Ενα ακόμη μισθολόγιο μπαίνει σε εφαρμογή από τον νέο χρόνο για τους εργαζόμενους στο Δημόσιο, μετά την ψήφιση των σχετικών ρυθμίσεων από τη Βουλή.
Είναι πολλοί εκείνοι που προσπαθούν να αποκρυπτογραφήσουν τις διατάξεις και να εντοπίσουν τους χαμένους και τους κερδισμένους από αυτή τη νέα παρέμβαση στο σύστημα αμοιβών στο Δημόσιο.
Μάταιος κόπος, αφού καμιά ουσιαστική μεταβολή δεν προβλέπεται να επέλθει στα οικονομικά των δημοσίων υπαλλήλων ούτε με το νέο μισθολόγιο. Οι αποδοχές θα παραμείνουν χαμηλές, όπως αυτές διαμορφώθηκαν τα τελευταία χρόνια μετά τις μεγάλες μειώσεις που έγιναν και φθάνουν κατά μέσο όρο περίπου το 35%.
Τις ίδιες και ακόμη μεγαλύτερες μειώσεις είχαν οι εργαζόμενοι του ιδιωτικού τομέα, για όσους κατάφεραν να διατηρήσουν την εργασία τους.
Είναι απολύτως κατανοητό το γεγονός ότι δεν θα μπορούσαν να υπάρξουν αυξήσεις στους μισθούς του Δημοσίου, μέσα σε αυτή τη συγκυρία.
Πρόκειται λοιπόν για ένα νέο ενιαίο μισθολόγιο, με ακόμη χαμηλότερες αποδοχές για τους περισσότερους από τους εργαζόμενους και με το οποίο θα πορευτεί η Δημόσια Διοίκηση της χώρας για τα επόμενα τέσσερα τουλάχιστον χρόνια.
Εκείνο όμως που θα περιμέναμε σήμερα, είναι ένα νέο σύστημα αμοιβών στο Δημόσιο, το οποίο θα δημιουργούσε... κίνητρα για ουσιαστική βελτίωση της αποτελεσματικότητας στη λειτουργία των υπηρεσιών του.
Τριάντα χρόνια τώρα είχαμε πολλά ενιαία μισθολόγια που καταστρατηγήθηκαν μέσα από επιδοματικές πολιτικές, χωρίς αντικειμενικά κριτήρια και ουσιαστική σύνδεση με την επίτευξη συγκεκριμένων στόχων.
Σήμερα λοιπόν που η μεταρρύθμιση της Δημόσιας Διοίκησης θα έπρεπε να αποτελεί τη μέγιστη προτεραιότητα, ένα ακόμη μισθολόγιο με τα υλικά του παρελθόντος, δεν βοηθά στην κατεύθυνση αυτή.
Η αξιολόγηση των δομών και του ανθρώπινου δυναμικού αποτελεί το κλειδί για μια αποτελεσματική Δημόσια Διοίκηση. Ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά το προσωπικό, καμιά δυνατότητα δεν διαμορφώνεται μέσα από ένα ισοπεδωτικό σύστημα μισθών ενιαίων, χωρίς σύνδεση με την απόδοση και τα αποτελέσματα.
Ο ιδιωτικός τομέας έχει τους δικούς του κανόνες και πρακτικές στο θέμα αυτό, που είναι ιδιαίτερα δύσκολο να εφαρμοστούν στο Δημόσιο.
Μια σοβαρή και αντικειμενική αξιολόγηση για τους δημοσίους υπαλλήλους περιλαμβάνει δύο πολύ σημαντικά προαπαιτούμενα:
Ένα σαφές και συγκεκριμένο πλαίσιο με μετρήσιμους στόχους, σε κάθε υπηρεσιακή μονάδα και ένα επίσης συγκεκριμένο καθηκοκοντολόγιο που εξειδικεύεται σε ατομικό επίπεδο.
Έτσι μπορεί να εφαρμοστεί ένα δίκαιο και ουσιαστικό σύστημα αξιολόγησης, το οποίο στη συνέχεια θα ήταν ιδιαίτερα χρήσιμο να συνδεθεί και με τις αποδοχές. Πέρα από το μισθολόγιο, αυτό που ψηφίστηκε ή οποιοδήποτε άλλο που θα αποτελεί τη βάση.
Πολλοί ισχυρίζονται ότι σε ορισμένες δημόσιες υπηρεσίες είναι αδύνατο να εφαρμοστεί ένα τέτοιο σύστημα, αφού δεν μπορούν να υπάρξουν μετρήσιμοι στόχοι.
Πράγματι, είναι διαφορετική περίπτωση οι έλεγχοι στις επιχειρήσεις, η έκδοση συνταξιοδοτικών αποφάσεων ή ενταλμάτων πληρωμής από το αντικείμενο εργασίας ενός εκπαιδευτικού ή ενός γιατρού και του νοσηλευτή στο νοσοκομείο.
Ωστόσο δεν θα ανακαλύψουμε εμείς την πυρίτιδα.
Υπάρχουν μέθοδοι αξιολόγησης που έχουν εφαρμοστεί σε πολλές άλλες χώρες ακόμη και για υπηρεσίες που έχουν περισσότερο ποιοτικά χαρακτηριστικά. Ένα από τα κριτήρια που χρησιμοποιούνται είναι ο βαθμός ικανοποίησης των πολιτών από τις συγκεκριμένες υπηρεσίες. Μπορούμε να δούμε τέτοιες πρακτικές και στην ελληνική Δημόσια Διοίκηση με τις όποιες προσαρμογές χρειαστούν.
Εκείνο που δεν μπορούμε είναι να εθελοτυφλούμε και να θεωρούμε ότι η μεταρρύθμιση στο Δημόσιο, εξαντλείται με την ψήφιση ενός μισθολογίου και μάλιστα με χαμηλές αποδοχές για τέσσερα χρόνια τουλάχιστον.
Εκείνο που επίσης δεν μπορούμε να αγνοούμε είναι ότι η αντιμετώπιση του μεγάλου προβλήματος που παρουσιάζει η ελληνική δημόσια διοίκηση, σήμερα περισσότερο από κάθε άλλη φορά, επιβάλλει ριζικές αλλαγές που μεταξύ άλλων, είναι η αντικειμενική αξιολόγηση και η σύνδεση με τις αποδοχές σε ομαδικό και ατομικό επίπεδο.
Ίδιες αποδοχές για ίδιες υπηρεσίες είναι απολύτως κατανοητό και επιβεβλημένο.
Ίδιες αποδοχές όμως, απλά για ίδιο χρόνο υπηρεσίας και ίδια τυπικά προσόντα, είναι μια πρακτική που δεν δίνει κίνητρα ανάπτυξης μιας αποτελεσματικής δημόσιας διοίκησης με στόχο την σωστή εξυπηρέτηση των πολιτών αλλά και τη στήριξη της όποιας αναπτυξιακής προσπάθειας της χώρας.