Με τις διεθνείς αγορές να συνεχίζουν να
σπάνε τα ρεκόρ και τους επενδυτές να παραμένουν σε risk-on διάθεση παρά
τους γεωπολιτικούς κινδύνους αλλά και τους κινδύνους που μπορεί να
κρύβει η αλλαγή στη στάση της παγκόσμιας νομισματικής πολιτικής, η
εικόνα του Ελληνικού Χρηματιστηρίου συνεχίζει να προβληματίζει, με την
πλήρη απουσία τζίρου και αγοραστών.
Ο Γενικός Δείκτης έχει εγκλωβιστεί
σε έναν μονόδρομο που απομακρύνει όλο και περισσότερο τις 800 μονάδες,
και οι επενδυτές είναι έτοιμοι ανά πάσα στιγμή να ενεργοποιήσουν το
κουμπί του "sell".
To ράλι που κατέγραψε η ελληνική αγορά
στο α’ εξάμηνο εν αναμονή της ολοκλήρωσης της β' αξιολόγησης, όχι απλώς
έχει ξεχαστεί αλλά έχει σβηστεί σχεδόν στο μισό του. Από τα κέρδη του
33% που σημείωνε ο Γενικός Δείκτης στα υψηλά έτους στα μέσα του
καλοκαιριού, από τότε έως και αυτές τις τελευταίες ημέρες του Οκτωβρίου,
έχει χάσει σχεδόν 14% με τις τράπεζες να αποδεικνύονται το μεγάλο
"βαρίδι" αφού μέσα σε ένα τρίμηνο έχουν χάσει πάνω από 35%.
Στο κανναβάτσο οι τράπεζες
Ο πολύπαθος τραπεζικός κλάδος,
χτυπημένος από τον πολύ χαμηλό βαθμό ορατότητας σε ό,τι αφορά το
ενδεχόμενο νέων ανακεφαλαιοποιήσεων, δεν αφήνει την αγορά να πάρει
ανάσα, συμπαρασύροντας συχνά και άλλες δεικτοβαρείς μετοχές, με τις
διαθέσεις των επενδυτών να επιμένουν γύρω από τη διενέργεια πωλήσεων
υιοθετώντας το ρητό πως "ό,τι δεν πάει πάνω, πρέπει να πάει κάτω".
Την ίδια στιγμή, παρά το πολύ θετικότερο
κλίμα που υπάρχει μεταξύ της ελληνικής κυβέρνησης και των δανειστών, η
έναρξη της δύσκολης διαπραγμάτευσης για τη γ’ αξιολόγηση η οποία
περιέχει αρκετά και δύσκολα προαπαιτούμενα, δεν αφήνει περιθώριο να
αρθεί η αβεβαιότητα που ακολουθεί την αγορά από το καλοκαίρι και η οποία
αντί να αρθεί με την ολοκλήρωση της β’ αξιολόγησης και της εξόδου της
Ελλάδας, έστω και δοκιμαστικά, στις αγορές, συνεχίζει και κρέμεται πάνω
από τα ελληνικά assets.
Έτσι, η όποια ψήφος εμπιστοσύνης των
αναλυτών ή των αγορών που καταγράφεται με τις θετικές εκθέσεις καθώς και
με την έκδοση του καλυμμένου ομολόγου της Eurobank που ακολούθησε αυτήν
της ΕΤΕ, δεν δέχεται καθόλου θερμή υποδοχή στο χρηματιστήριο, το οποίο
παραμένει εγκλωβισμένο στην ρηχότητα και την υποτονικότητα. Και το
επόμενο διάστημα δύσκολα να αλλάξει οι εικόνα της αγοράς, αφού δεν
φαίνεται πουθενά στον ορίζοντα κάποιος θετικός καταλύτης. Αντίθετα
υπάρχουν 5 σοβαρές αβεβαιότητες:
1. Ερώτημα οι κεφαλαιακές αντοχές των τραπεζών
Μπορεί οι διεθνείς αναλυτές να έχουν
επισημάνει ότι οι ελληνικές τράπεζες διαθέτουν επαρκή κεφαλαιακά
"μαξιλάρια" και δεν αναμένουν να προκύψουν σημαντικά κεφαλαιακά ζητήματα
από τα stress tests του 2018, ωστόσο η δήλωση του ΔΝΤ περί ανάγκης νέας
ανακεφαλαιοποίησης συνεχίζει να στοιχειώνει τις οποίες επενδυτικές
κινήσεις οι οποίες προτιμούν να "προσέχουν για να… έχουν" αφού ο
συγκεκριμένος κλάδος έχει ζημιώσει έντονα στο πρόσφατο παρελθόν όσους
τοποθέτησαν τα χρήματά τους σε αυτόν.
