Στην από το 2002 έκθεση της επιτροπής για την αναμόρφωση του φορολογικού συστήματος αναφέρεται ότι, ο προσδιορισμός του εισοδήματος με τα τεκμήρια εξασφαλίζει στο κράτος ορισμένα έσοδα και χρησιμοποιείται συνήθως σε λιγότερο αναπτυγμένες χώρες, όπου η φοροδιαφυγή είναι περισσότερο εκτεταμένη και ο προσδιορισμός του ύψους του πραγματικού εισοδήματος αντιμετωπίζει περισσότερες δυσκολίες ενώ αντίθετα, τέτοιος προσδιορισμός δεν συναντάται, κατά κανόνα, στα φορολογικά συστήματα των αναπτυγμένων χωρών.
Η καθιέρωση των τεκμηρίων, κατά τους ελάχιστους πλέον υποστηρικτές τους, κρίθηκε αναγκαία, προκειμένου να υλοποιηθεί ο συνταγματικός κανόνας, κατά τον οποίο, οι Έλληνες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου και οι πολίτες συνεισφέρουν αδιακρίτως στα δημόσια βάρη σύμφωνα με τις οικονομικές τους δυνάμεις. Όμως ενώ με τη φράση «σύμφωνα με τις δυνάμεις τους», ορίζεται η αρχή της φοροδοτικής ικανότητας δηλαδή η συνεισφορά κάθε πολίτη στο σύνολο ανάλογα με το πραγματικό εισόδημά του που πρέπει να φορολογείται, πολλές φορές φορολογείται για ένα πλασματικό εισόδημα προερχόμενο από τα τεκμήρια, εισόδημα το οποίο θεωρείται ως το «βέβαιο πόρισμα» από το οποίο προκύπτει η φοροδοτική ικανότητα του φορολογουμένου φυσικού προσώπου.
Εξυπακούεται ότι, σε ένα ευνομούμενο κράτος είναι εντελώς ανεπίτρεπτο να υπάρχουν πολίτες οι οποίοι δεν καταβάλλουν φόρους μη έχοντας εμφανείς πηγές εισοδήματος, όταν έχουν δαπάνες διαβίωσης ή/και δαπάνες απόκτησης περιουσιακών στοιχείων οι οποίες δεν δικαιολογούνται από τα εισοδήματα που δηλώνουν, προκαλώντας παράλληλα και τους ειλικρινείς φορολογούμενους. Σε καμία περίπτωση όμως δεν μπορούμε να δεχτούμε ότι, η πολιτεία προβάλλοντας αντίσταση σε αυτή τη συμπεριφορά συνεχίζει να εφαρμόζει τα τεκμήρια, ειδικά δε αυτά της διαβίωσης τα οποία είναι τα πλέον άδικα. Ίσως για τα τέλη της δεκαετίας του 1970, εποχή κατά την οποία εμφανίστηκαν στο φορολογικό δίκαιο της χώρας μας τα τεκμήρια, να μην υπήρχε άλλος τρόπος άμυνας απέναντι στους συστηματικά φοροδιαφεύγοντες αλλά στην εποχή που ζούμε υπάρχει πιο ασφαλής τρόπος για να αποκαλυφθεί και να φορολογηθεί το εισόδημα, ειδικά αυτών που έχουν αναγάγει τη φοροδιαφυγή σε εθνικό σπορ.
Τα τεκμήρια διαβίωσης δεν μπορούν να παρέχουν ασφαλείς ενδείξεις φοροδοτικής ικανότητας, η δε εφαρμογή τους είχε και έχει ως αποτέλεσμα την παραγωγή υψηλών φορολογικών επιβαρύνσεων σε φορολογούμενους οι οποίοι προσπαθούν να τα φέρουν πέρα με μειωμένα εισοδήματα αλλά έχουν την ατυχία να διαθέτουν ένα σπίτι και ένα αυτοκίνητο. Τα δύο αυτά περιουσιακά στοιχεία διαμορφώνουν ένα ποσό το οποίο προσαυξανόμενο με το ελάχιστο τεκμήριο διαβίωσης συμβάλει πολλές φορές στην υπερβολική φορολογική επιβάρυνση φορολογουμένων με πραγματικά χαμηλά εισοδήματα όπως μισθωτοί και συνταξιούχοι και ειλικρινείς αυτοαπασχολούμενοι ή χαμηλοεισοδηματίες.
Ο προσδιορισμός του εισοδήματος με τα τεκμήρια ίσως να εξασφαλίζει στο κράτος ορισμένα έσοδα αλλά παρουσιάζει σημαντικά μειονεκτήματα. Με την πρόοδο που έχει κάνει το Υπουργείο Οικονομικών τόσο στη μηχανοργάνωση όσο και στον ελεγκτικό τομέα, και με δεδομένη την εφαρμογή του περιουσιολογίου, το επόμενο βήμα πρέπει να είναι η κατάργηση των τεκμηρίων διαβίωσης.
Επιβάλλεται λοιπόν, η κατάργηση των τεκμηρίων διαβίωσης και η καθιέρωση ενός νέου τρόπου εκτίμησης του εισοδήματος μέσω του ηλεκτρονικού περιουσιολογίου, έτσι ώστε να προκύπτουν πιο ασφαλείς ενδείξεις φοροδοτικής ικανότητας οι οποίες θα χρησιμοποιούνται από τη φορολογική διοίκηση για τον κατ’ έλεγχο προσδιορισμό του πραγματικού φορολογητέου εισοδήματος κάθε φορολογουμένου.