουδείς θα προχωρήσει σε κινήσεις διαφοροποίησης που θα έθεταν σε κίνδυνο την πορεία της κυβέρνησης. Κατά συνέπεια απορρίπτουν διαρκώς οποιοδήποτε σενάριο οικουμενικής ή κυβέρνησης συνεργασίας. Καθώς όμως η συμμαχία με τους ΑΝΕΛ δεν φαίνεται να προχωρεί λόγω των ιδεολογικών διαφορών που χωρίζουν τα δύο κόμματα και εσχάτως έχουν αρχίσει να αναδύονται, ενώ και βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ εμφανίζονται καθημερινά όλο και πιο προβληματισμένοι για το «πόσες υποχωρήσεις πρέπει ακόμη να κάνουν και να δικαιολογήσουν στους ψηφοφόρους τους», θεωρείται βέβαιο ότι το Μαξίμου θα αναζητήσει σύντομα εναλλακτικές λύσεις. Και στο σημείο αυτό θα κληθεί να αποσαφηνίσει πώς ακριβώς εννοεί την κοινοβουλευτική διεύρυνση, αφού η κατά περίπτωση στήριξη από βουλευτές της αντιπολίτευσης επί μέρους άρθρων και νομοσχεδίων δεν αποτελεί μακροπρόθεσμη λύση και σίγουρα η κυβέρνηση δεν μπορεί να την αναμένει στις δύσκολες μεταρρυθμίσεις, όπως το ασφαλιστικό.
Η ψήφιση, εξάλλου, του Συμφώνου Συμβίωσης με ευρεία πλειοψηφία αλλά και το κάλεσμα του Αλ. Τσίπρα για «συστράτευση των δημοκρατικών δυνάμεων», κάθε άλλο παρά τυχαία ήταν. Οι πληροφορίες επιμένουν ότι το Μαξίμου εδώ και μέρες έχει «ρίξει δίχτυα» και βολιδοσκοπεί βουλευτές από άλλα κόμματα (Ποτάμι, Ενωση Κεντρώων) ώστε να πειστούν και να υπερψηφίσουν ορισμένες από τις κυβερνητικές δράσεις. Κάποιοι μάλιστα υπενθυμίζουν ότι στο «οπλοστάσιο» του πρωθυπουργού, εντάσσεται και ενδεχόμενος ανασχηματισμός μετά τις γιορτές, με τον οποίο θα μπορούσαν να «αξιοποιηθούν» και πρόσωπα από άλλους πολιτικούς χώρους.
Η ΝΔ και τα σενάρια Οικουμενικής
Το σκηνικό που διαμορφώνεται μετεκλογικά στη ΝΔ, με την επικράτηση του Κέντρου και των πιο μετριοπαθών φωνών, είναι σίγουρο ότι βάζει νέα δεδομένα στην πολιτική σκακιέρα. Στο πλαίσιο αυτό μάλιστα, πολλοί εκτιμούν ότι η οριστική αποσαφήνιση του προσώπου που θα αναλάβει τα ηνία της αξιωματικής αντιπολίτευσης, θα σημάνει και την απαρχή σημαντικών πολιτικών εξελίξεων. Άλλωστε και οι δύο υποψήφιοι που μπήκαν στο δεύτερο γύρο της εκλογικής κούρσας, εμφανίζουν μεγαλύτερη διάθεση «συνεργασίας» και διαλόγου από τους ανθυποψηφίους που έμειναν εκτός, γεγονός που από μόνο του αποδεικνύει και τις διαθέσεις των ψηφοφόρων της ΝΔ, οι οποίοι έστειλαν μήνυμα συνεργασίας.
Η δημοσιοποίηση εξάλλου των επαφών Καραμανλή - Τσίπρα, ήδη από την κρίσιμη περίοδο του περασμένου Ιουλίου, αλλά και οι άκρως θετικές αναφορές των συνεργατών του πρώην πρωθυπουργού για τον κ. Τσίπρα, απέδειξαν πέραν πάσης αμφιβολίας αυτό που εδώ και καιρό συζητείτο στα πολιτικά πηγαδάκια: το «πολιτικό φλερτ» διαρκείας, της στενής ομάδας των καραμανλικών με το σύστημα εξουσίας του Μαξίμου. Το ερώτημα κατά συνέπεια που προκύπτει είναι αν αυτό μπορεί να οδηγήσει μελλοντικά σε συνεννόηση ή ακόμη και συνύπαρξη για τη στήριξη κρίσιμων νομοθετημάτων που συνδέονται με το τρίτο μνημόνιο.