Παράλληλα, το αναθεωρημένο πλάνο μείωσης
των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων και η δυνατότητα των τραπεζών να
κινηθούν ταχύτερα σε ό,τι αφορά τους στόχους μείωσης των συσσωρευμένων
"κόκκινων" δανείων τους τα επόμενα δύο χρόνια, συνεχίζει να
προβληματίζει τους επενδυτές, τη στιγμή μάλιστα που το θέμα των NPLs
παραμένει κορυφαίο και στις διαπραγματεύσεις με τους "θεσμούς" στο
πλαίσιο της τρίτης αξιολόγησης.
Όπως προειδοποιεί η Capital Economics,
οι ελληνικές τράπεζες παραμένουν αδύναμες και αυτό βαραίνει την ανάκαμψη
της ελληνικής οικονομίας, ενώ και το ινστιτούτο Brookings σημείωσε πως
τα NPLs των ελληνικών τραπεζών –των οποίων η αργή επίλυση σχετίζεται με
την αναζωπύρωση της αστάθειας στην Ελλάδα μετά το Δεκέμβριο του 2014–
αποτελούν εμπόδιο στην οικονομία.
Με λίγα λόγια, οι επενδυτές αγορές
γνωρίζουν ότι μέχρι τον Μάιο, που θα δημοσιευτούν τα αποτελέσματα των
stress tests, το τοπίο θα παραμείνει εξαιρετικά θολό για τις ελληνικές
τράπεζες. Ήδη έχει ξεκινήσει ο έλεγχος των προβληματικών περιουσιακών
τους στοιχείων, ακολουθεί ο έλεγχος που αφορά τα στοιχεία του
σταθμισμένου ενεργητικού τους και έως τα τα τέλη του έτους θα πρέπει να
έχουν υπολογίσει για τις επιπτώσεις του νέου λογιστικού προτύπου IFRS 9.
2. Ποια θα είναι η πορεία της τρίτης αξιολόγησης;
Παρά τη βελτίωση των σχέσεων μεταξύ της
ελληνικής κυβέρνησης και των δανειστών, η επενδυτική κοινότητα δεν
εκτιμά ότι η ολοκλήρωση της τρίτης αξιολόγησης θα επιτευχθεί εντός του
2017, με τους περισσότερους να θεωρούν ως πιθανότερη εκδοχή επίτευξης
συμφωνίας το α’ δίμηνο του 2018, δεδομένων και των πολλών prior actions
που δεν έχουν ολοκληρωθεί, γεγονός που καθυστερεί και την επόμενη
δοκιμαστική έξοδο της Ελλάδας στις αγορές.
Όπως σημειώνει η Citigroup, οι
συνομιλίες με τους επικεφαλής των "θεσμών" επικεντρώνονται στα επισφαλή
δάνεια των ελληνικών τραπεζών και την καθυστέρηση στην αξιολόγηση των
δημοσίων υπαλλήλων. Οι πιστωτές, επίσης, να ανησυχούν για την τελευταία
πρόταση της κυβέρνησης να διανείμει περίπου 1 δισ. ευρώ από το
αναμενόμενο πλεόνασμα του Προϋπολογισμού σε νοικοκυριά χαμηλού
εισοδήματος.
