Απάντηση στο αν μπορεί να
ποσοτικοποιηθεί η στασιμότητα που παρατηρήθηκε στην ελληνική οικονομία
κατά την τριετία 2014-2016, υπό τη μορφή δυνητικής απώλειας ΑΕΠ,
επιχειρούν να δώσουν οι αναλυτές της Eurobank, στο εβδομαδιαίο δελτίο "7
ημέρες Οικονομία".
Όπως τονίζουν η απάντηση δεν είναι μία
και μοναδική, καθώς διαφοροποιείται ανάλογο με το μέτρο σύγκρισης που θα
επιλεγεί, ενώ υπάρχουν αρκετά επιχειρήματα υπέρ και κατά της κάθε
επιλογής. Οι αναλυτές της Eurobank, επιλέγουν να παραθέσουν το κόστος
της στασιμότητας χρησιμοποιώντας ως μέτρο σύγκρισης τον ετήσιο ρυθμό
οικονομικής μεγέθυνσης της ευρωζώνης για την περίοδο 2013-2016. Όπως
παρατηρούν, το 2016 η ελληνική οικονομία υπολειπόταν σε όρους
πραγματικού ΑΕΠ κατά περίπου € 9,4 δισ. σε σύγκριση με την πορεία που θα μπορούσε να ακολουθήσει αν αναπτυσσόταν με το ρυθμό μεγέθυνσης της ευρωζώνης.
"Θεωρούμε ότι το συγκεκριμένο μέγεθος
προσεγγίζει ένα "ελάχιστο κόστος στασιμότητας" υπό την έννοια ότι η
ελληνική οικονομία λόγω της πολυετούς ύφεσης (2007-2013) θα μπορούσε να
πετύχει υψηλότερους ρυθμούς μεγέθυνσης από τους αντίστοιχους της
ευρωζώνης (η ίδια λογική ισχύει και σήμερα για τα επόμενα έτη)",
τονίζουν.
Πάντως, "βάσει των στοιχείων που
γνωρίζουμε για την απόδοση της οικονομίας τα 2 πρώτα τρίμηνα του 2017
(και για δείκτες υψηλής συχνότητας το 3ο τρίμηνο 2017) θεωρούμε ότι το
τρέχον έτος δύναται να αποτελέσει την αρχή της εξόδου της ελληνικής
οικονομίας από την παγίδα στασιμότητας των τελευταίων ετών", αναφέρουν.
Ζητούμενο είναι η προαναφερθείσα πορεία
ανάκαμψης να μην αποδειχτεί βραχύβια (όπως συνέβη στο παρελθόν) και πάνω
από όλα να ισχυροποιηθεί (υψηλοί ρυθμοί μεγέθυνσης).
Αναλυτικά, η μελέτη αναφέρει:
"Την Τρίτη 17 Οκτωβρίου 2017 η Ελληνική
Στατιστική Αρχή (ΕΛΣΤΑΤ) ανακοίνωσε τη 2η εκτίμηση για τους ετήσιους
εθνικούς λογαριασμούς του έτους 2016. Επιπρόσθετα προέβη σε αναθεώρηση
των χρονολογικών σειρών για τα έτη 2014 και 2015. Βάσει των νέων
στοιχείων η γενική εικόνα αναφορικά με την μακροοικονομική επίδοση της
Ελλάδος τα τρία τελευταία χρόνια, δηλαδή των ετών της στασιμότητας, δε
διαφοροποιείται σε σημαντικό βαθμό. Παραδείγματος χάριν με βάση τα
παλαιά στοιχεία η σωρευτική μεταβολή του πραγματικού ΑΕΠ το 2016 σε
σύγκριση με το 2013 ήταν 0,1%. Το αντίστοιχο μέγεθος με βάση τα
αναθεωρημένα στοιχεία αυξήθηκε οριακά στο 0,2%.
Παρατηρούμε τα εξής:
1ον Ο ρυθμός
οικονομικής μεγέθυνσης για το έτος 2014, χρονιά κατά την οποία η
ελληνική οικονομία παρουσίασε για πρώτη φορά σημάδια σταθεροποίησης
ύστερα από την εξαετή ύφεση 2007-2013, αναθεωρήθηκε επί τα βελτίω.
Πιο αναλυτικά:
διαμορφώθηκε στο 0,7% από 0,4%
προηγουμένως. Η εν λόγω αναθεώρηση αποτελεί τον αποκλειστικό λόγο για
τον οποίο η σωρευτική μεταβολή του ΑΕΠ το 2016 σε σύγκριση με το 2013
εμφανίζεται οριακά υψηλότερη σε σχέση με τα παλαιότερα στοιχεία (0,2% vs
0,1%). Από ποιες συνιστώσες του ΑΕΠ προήλθαν οι παραπάνω μεταβολές; Oι
ετήσιοι ρυθμοί μεταβολής της ιδιωτικής κατανάλωσης και του ακαθάριστου
σχηματισμού κεφαλαίου (επενδύσεις παγίων +μεταβολή αποθεμάτων)
αναθεωρήθηκαν προς τα πάνω (μπλε χρώμα). Ο μεν πρώτος από το 0,4% στο
0,6% ο δε δεύτερος από το 4,2% στο 6,7%. Η τελευταία μεταβολή προήλθε
από τη συνιστώσα των αποθεμάτων καθώς ο ρυθμός μεταβολής του ακαθάριστου
σχηματισμού παγίου κεφαλαίου αναθεωρήθηκε επί τα χείρω (-4,7% vs -4,6%,
κόκκινο χρώμα). Τέλος, οι εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών ενισχύθηκαν
κατά 7,7% το 2014 (7,8% βάσει των παλαιοτέρων στοιχείων) και το
αντίστοιχο μέγεθος για τις εισαγωγές ήταν 7,7% (7,6% βάσει των
παλαιοτέρων στοιχείων).
