Πέρυσι τον Απρίλιο είχαν αρχίσει να φαίνονται τα πρώτα σημάδια των καθυστερήσεων στις διαπραγματεύσεις διά... χειρός Βαρουφάκη.
Η οικονομία είχε «παγώσει», ο επιχειρηματικός κλάδος αγωνιούσε για το μέλλον, οι πολίτες ανησυχούσαν για τις επιπτώσεις από μια παρατεταμένη οικονομική αβεβαιότητα.
Πέρυσι τέτοια εποχή η διαπραγμάτευση με τους δανειστές βρισκόταν στον αέρα, δεν υπήρχαν πολλά κοινά σημεία, ακραίες φωνές ακούγονταν από Βρυξέλλες και Ουάσιγκτον, οι εντός και εκτός τειχών εχθροί ή κατά φαντασίαν εχθροί, δυναμίτιζαν τη συμφωνία και ο χρόνος κυλούσε βασανιστικά και σε βάρος της ελληνικής οικονομίας.
Φέτος υπάρχουν πολλά κοινά σημεία με το περσινό «δράμα» αλλά και αρκετές ουσιώδεις διαφορές. Πρώτη μεγάλη διαφορά είναι ότι έχουν γίνει σε βάθος διαπραγματεύσεις και υπάρχει μια μίνιμουμ συμφωνία στα μέτρα που πρέπει να εφαρμοστούν. Επίσης, η κυβέρνηση, σε αντίθεση με πέρυσι, έχει αντιληφθεί ότι ο μόνος δρόμος για να επιστρέψει η χώρα στην ανάπτυξη και να βελτιώσει τα δημόσια οικονομικά της είναι να κλείσει μια αξιοπρεπή συμφωνία. Και, βεβαίως, στις διαφορές θα πρέπει να προστεθεί και η απουσία του Βαρουφάκη που διευκολύνει σημαντικά τις διαπραγματεύσεις.
Ομως, δεν πρέπει να χαθεί άλλος χρόνος, ούτε να επικρατήσουν οι «βαρουφακισμοί» που καθυστερούν τη συμφωνία και επιδεινώνουν την οικονομική κατάσταση. Η κυβέρνηση φαίνεται να έχει τη βούληση να κάνει όσα λέει το Μνημόνιο του περασμένου καλοκαιριού. Αν και μέρος των Θεσμών αντιληφθεί ότι η χώρα βρίσκεται στην κόψη του ξυραφιού και οποιεσδήποτε άλλες απαιτήσεις θα την κλονίσουν ανεπανόρθωτα, τότε η συμφωνία μπορεί να κλείσει όντως μέχρι το Πάσχα.
Το σίγουρο είναι ότι δεν πρέπει να χαθεί άλλος χρόνος, όποιος κι αν είναι ο λόγος. Η οικονομία και το «επιχειρείν» στην Ελλάδα δεν αντέχουν άλλες περιπέτειες και άλλα δράματα σαν κι αυτά που έζησαν το καλοκαίρι του 2015.
Πρέπει να αποφευχθεί ένα deja vu που δεν θα κάνει καλό σε κανέναν, κυρίως δε στην οικονομία, η οποία περιμένει την ανάσταση πολύ πριν από το... Πάσχα.