Όπως σχολιάζει η Citi, η τρίτη
αξιολόγηση θα είναι κάπως λιγότερο προβληματική και μικρότερη από τις
προηγούμενες, δεδομένου ότι το μεγαλύτερο μέρος της πιο επίπονης
δημοσιονομικής προσαρμογής έχει ήδη ψηφιστεί και νομοθετηθεί, ωστόσο
αμφιβάλλει ότι μπορεί να ολοκληρωθεί μέχρι το τέλος του έτους.
Προειδοποιεί ότι οι δημοσιονομικοί στόχοι του προγράμματος είναι
φιλόδοξοι και η ελάφρυνση του χρέους εξακολουθεί να είναι δύσκολο να
συμφωνηθεί.
Σύμφωνα με την J.P. Morgan, η τρίτη
αξιολόγηση θα ολοκληρωθεί μεν με επιτυχία, όμως, δεν θα γίνει έγκαιρα
για τη συνάντηση του Eurogroup στις 4 Δεκεμβρίου, όπως προβλέπει ο
ελληνικός σχεδιασμός και θα καθυστερήσει έως τις αρχές του επόμενους
έτους.
Με βάση τους αξιωματούχους που
βρίσκονται κοντά στις συζητήσεις, μια καθυστέρηση στην ολοκλήρωσή της
(πέραν του Ιανουαρίου) ενέχει τον κίνδυνο να πυροδοτηθούν περισσότερες
απαιτήσεις από το ΔΝΤ για τις τράπεζες και το χρέος.
3. Δύσκολο το στοίχημα του clean exit
Το μεγάλο αφήγημα της ελληνικής
κυβέρνησης, αυτό της "καθαρής εξόδου" από τα Μνημόνια και της
δυνατότητας της Ελλάδας να βγει πλήρως στις αγορές μετά τον Αύγουστο του
2018, δεν βρίσκει ιδιαιτέρα αισιόδοξους τους διεθνείς αναλυτές,
δεδομένου ότι η κυβέρνηση έχει ήδη συμφωνήσει σε μέτρα λιτότητας για το
2019 και το 2020, στη διατήρηση υψηλών πλεονασμάτων για το μεσοπρόθεσμο
διάστημα και σε αυστηρή εποπτεία.
Όπως πρόσφατα τόνισε ο Τόμας Βίζερ, στην
Ελλάδα η εποπτεία μετά το Μνημόνιο θα είναι πιο αυστηρή από ό,τι στην
Ισπανία ή σε άλλα κράτη δεδομένου του μεγάλου ποσού του δανείου και των
μεγάλων περιόδου ωρίμανσης της αποπληρωμής του, που θα δημιουργήσουν μία
σειρά από ζητήματα στην περίοδο μετά το τέλος του προγράμματος. Όπως
υπογράμμισε, η διαδικασία της εποπτείας θα ισχύει έως ότου ολοκληρωθεί η
αποπληρωμή του 75% του χρέους και αυτό θα πάρει πολύ καιρό.
Σύμφωνα με την HSBC, η αβεβαιότητα γύρω
από την τρίτη αξιολόγηση του προγράμματος καθώς και η ολοκλήρωση του
προγράμματος είναι ακόμη υψηλή, ενώ μια "καθαρή έξοδος" από τα
προγράμματα διάσωσης το επόμενο έτος φαίνεται απίθανη, καθώς η πρόοδος
στην περαιτέρω ελάφρυνση του χρέους από την Ευρωζώνη έχει σταματήσει.
Σύμφωνα με το βασικό σενάριο της J.P.
Morgan η έξοδος της Ελλάδας από το πρόγραμμα δεν θα είναι "καθαρή", αλλά
θα συμφωνηθεί στήριξη από μια προληπτική πιστωτική γραμμή και σημαντικό
έλεγχο από τους δανειστές στις κινήσεις της ελληνικής κυβέρνησης
μεσοπρόθεσμα.
Όπως υποστηρίζει η Citi, το κατά πόσον η
Ελλάδα θα μπορέσει να σταθεί και πάλι στα πόδια της χωρίς την επίσημη
εξωτερική χρηματοδότηση μετά τον Αύγουστο του 2018 παραμένει αβέβαιο,
όσο και αν η πολιτική βούληση για επίτευξη αυτού του στόχου φαίνεται να
αυξάνεται από όλες τις πλευρές.