Η ταυτόχρονη απομόνωση των «ακραίων» φωνών και εντός του ΣΥΡΙΖΑ, που μετά τις τελευταίες εκλογές και τη συνολική «εκκαθάριση» στις βουλευτικές του λίστες δείχνει επίσης να κινείται σε πιο μετριοπαθείς και ρεαλιστικούς δρόμους, είναι φυσικό να πολλαπλασιάζει τις δυνατότητες συνεννόησης και να εντείνει τα σχετικά σενάρια. Ακόμη και η επιλογή του Αλ. Τσίπρα, τον τελευταίο μήνα, να επενδύσει στην πόλωση, δικαιολογείται από πολλούς ως ύστατη προσπάθεια συσπείρωσης της κοινοβουλευτικής του ομάδας και όχι ως μια μόνιμη τακτική που θα συνεχιστεί και το μέλλον.
Προεδρική παρέμβαση
Στο συνολικότερο σκηνικό «συνεννόησης» που καλλιεργείται, ιδιαίτερη σημασία δείχνει να έχει και ο ρόλος του Πρ. Παυλόπουλου. Ήδη το πρώτο άνοιγμα έγινε από την πρώτη θητεία της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, με την απόφαση του Αλ. Τσίπρα να προτείνει για το ανώτατο πολιτειακό αξίωμα, ένα πρόσωπο του περιβάλλοντος του Κ. Καραμανλή.
Ωστόσο η αποκάλυψη ότι ο κ. Παυλόπουλος ήταν εκείνος που ανέλαβε την πρωτοβουλία για το τηλεφώνημα του Κ. Καραμανλή με τον πρωθυπουργό πριν από την κρίσιμη Σύνοδο Κορυφής, ήρθε να επιβεβαιώσει ότι ο Πρόεδρος λειτουργεί ως «δίαυλος» επικοινωνίας ανάμεσα στις δύο πλευρές, προκρίνοντας σαφώς τη συνεργασία ενόψει των δύσκολων αποφάσεων που πρέπει να ληφθούν στο προσεχές μέλλον.
Σύμφωνα με πληροφορίες, μάλιστα, δεν αποκλείεται να χρησιμοποιηθεί ως ένα πρώτο βήμα? σύγκλισης το πεδίο της Συνταγματικής Αναθεώρησης. Στο πλαίσιο αυτό, θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ως «πυξίδα» η παλαιότερη εισήγηση του κ. Παυλόπουλου, η οποία αποτελούσε και πρόταση της ΝΔ για την αναθεώρηση που δεν έγινε ποτέ, λόγω της άγονης διαδικασίας εκλογής Προέδρου της Δημοκρατίας, η οποία οδήγησε στις εκλογές του περασμένου Γενάρη.
Πολιτικές εξελίξεις το 2016, «βλέπουν» ξένοι αναλυτές
Τα μεγάλα αγκάθια με τα οποία θα βρεθεί αντιμέτωπη η χώρα το αμέσως προσεχές διάστημα, αλλά και τις αποφάσεις που θα κληθεί να λάβει ο πρωθυπουργός, δεν είναι ζήτημα που απασχολεί μόνο τον εσωτερικό πολιτικό διάλογο, καθώς ανάλογες διαπιστώσεις διατυπώνονται και εκτός των τειχών. Στο πλήθος δημοσιευμάτων του διεθνούς Τύπου που κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου στην κυβέρνηση για την οποία εκτιμούν ότι «ο χρόνος της τελειώνει» ήρθε να προστεθεί, προ ημερών, και η ετήσια έκθεση του Ιδρύματος Κόνραντ Αντενάουερ, που προβλέπει κρίσιμες εξελίξεις. «Ο κυβερνητικός συνασπισμός και μαζί του και ο ίδιος ο πρωθυπουργός, Αλ. Τσίπρας, βρίσκονται στο τέλος της χρονιάς σε μία ιδιαίτερα εύθραυστη θέση», αναφέρει, μεταξύ άλλων, ενώ προεξοφλεί πως «το νέο έτος θα ξεκινήσει θυελλώδες για την Ελλάδα».
