Το πρώτο βήμα μιας διαδικασίας που θα
λάβει μεγαλύτερες διαστάσεις μέσα στην επόμενη διετία προκειμένου να
αντιμετωπιστεί ο όγκος των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων των τραπεζών
και να επιτευχθεί η μείωσή τους κατά περίπου 33 δισ. ευρώ από σήμερα
μέχρι τα τέλη του 2019, έγινε με την πώληση NPLs της Eurobank.
Το χαρτοφυλάκιο που εγκαινίασε τις
πωλήσεις "κόκκινων" δανείων από τις ελληνικές τράπεζες αγοράστηκε από
τον κορυφαίο "παίκτη" στην ευρωπαϊκή αγορά NPLs, τη σουηδική Intrum, η
οποία "όρισε" τον πήχη για το πώς κοστολογούνται τα ελληνικά NPLs. Όπως
φαίνεται, ο πήχης αυτός ορίζεται στα 3 σεντς ανά ευρώ δανείου.
Σύμφωνα με στελέχη της αγοράς, πρόκειται
για το κάτω εύρος των τιμημάτων που προσφέρονται διεθνώς για
αντίστοιχης ποιότητας δάνεια και το οποίο ορίζεται στην παρούσα φάση στα
3 – 5 σεντς. Όπως τονίζουν τα ίδια στελέχη, αυτό δεν αποκλείει και
ακόμη χαμηλότερα τιμήματα σε πωλήσεις "κόκκινων" δανείων που πρόκειται
να ακολουθήσουν μελλοντικά, αναλόγως του πόσο "δουλεμένα" θα είναι τα
χαρτοφυλάκια που θα βγουν προς πώληση. Όσο περισσότερες ανεπιτυχείς
ρυθμίσεις θα έχουν υποστεί αυτά, τόσο πιο περιορισμένες θα είναι οι
δυνατότητες κέρδους για τα funds και άρα τα προσφερόμενα τιμήματα μπορεί
να πέσουν και στο 1 σεντ.
Κρίσιμη, όπως τονίζουν τα στελέχη της αγοράς, για την άνοδο των τιμημάτων στις εφεξής πωλήσεις NPLs θα είναι η άνοδος του ΑΕΠ.
Πέραν των χαμηλών τιμημάτων, πάντως, η
πώληση των πρώτων NPLs από τη Eurobank σηματοδότησε και το ευρύ πεδίο
ενδιαφέροντος από τις διεθνείς εξειδικευμένες εταιρίες για μία παρθένα
ακόμη αγορά NPLs, όπως η ελληνική, που τους δίνει μεγάλα περιθώρια
ανάπτυξης.
Για την εξαγορά του "πακέτου", ύψους 1,5
δισ. ευρώ, "κόκκινων" καταναλωτικών δανείων άνευ εξασφαλίσεων της
Eurobank, η Intrum κατέβαλε τίμημα περίπου 40 εκατ. ευρώ. Το τίμημα
ανέρχεται σε περίπου 3% σε όρους συνολικού οφειλόμενου κεφαλαίου.
Παράλληλα, τη διαχείριση του
χαρτοφυλακίου θα συνεχίσει η 100% θυγατρική της Eurobank, Financial
Planning Services S.A. (FPS), η οποία έχει λάβει άδεια διαχείρισης από
την ΤτΕ. Βάσει της κοινής πρακτικής διεθνώς, η Eurobank αναμένεται να
εισπράττει από την Intrum προμήθεια διαχείρισης της τάξεως του 0,50% της
αξίας του πωληθέντος χαρτοφυλακίου, κάτι που μεταφράζεται σε περίπου 10
εκατ. ευρώ ετησίως.
Σημειώνεται ότι από το συνολικό
οφειλόμενο κεφάλαιο του 1,5 δισ. ευρώ των πωληθέντων δανείων, τα 620
εκατ. ευρώ εμφανίζονται στον ισολογισμό της Τράπεζας, ενώ τα υπόλοιπα
είναι εκτός ισολογισμού, δηλαδή διαγραμμένα. Πράγμα που σημαίνει ότι στο
σκέλος αυτό η συναλλαγή για την Τράπεζα έγινε με κέρδος.
Συνολικά το αποτέλεσμα είναι ουδέτερο
για την Τράπεζα, τόσο σε όρους χρηµατοοικονοµικού αποτελέσµατος όσο και
επίπτωσης στα εποπτικά της κεφάλαια, δεδομένου ότι τα δάνεια αυτά
καλύπτονταν σχεδόν εξ ολοκλήρου από προβλέψεις.
Το τελευταίο αυτό στοιχείο είναι που
κάνει "εύκολη υπόθεση" τις πρώτες πωλήσεις NPLs από τις ελληνικές
τράπεζες, αφού παρά τα χαμηλά τιμήματα, οι συναλλαγές θα είναι χωρίς
επιπτώσεις και διαχειρίσιμες. Τα δύσκολα θα έρθουν από το επόμενο έτος,
όταν οι τράπεζες θα αρχίσουν να βγάζουν προς πώληση χαρτοφυλάκια που δεν
είναι πλήρως καλυμμένα από προβλέψεις και συγκεκριμένα χαρτοφυλάκια που
θα αφορούν "κόκκινα" δάνεια μικρομεσαίων επιχειρήσεων.
Ενδιαφέρον από το χθεσινό deal έχει και
το προφίλ του αγοραστή των NPLs της Eurobank. Ουσιαστικά πρόκειται για
τον κορυφαίο πάροχο υπηρεσιών διαχείρισης πιστώσεων (CMS) στην Ευρώπη,
αφού η σουηδική Intrum Justitia, συνενώθηκε στις 27 Ιουνίου 2017 με τη
νορβηγική Lindorff, δημιουργώντας την Intrum.
Η διαδικασία αλλαγής επωνυμίας ξεκίνησε
στη Σουηδία μόλις στις 2 Οκτωβρίου. Το νέο εμπορικό σήμα θα μεταφερθεί
στις υπόλοιπες 23 αγορές παρουσίας του ομίλου μέχρι το τέλος του έτους
και στις αρχές του 2018, με στόχο την οριστικοποίηση της διαδικασίας
επανασχεδιασμού μέχρι το τέλος του α΄ τριμήνου 2018.
Η Intrum έχει ιστορία 90 ετών και είναι
εισηγμένη στο χρηματιστήριο της Στοκχόλμης από το 2002. Απασχολεί 8.000
επαγγελματίες και πέραν των 23 χωρών όπου έχει παρουσία με γραφεία, το
διεθνές της δίκτυο καλύπτει 160 ακόμη χώρες.