4. Σύννεφα πάνω από την περαιτέρω ελάφρυνση του χρέους
Η περαιτέρω ελάφρυνση του ελληνικού
χρέους είναι το απόλυτο σήμα που περιμένουν οι επενδυτές για να στραφούν
και πάλι στα ελληνικά ομόλογα αλλά και γενικότερα τα ελληνικά assets,
αφού έτσι θα αρθεί η αβεβαιότητα γύρω από τη βιωσιμότητά του. Αν και στο
Εurogroup του Ιουνίου υπήρξε συμφωνία γύρω από το θέμα του χρέους,
καθώς αποτελεί προϋπόθεση για την παραμονή του ΔΝΤ χρηματοδοτικά στο
πρόγραμμα, ωστόσο οι τελευταίες εξελίξεις δεν δείχνουν ότι θα υπάρξει
κάτι συνταρακτικό σε αυτό το μέτωπο το επόμενο διάστημα.
Μπορεί ο Πολ Τόμσεν να διαμήνυσε ότι το
ΔΝΤ μπορεί να είναι τελικά ευχαριστημένο ακόμη και με απλώς μεγαλύτερες
διάρκειες χρέους παρά με πρόσθετες περιόδους χάριτος / μειώσεις
επιτοκίων και αυτό θα μπορούσε να διευκολύνει τη συμφωνία για την
ελάφρυνση του χρέους, ωστόσο οι διαθέσεις από την πλευρά των Ευρωπαίων
δεν φαίνεται να έχουν αλλάξει.
Ο Γερούν Ντάισελμπλουμ δήλωσε ξεκάθαρα
αυτή την εβδομάδα πως το θέμα του χρέους πριν από το τέλος του
προγράμματος δεν υπάρχει περίπτωση να τεθεί στο τραπέζι. "Είμαστε
έτοιμοι, αν η ελληνική κυβέρνηση κάνει αυτό που της αναλογεί, να κάνουμε
περισσότερα, αν χρειαστεί, για το χρέος. Στο τέλος του προγράμματος, το
προσεχές καλοκαίρι, θα εξετάσουμε εκ νέου πόσο βιώσιμο είναι", είπε ο
επικεφαλής του Eurogroup, ξεκαθαρίζοντας έτσι για μία ακόμη φορά την
αμετάβλητη στάση των Ευρωπαίων.
Την ίδια στιγμή, ο νέος Γερμανός ΥΠΟΙΚ. ο
οποίος θα προέλθει το πιθανότερο από το κόμμα του FDP, θα περιπλέξει
σημαντικά τη συζήτηση για την ελάφρυνση του ελληνικού χρέους και το τι
θα ακολουθήσει μετά το τρέχον πρόγραμμα για την Ελλάδα, δεδομένης της
στάσης του FDP για την Ελλάδα αλλά και τα πακέτα διάσωσης στην Ευρωζώνη
γενικότερα.
5. Η ανάκαμψη και το Grinvestment δεν "πείθoυν"
Το ψαλίδι στο πλεόνασμα του 2016 από την
ΕΛΣΤΑΤ και η ύφεση αντί για ανάπτυξη, πέρσι που εμφάνισε η ελληνική
οικονομία, κάθε άλλο παρά δηλώνουν αισιοδοξία σε ό,τι αφορά την επίτευξη
των φετινών στόχων.
Επιπλέον, η στροφή προς το Grinvestment
που ακολουθεί η ελληνική κυβέρνηση δεν έχει ακόμη "ακουμπήσει" τους
επενδυτές με το μπρος-πίσω ως προς την ολοκλήρωση των επενδυτικών
projects (όπως αυτό του Ελληνικού) να έχει "χτυπήσει" τις επενδυτικές
προθέσεις.
