De facto, «αναδιάρθρωση» του τρίτου Μνημονίου, θα φέρει η συμφωνία με τους πιστωτές, που αναχωρούν αφήνοντας όλα τα μεγάλα μέτωπα ανοικτά για το δεύτερο, ίσως και τελικό, γύρο συνομιλιών, στα μέσα Νοεμβρίου.
Οι νέες παρεμβάσεις σε εργασιακά, κόκκινα δάνεια αλλά και το παράθυρο για πρόσθετα δημοσιονομικά μέτρα που άνοιξαν οι Θεσμοί επανεξετάζοντας τον προϋπολογισμό του 2017, θα οδηγήσουν σε προ-μνημόνιο ενόψει των νέων δεσμεύσεων που θα κληθεί να αναλάβει η χώρα, για να ενεργοποιηθεί η συμφωνία για το χρέος. Ο κλοιός των δεσμεύσεων θα γίνει πιο ασφυκτικός, ειδικά εάν το ΔΝΤ, αποφασίσει να μπει ως χρηματοδότης στο ελληνικό πρόγραμμα.
Σε αυτή την περίπτωση θα πρέπει να συντάξει δικό του Μνημόνιο με τις ελληνικές αρχές, που στην παρούσα φάση ξένοι αξιωματούχοι εκτιμούν πως θα ήταν διάρκειας ίσης με το ευρωπαϊκό, το οποίο λήγει τον Ιούλιο του 2018. Παρασκηνιακά η συζήτηση για το τι θα γίνει από εκεί και μετά, υπάρχει στο τραπέζι. Εάν δηλαδή θα υπάρχει ανάγκη τέταρτου Μνημονίου, εάν θα πρέπει να υπάρξει κάποια πιστωτική γραμμή ή κάποιας άλλης μορφής διευθέτηση, ανάλογα βέβαια με την πορεία της οικονομίας έως τότε, αλλά και τη σχέση που θα έχει αναπτύξει το δημόσιο με τις αγορές, μέσα στο 2017.Στην παρούσα φάση, ωστόσο, είναι προφανές και από τη στάση των πιστωτών τις τελευταίες μέρες, πως οι δανειστές δεν πρόκειται να αφήσουν τίποτα στην τύχη. Οι πιέσεις θα είναι σταθερά έντονες σε δύο επίπεδα:
Προ-Μνημόνιο πριν από τα μέτρα για το χρέος
1 Να τρέξει γρήγορα η αξιολόγηση, αφού εάν χαθούν τα ορόσημα του Δεκεμβρίου τα χρονικά περιθώρια στενεύουν, με δεδομένο ότι από τον Φεβρουάριο, πρακτικά θα «παγώσουν» τα πάντα στην Ευρωζώνη ενόψει εκλογών σε Γαλλία και Γερμανία.
2 Να κλείσει η αξιολόγηση χωρίς εκκρεμότητες και αστερίσκους, ειδικά στο θέμα των δημοσιονομικών και των κόκκινων δανείων, αφού όταν όλες οι πλευρές προσέλθουν στις δύσκολες διαπραγματεύσεις για το χρέος, δεν θα πρέπει να υπάρχουν γκρίζες ζώνες. Αυτό πρακτικά σημαίνει πως οι όροι που θα θέσουν οι πιστωτές για να κάνουν τις όποιες παραχωρήσεις στο χρέος θα είναι ισχυροί, δεσμευτικοί και με μακροχρόνιο ορίζοντα. Θα έχουν δηλαδή ισχυρό «conditionality» (αιρεσιμότητα) σηματοδοτώντας ισχυρή εποπτεία που θα υπερβαίνει, πιθανόν, τα χρονικά όρια του τρέχοντος προγράμματος.
Προ-Μνημόνιο πριν από τα μέτρα για το χρέος
Η τάση αυτή εκτιμάται πως θα ισχυροποιηθεί σε δύο περιπτώσεις: Εάν στη συζήτηση ενταχθεί το θέμα της μείωσης των στόχων για τα πρωτογενή πλεονάσματα από το 2018 και μετά και εάν υπάρξει απόφαση για πιο γενναίες δεσμεύσεις από την πλευρά των Ευρωπαίων στο σκέλος των μεσοπρόθεσμων μέτρων αναδιάρθρωσης του χρέους. Το τελευταίο αποτελεί και το μεγάλο ζητούμενο στον «καβγά» μεταξύ ΔΝΤ και Ευρωζώνης.
Το Βερολίνο δεν θέλει να δεσμευθεί τώρα σε συγκεκριμένη δέσμη μεσοπρόθεσμων μέτρων αναδιάρθρωσης που θα εφαρμοστούν από το 2018 και μετά. Το ΔΝΤ θέλει συγκεκριμένα μέτρα για να αποφασίσει τι θα κάνει με το ελληνικό πρόγραμμα. Στον ρόλο του διαμεσολαβητή είναι η Κομισιόν αλλά κυρίως η ΕΚΤ και αναζητείται φόρμουλα συμβιβασμού ενόψει των δύσκολων συζητήσεων πιθανόν τον Δεκέμβριο. Το πρώτο Eurogroup αναμένεται στις 5 Δεκεμβρίου. Εάν έως τότε δεν έχει κλείσει η δεύτερη αξιολόγηση, τότε θα μπορούσε να υπάρξει και δεύτερο, έκτακτο Eurogroup για την Ελλάδα μέσα στον ίδιο μήνα, πριν από τα Χριστούγεννα. Εάν η δεύτερη αξιολόγηση περάσει χρονικά μέσα στον Ιανουάριο, τα περιθώρια στενεύουν.