«Ο λαός -ειδικά μετά τις πομπώδεις προεκλογικές υποσχέσεις του ΣΥΡΙΖΑ- αναμένει εν τω μεταξύ σταθερότητα, συναινετικό προσανατολισμό και πολιτική ουσίας: Μία επιθυμία κάτι παραπάνω από κατανοητή στο τέλος του 2015», υπογραμμίζει, αποτυπώνοντας με τον πλέον κατηγορηματικό τρόπο τα στοιχήματα και τις προσδοκίες της νέας χρονιάς.
«Το 2016 μπορεί να φέρει νέο γύρο προβλημάτων για την Ελλάδα, η οποία μόλις την περασμένη εβδομάδα μετά βίας ξεπέρασε μια ακόμη διαμάχη με τους διεθνείς πιστωτές της», όπως σημειώνει δημοσίευμα του CNBC. Η απόσυρση του λεγόμενου «παράλληλου προγράμματος», αν και ήταν μία βραχυπρόθεσμη ήττα για τον Αλέξη Τσίπρα, έδωσε πρόσβαση στο ένα δισ. ευρώ.
«Τόσο η προθυμία της κυβέρνησης για μεταρρυθμίσεις όσο και η εσωτερική συνοχή της φαίνονται αδύναμες, και αυτό είναι κακός οιωνός για το θέμα του συνταξιοδοτικού», σημειώνει στο CNBC ο Στάθης Καλύβας, καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο του Υale. Οπως σημειώνει το CNBC, αυτή είναι μία τεράστια πρόκληση, αφού η ελληνική κυβέρνηση πρέπει να πείσει τους δανειστές ότι μπορεί να μειώσει τις δαπάνες κατά 1% του ΑΕΠ μέσω περικοπών στις συντάξεις. Ωστόσο, κάποιοι από τους Έλληνες βουλευτές έχουν καταστήσει σαφές πως δεν θα στηρίξουν μια νέα περικοπή των συντάξεων. Στο μεταξύ οι αναλυτές προβλέπουν πως η κυβέρνηση θα χάσει την πλειοψηφία της, βουλιάζοντας σε πολιτική κρίση για ακόμη μια φορά. Ο Στάθης Καλύβας σημειώνει επίσης πως «αυτή τη στιγμή, η χρηματοδότηση των συντάξεων που ήδη υπάρχουν είναι ανεπαρκής και η διαδικασία θα επιδεινωθεί λόγω της δημογραφικής ανισορροπίας της Ελλάδας».
Ο Kevin Featherstone του London School of Economics τονίζει πως η πίεση από την προσφυγική κρίση μπορεί επίσης να επηρεάσει την ικανότητα της Ελλάδας να προχωρήσει σε μεταρρυθμίσεις, αλλά και την προθυμία των Ευρωπαίων πιστωτών να αντιμετωπίσουν ακόμη μια κατάρρευση της Ελλάδας.
S&P: Κίνδυνος στάσης πληρωμών
Στο «μικροσκόπιο» των μεγάλων ξένων οίκων αξιολόγησης παραμένει η ελληνική οικονομία, καθώς κυριαρχεί ο προβληματισμός για την έκβαση της κατάστασης στην Ελλάδα στις αρχές του έτους και την υλοποίηση ή μη δυσμενών σεναρίων.
Σύμφωνα με τη Standard & Poor’s, βάσει έκθεσης που είδε χθες το φως της δημοσιότητας στον ηλεκτρονικό Τύπο, δεν έχει εκλείψει ο κίνδυνος μιας νέας στάσης πληρωμών από την Ελλάδα, το 2016 καθώς οι πολιτικές αντιδράσεις στο επώδυνο πρόγραμμα προσαρμογής είναι ο νούμερο ένα κίνδυνος για την προοπτική της χώρας.
Ο ξένος οίκος υποστηρίζει δε πως η τρέχουσα αξιολόγησή του για την Ελλάδα, αντικατοπτρίζει τη σχεδόν απόλυτη εξάρτηση της ελληνικής κυβέρνησης σε ευνοϊκές επιχειρηματικές, χρηματοοικονομικές και οικονομικές συνθήκες για να ανταποκριθεί στις δανειακές της υποχρεώσεις το επόμενο δωδεκάμηνο, που σημαίνει για τους αναλυτές του οίκου ότι μία στάση πληρωμών, αν και λιγότερο πιθανή σε σχέση με τον προηγούμενο Ιούνιο, εξακολουθεί να αποτελεί μία πιθανότητα.