Οι πολιτικοί συχνά καλούνται να πάρουν στρατηγικές αποφάσεις, δηλαδή να επιλέξουν ένα «πεδίο μάχης» το οποίο θα τους ευνοήσει στο τέλος της ημέρας.
Αν οι αποφάσεις αυτές είναι στη λάθος κατεύθυνση, τότε, βεβαίως, το αποτέλεσμα είναι προδιαγεγραμμένο. Στην περίπτωση, πάντως, που η κατεύθυνση είναι σωστή, το αποτέλεσμα δεν είναι de facto ασφαλές. Πρόκειται απλώς για ένα θετικό βήμα. Διότι η αποτελεσματικότητα της στρατηγικής επιλογής θα κριθεί από τα επόμενα βήματα: Δηλαδή το πώς αυτή υλοποιείται στις λεπτομέρειες. Με δυο λόγια, μια καλή στρατηγική μπορεί, τελικά, να καταστραφεί από κακούς χειρισμούς.
Η πολιτική πράξη πιστοποιεί πως ο στρατηγικός σχεδιασμός δεν είναι το άπαν. Επειδή ο διάβολος κρύβεται στις λεπτομέρειες, αυτές μπορούν να στραγγαλίσουν το «όλον» της στρατηγικής. Τούτο ακριβώς συνέβη με την κυβέρνηση και το πώς προσέγγισε το θέμα των τηλεοπτικών αδειών. Το τι συνέβη πρέπει να διδάσκεται σε σεμινάρια. Όταν η κυβέρνηση αποφάσισε να βάλει τέλος στο προκλητικό τοπίο ανομίας δεκαετιών για τις τηλεοπτικές άδειες, στοχοποιούσε ταυτόχρονα τους μεγάλους ενόχους και πολιτικούς ανταγωνιστές της, που ήταν τα κατεστημένα κόμματα της μεταπολίτευσης. Και όχι άδικα. Κινείτο σε ένα πλεονεκτικό πεδίο, εκείνο που οι Αγγλοσάξονες χαρακτηρίζουν ως «υπερυψωμένο» (higher ground). Από εκεί αντίκριζε τους ανταγωνιστές της. Στρατηγικά είχε λοιπόν ένα όπλο στα χέρια της. Τελικά όμως το έστρεψε στο δικό της κρόταφο.
Πώς το κατάφερε αυτό; Ήταν φυσικά σε πίεση λόγω της φθοράς της από τα οικονομικά μέτρα. Αντέδρασε λοιπόν βιαστικά και σπασμωδικά. Βρήκε ένα μέτωπο για αντιπερισπασμό και τα «έδωσε όλα» σ’ αυτό. Χωρίς φρόνηση. Νόμιζε πως με μια τυφλή εφόρμηση, θα «άλλαζε την ατζέντα». Θα κέρδιζε πόντους και θα στρίμωχνε τους αντιπάλους της στη γωνία. Η εφόρμηση λοιπόν είχε πολύ πάθος. Λίγη περισυλλογή. Δεν σταθμίστηκαν όλα τα δεδομένα και στο σχετικό σενάριο υλοποίησης δεν εκτιμήθηκε πως εκείνα που την ευνοούσαν, μπορούσαν να στραβώσουν. Ήδη, όταν έγινε λόγος για μόνο τέσσερα κανάλια πανελλαδικής εμβέλειας, δεν υπήρχε πειστική εξήγηση. Αυτό σημείωσε ένας αξιόλογος συνταγματολόγος, ο Γιώργος Σωτηρέλης, μαζί με άλλες επισημάνσεις από την πρώτη στιγμή, που άλλωστε μόνο εχθρικά δεν αντιμετωπίζει την Αριστερά (Εφημερίδα των Συντακτών, 1-10-2016). Τα νομικά υποστηρίγματα είχαν ήδη τρύπες.
Πάνω στον ενθουσιασμό ότι βρέθηκε ένα υποτιθέμενο «πυρηνικό όπλο», άρχισαν τα λάθη. Αυτά δημιούργησαν κυβερνητική ανασφάλεια. Ακολούθησαν έτσι νέα λάθη. Ο ίδιος ο πρωθυπουργός έκανε ένα μεγάλο ατόπημα στη ΔΕΘ και εμφανίστηκε να προκαταλαμβάνει την απόφαση της δικαιοσύνης. Ήδη άνοιγε ένα κλιμακούμενο μέτωπο με τους νομικούς κριτές του όλου εγχειρήματος. Από εκεί και πέρα διαμορφωνόταν η αίσθηση ότι η κυβέρνηση έμπαινε σε ξένα θεσμικά πεδία. Το ατόπημα της «Αυγής» προκάλεσε τη μήνη των δικαστών και ήταν αποκορύφωμα ακρισίας (συν βεβαίως προσβολή στην ιστορία της εφημερίδας).
Όλα αυτά θα είχαν αποφευχθεί εάν η κυβέρνηση κινείτο συνετά και όχι ως ταύρος εν υαλοπωλείο στο στρατηγικό πεδίο που είχε επιλέξει. Όφειλε να επιδιώξει συναινέσεις εξαντλώντας την υπομονή της και όχι ξύνοντας τα νύχια της για σύγκρουση. Έπρεπε να εκθέσει τη μονίμως συγκρουσιακή αντιπολίτευση χωρίς να βιαστεί. Επέλεξε το ρόλο ενός εφορμώντος σταυροφόρου, φαντασιωνόμενη ότι έτσι θα αλλάξει το συνολικό πολιτικό κλίμα δια μιας. Αγνόησε το αυτονόητο, πως δηλαδή ακόμη κι αν όλα «πήγαιναν καλά», το κλίμα θέλει πολύ χρόνο για να αλλάξει. Πως τα πάντα κρίνονται αλλού. Στα βήματα της οικονομίας.
Άρα, η εφόρμηση του «όλα για όλα» ήταν αναπότρεπτο να υλοποιηθεί με πασίδηλη προχειρότητα και να φλερτάρει με μια πρόσκρουση σε τοίχο. Όπερ και εγένετο. Φυσικά, η όλη ιστορία δεν θα κρίνει την πολιτική μοίρα της κυβέρνησης. Όμως η αίσθηση ενός ακόμη ερασιτεχνισμού της είναι πολύ πιο σοβαρή από τις υστερίες της ΝΔ περί δήθεν «παρακράτους». Η εμπέδωση μιας τέτοιας αίσθησης είναι ό,τι χειρότερο μπορεί να συμβεί στην κυβέρνηση Τσίπρα. Καθώς μετέτρεψε το καθαρό πλεονέκτημα σε πασίδηλη αδυναμία της.