Στο δημοσιονομικό μέτωπο, μένει να φανεί
ο αντίκτυπος των διορθώσεων στο πλεόνασμα. Μπορεί η καθοδική διόρθωση
στο περσινό πλεόνασμα να μην οδηγεί σε νέα μέτρα αφού η υπεραπόδοση
παραμένει, ωστόσο μένει να φανεί αν οι δανειστές κρίνουν ότι θα υπάρξει
αρνητική επίπτωση στο πλεόνασμα του 2017.
Αξίζει να σημειώσουμε πως η ελληνική
κυβέρνηση, σύμφωνα και με το προσχέδιο του Προϋπολογισμού, έχει στόχο
πλεόνασμα 2,21% του ΑΕΠ φέτος (έναντι 1,75% που είναι ο μνημονιακός
στόχος και 1,8% που "βλέπει" το ΔΝΤ).
Παράλληλα, και στο μέτωπο της ανάπτυξης,
παραμένουν πολλά ερωτηματικά. Οι διεθνείς αναλυτές, αν και εκτιμούν ότι
οι ρυθμοί φέτος θα είναι θετικοί, σε καμία περίπτωση δεν "βλέπουν" ότι ο
υψηλός και μη ρεαλιστικός στόχος της κυβέρνησης (1,58% φέτος, 2,4% το
2018) θα "πιαστεί".
Σύμφωνα με την Citigroup, το
μακροοικονομικό περιβάλλον παραμένει εύθραυστο και εξαρτάται σε μεγάλο
βαθμό από την ισχυρότερη ανάκαμψη της εμπιστοσύνης και των εισροών ξένων
επενδύσεων.
Η ανάπτυξη στην Ελλάδα θα κυμανθεί γύρω
στο 1%-1,5% αντί για 2%-2,5% που ελπίζει η κυβέρνηση, και αυτό λόγω της
συνεχιζόμενης δημοσιονομικής λιτότητας, της χαμηλής ανταγωνιστικότητας
των εξαγωγών και των πολύ χαμηλών επιπέδων της εγχώριας ρευστότητας. Και
αυτό αναμένεται να συνεχιστεί και τα επόμενα χρόνια, αφού σύμφωνα με
τις εκτιμήσεις της αμερικανικής τράπεζας η ανάπτυξη το 2019 θα κινηθεί
στο 1,3% και το 2020 και το 2021 θα βρεθεί στο 1,4%.
Η ΗSBC σημειώνει πως η οικονομική
ανάκαμψη έχει επιστρέψει στην Ελλάδα, καθώς το β' τρίμηνο του 2017 το
ΑΕΠ αυξήθηκε κατά 0,5% σε τριμηνιαία βάση, ο δείκτης οικονομικού
κλίματος επανήλθε στα επίπεδα που ήταν στα τέλη του 2014, οι δείκτες
μεταποίησης PMI βελτιώνονται και είναι στο υψηλότερο επίπεδο από το 2008
και η βιομηχανική παραγωγή σημείωσε τρεις συνεχείς μήνες αύξησης.
Ωστόσο, η τράπεζα δεν συμμερίζεται την αισιοδοξία της ελληνικής
κυβέρνησης και προβλέπει αύξηση του ΑΕΠ κατά 0,9% το 2017 και 2,0% το
2018.
Παρά τα θετικά σημάδια, η Ελλάδα απέχει
πολύ από την επίτευξη μιας ισχυρής ανάκαμψης, σημειώνει από την πλευρά
της η Capital Economics. Όπως τονίζει, η ανάπτυξη στην Ελλάδα θα
παραμείνει εύθραυστη, καθώς τα προβλήματα των τραπεζών δεν θα επιλυθούν
σε μία νύχτα και η λιτότητα δεν έχει τελειώσει. Σύμφωνα με τις
εκτιμήσεις της το ελληνικό ΑΕΠ θα αναπτυχθεί στο 0,8% φέτος, και στο
1,5% το 2018.
Δεδομένων αυτών των ζητημάτων, η Ελλάδα
ενδέχεται να χρειαστεί ένα τέταρτο μνημόνιο διάσωσης μετά τον Αύγουστο
του 2018, σημειώνει η Capital Economics.