Δύσκολες ισορροπίες θα πρέπει να επιτύχουν κυβέρνηση, ΤτΕ και τράπεζες προκειμένου να καταλήξουν σε άρση των capital controls τους προσεχείς μήνες.
Η μακροχρόνια παραμονή των κεφαλαιακών περιορισμών θα λειτουργήσει ως "τροφοδότης" της ύφεσης, αλλά από την άλλη πλευρά, η κατάργησή τους δεν μπορεί να γίνει αν δεν έχει εκμηδενιστεί και το ελάχιστο ρίσκο για τη ρευστότητα των τραπεζών.
Ηδη μέσα στην εβδομάδα αυτή υπήρξαν επαφές Ελλήνων τραπεζιτών με την ΕΚΤ στη Φρανκφούρτη προκειμένου να τεθούν οι προβληματισμοί για την μακροχρόνια παραμονή των capital controls, αλλά και τα επιχειρήματα για την σταδιακή χαλάρωσή τους. Παράλληλα, μιλώντας στο συνέδριο της ΓΣΕΒΕΕ, η πρόεδρος της Εθνικής Τράπεζας και της Ελληνικής Ένωσης Τραπεζών κ. Λούκα Κατσέλη, έθεσε ως προτεραιότητα, μετά την επιτυχή ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών, την άρση των capital controls. Όπως είπε, μετά την ανακεφαλαιοποίηση πρέπει να ακολουθήσει η χρηματοδότηση των τραπεζών μέσω των κανονικών χρηματοδοτικών εργαλείων της ΕΚΤ (και μάλιστα με τους ευνοϊκούς όρους που προσφέρει η ποσοτική χαλάρωση και όχι μέσω του ακριβότερου Εκτάκτου Μηχανισμού Ρευστότητας) και κατόπιν να αρθούν το συντομότερο δυνατόν οι περιορισμοί στη κίνηση κεφαλαίων.
Οι τραπεζίτες εκτιμούν ότι η διατήρηση των κεφαλαιακών περιορισμών για μεγάλο χρονικό διάστημα θα έχει σημαντικές αρνητικές επιπτώσεις, μακροχρόνιου πλέον χαρακτήρα, και σε ευρύτερη "ακτίνα". Η ύπαρξη οποιωνδήποτε περιορισμών στην κίνηση κεφαλαίων, έστω και αν αφορά μέρος των επενδυτών (µόνο τους εγχώριους επενδυτές), κατά βάθος λειτουργεί περιοριστικά και στις επιλογές των διεθνών επενδυτών, συνεπώς επιφέρει γενικότερες στρεβλώσεις στην επιχειρηματικότητα.
Η αύξηση του επενδυτικού κινδύνου µε τη σειρά της αυξάνει το κόστος κεφαλαίου, μειώνοντας τα επενδυτικά σχέδια που θα υλοποιούνταν υπό κανονικές συνθήκες. Η αύξηση της αβεβαιότητας και της αποστροφής προς τον κίνδυνο παρατείνει το φαύλο κύκλο της ύφεσης, οδηγώντας την επενδυτική δυναμική της πραγματικής Οικονομίας προς ακόμη χαμηλότερα επίπεδα.
Όπως εκτιμά η ΤτΕ, για την άρση των capital controls απαιτείται η διαμόρφωση των κατάλληλων συνθηκών και ένα συντεταγμένο σχέδιο για τη σταδιακή κατάργησή τους. Κάθε βήμα χαλάρωσης θα πρέπει να γίνεται κατόπιν προσεκτικής μελέτης µε στόχο να µην πληγεί η ρευστότητα των τραπεζών, αναγκάζοντας τις αρχές να αναστείλουν τυχόν μέτρα χαλάρωσης. Άρα, σημαντικά μέτρα χαλάρωσης θα ήταν δυνατόν να αποφασιστούν μόνο αφού τεκμηριωθεί ότι επικρατούν συνθήκες μακροοικονομικής, δημοσιονομικής και χρηματοπιστωτικής σταθερότητας και αφού έχει επιστρέψει η εμπιστοσύνη των καταθετών και των επενδυτών στο τραπεζικό σύστημα και γενικότερα στην κατοχή ελληνικών επενδυτικών στοιχείων.
Σύμφωνα με την ΤτΕ, μετά τη λήψη των όποιων μέτρων χαλάρωσης, θα πρέπει να ακολουθήσει µια περίοδος παρακολούθησης και ανάλυσης των επιπτώσεων στη ρευστότητα των τραπεζών και την εμπιστοσύνη των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων πριν από το επόμενο βήμα χαλάρωσης. Επίσης, κάθε νέο µέτρο χαλάρωσης δεν θα πρέπει να υπονομεύει την αποτελεσματικότητα των εναπομενόντων περιορισμών.
Η ΤτΕ εκτιμά ότι επιμέρους μέτρα που θα μπορούσαν να εξεταστούν σχετικά σύντομα είναι η μεταφορά περαιτέρω αρμοδιοτήτων στις υποεπιτροπές των τραπεζών και η λελογισµένη αύξηση των εγκριτικών ορίων αν διαπιστωθεί ότι η ζήτηση για εγκρίσεις ρευστότητας ξεπερνά επανειληµµένως τα όρια που έχουν προσδιοριστεί.
Επίσης, όταν οι συνθήκες ρευστότητας και εμπιστοσύνης το επιτρέψουν, θα πρέπει να αρθούν σταδιακά περιορισμοί που σχετίζονται µε το άνοιγμα νέων λογαριασμών και πρόωρης λήξης προθεσμιακών καταθέσεων.
Τέλος, θα πρέπει οι τράπεζες να επανεξετάσουν την τιμολογιακή πολιτική τους στις χρεώσεις των καρτών και των ηλεκτρονικών συναλλαγών, ώστε να δοθεί το απαραίτητο κίνητρο στους καταναλωτές και τις επιχειρήσεις να χρησιμοποιούν εναλλακτικούς διαύλους πληρωμών.