Ifo
ΓΥΡΙΣΤΕ ΣΤΗ ΔΡΑΧΜΗ ΓΙΑ ΝΑ ΔΙΑΓΡΑΦΕΙ ΤΟ ΧΡΕΟΣ
Προσωρινή επιστροφή στη δραχμή και άνευ όρων διαγραφή του δημόσιου χρέους, είναι η μοναδική βιώσιμη λύση για την Ελλάδα, σύμφωνα με ανώτερο στέλεχος του γερμανικού Ινστιτούτου Ifo. Όπως εκτιμά η Ελλάδα χρειάζεται πραγματικά βιώσιμο μοντέλο, το οποίο περιλαμβάνει επιστροφή στο εθνικό νόμισμα, διαγραφή του χρέους και πρόγραμμα ανάπτυξης. Θεωρεί, το αποτέλεσμα δεν θα ήταν καταστροφικό, διότι αμέσως μετά, ένα πρόγραμμα βοήθειας θα εξασφάλιζε «ότι δεν θα επικρατήσει το χάος στη χώρα», ενώ θα δινόταν η ευκαιρία να δημιουργηθεί ένα νέο όραμα για την επάνοδο της χώρας στην Ευρωζώνη.
Σχέδιο ESM για χρέος 40 δισ.
Κρατικό χρέος, άνω των 40 δισ. ευρώ, κυμαινόμενου επιτοκίου, βρίσκεται στο τραπέζι των τεχνοκρατών του ESM, οι οποίοι επεξεργάζονται σενάρια για «κλείδωμά» του σε χρέος σταθερού επιτοκίου, τις επόμενες δεκαετίες. Σύμφωνα με πληροφορίες το σχέδιο εξετάζεται στο πλαίσιο του πακέτου των βραχυπρόθεσμων μέτρων αναδιάρθρωσης του χρέους, τα οποία θα ενεργοποιηθούν μόλις ολοκληρωθεί η δεύτερη αξιολόγηση και προκύψει πολιτική συμφωνία για το χρέος.
Η μετατροπή σε σταθερό επιτόκιο, στην περιοχή του 1% - 1,5%, το πιθανότερο είναι να γίνει μέσω της έκδοσης ομολόγου, πολυετούς διάρκειας ίσως έως και 30 έτη, από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Στήριξης (ESM), με το οποίο θα προχωρήσει η ανταλλαγή. Άλλωστε στη φαρέτρα του ESM, βρίσκεται πλήθος χρηματοοικονομικών εργαλείων, διαθέσιμα στην αγορά, που θα μπορούσαν να βοηθήσουν το πολύπλοκο εγχείρημα της αναδιάρθρωσης του ελληνικού χρέους, χωρίς να προκύπτει, απευθείας τουλάχιστον, ρίσκο για τα κράτη - μέλη.
Στη «δεξαμενή» των περίπου 40 δισ. ευρώ εντάσσονται, σύμφωνα με πληροφορίες, και περίπου 25 δισ. ευρώ που αντιστοιχούν σε ομόλογα του EFSF που έχουν στην κατοχή τους οι ελληνικές τράπεζες. Το εγχείρημα πάντως είναι και ιδιαίτερα απαιτητικό σε τεχνικό επίπεδο αλλά και ευαίσθητο ως προς την αντίδραση της αγοράς, αφού πρέπει να μεθοδευθεί με τρόπο που δεν θα αφήσει περιθώρια για κερδοσκοπία.
Για το ζήτημα βρίσκονται σε επαφή οι αρμόδιες υπηρεσίες του ESM, ο ελληνικός Οργανισμός Διαχείρισης Δημοσίου Χρέους και το επιτελείο του EuroWorkingGroup, που προετοιμάζει τεχνικά όλα τα πιθανά σενάρια.
Στο τραπέζι βρίσκονται σύμφωνα με πληροφορίες, αρκετές εναλλακτικές, τόσο ως προς το ύψος του χρέους επί του οποίου θα γίνει ο περιορισμός του επιτοκιακού κινδύνου, το εύρος των επιτοκίων στα οποία θα «κλειδώσει» το χρέος αλλά και το πώς αυτό θα ενεργοποιηθεί, το πιθανότερο στις αρχές του 2017, εφόσον πάντα ολοκληρωθεί η δεύτερη αξιολόγηση και υπάρξει πολιτική συμφωνία για το χρέος.
Πρέπει να σημειωθεί πως από τα περίπου 328 δισ. ευρώ κρατικού χρέους, το 69% ή 226 δισ. ευρώ βρίσκονται σε κυμαινόμενο επιτόκιο και σε ένα ιδανικό για την Ελλάδα σενάριο, θα έπρεπε μεγάλο μέρος αυτού του χρέους να «κλειδώσει» σε σταθερό, για κάποια χρόνια, αφού αναμένεται άνοδος των επιτοκίων.