Οι δύο τελευταίες αναθεωρήσεις είχαν
αρνητική συνεισφορά (ωστόσο πολύ οριακή) στην ετήσια μεταβολή του
πραγματικού ΑΕΠ με βάση τα νέα στοιχεία.
2ον Ο ρυθμός
οικονομικής μεγέθυνσης για το έτος 2015 αναθεωρήθηκε επί τα χείρω στο
-0,3% από -0,2%. Είναι αναντίρρητα αποδεκτό ότι κατά τη διάρκεια του
προαναφερθέντος έτους η ελληνική οικονομία δέχτηκε ισχυρές διαταραχές
(π.χ. παρατεταμένη διαπραγμάτευση, τραπεζική αργία, έλεγχοι στην κίνηση
κεφαλαίων) ωστόσο παρέμεινε αρκετά ανθεκτική σε σύγκριση με τις αρχικές
προβλέψεις για μεγάλη ύφεση. H προς τα κάτω, έστω και οριακά, αναθεώρηση
της ετήσιας μεταβολής του πραγματικού ΑΕΠ για το έτος 2015 προήλθε από
τις συνιστώσες της ιδιωτικής κατανάλωσης (-0,5 vs -0,2%), του
ακαθάριστου σχηματισμού κεφαλαίου (-9,0% vs -8,9% και ακαθάριστου
σχηματισμού παγίου κεφαλαίου -0,3% vs -0,2%), των εξαγωγών (3,1% vs
3,4%) και των εισαγωγών (0,4% vs 0,3%). Η μόνη συνιστώσα δαπάνης της
οποίας η ετήσια μεταβολή αναθεωρήθηκε προς τα πάνω ήταν αυτή της
δημόσιας κατανάλωσης (1,2% vs 0,0%).
3ον Η ετήσια μεταβολή
του πραγματικού ΑΕΠ το 2016 διαμορφώθηκε στο -0,2% από 0,0% με βάση τα
παλαιότερα στοιχεία. Η συγκεκριμένη αλλαγή προήλθε κυρίως από την επί τα
χείρω αναθεώρηση του ρυθμού μεταβολής της ιδιωτικής κατανάλωσης από
1,4% στο 0,0%. Στην αντίθετη κατεύθυνση κινήθηκαν οι επενδύσεις με
θετική αναθεώρηση στο 7,4% από -0,7% προηγουμένως. Αξίζει να σημειώσουμε
ότι το 2016 οι επενδύσεις σε πάγια κατέγραψαν για πρώτη φορά από
την αρχή της ελληνικής κρίσης θετικό ρυθμό μεγέθυνσης (1,6%). Είναι
αυτονόητο ότι το συγκεκριμένο μέγεθος είναι πολύ μικρό για να
υποστηρίξει ένα μονοπάτι βιώσιμων και υψηλών ρυθμών οικονομικής
μεγέθυνσης. Τέλος, στις υπόλοιπες συνιστώσες της ζήτησης, η ετήσια
μεταβολή της δημόσιας κατανάλωσης (-1,5% vs -2,1%), των εξαγωγών (-1,8%
vs -2,0%) και των εισαγωγών (0,3% vs -0,4%) αναθεωρήθηκαν προς τα πάνω.
4ον Δύναται να
υποστηριχτεί ότι βάσει των προαναφερθέντων αναθεωρήσεων η γενική εικόνα
για την μακροοικονομική επίδοση της Ελλάδος την τριετία 2013-2016 δεν
διαφοροποιείται σε σημαντικό βαθμό. Όπως έχουμε τονίσει οι αναλυτές της
Eurobank σε παλαιότερα τεύχη του δελτίου 7ημέρες ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ η παγίδα
στασιμότητας ισοδυναμεί με κόστος για την οικονομία υπό τη μορφή
δυνητικής απώλειας προϊόντος = εισοδήματος.
Μπορεί να ποσοτικοποιηθεί το
συγκεκριμένο κόστος; Η απάντηση δεν είναι μια και μοναδική καθώς
διαφοροποιείται ανάλογα με το μέτρο σύγκρισης (yardstick). Για
παράδειγμα: (α) θα μπορούσε να επιλεγεί ως μέτρο σύγκρισης η πορεία που
θα ακολουθούσε η οικονομία αν επιβεβαιωνόντουσαν οι προβλέψεις των
επίσημων οργανισμών (π.χ. ΔΝΤ, Ευρωπαϊκή Επιτροπή, ΟΟΣΑ κ.α), (β) μια
άλλη επιλογή θα μπορούσε να είναι ο μακροχρόνιος ρυθμός μεγέθυνσης της
οικονομίας και (γ) μια πρόσθετη επιλογή θα μπορούσε να είναι ο μέσος
ρυθμός μεγέθυνσης μιας ένωσης κρατών στην οποία και ανήκει η υπό εξέταση
οικονομία (π.χ. Ευρωζώνη ή Ευρωπαϊκή Ένωση των 28 κρατών μελών
(ΕΕ-28)).
Υπάρχουν αρκετά επιχειρήματα υπέρ και
κατά για τις προαναφερθείσες επιλογές ως μέτρα σύγκρισης. Η παρουσίασή
τους ξεπερνά τα πλαίσια ανάλυσης του παρόντος δελτίου. Eπιλέγουμε να
παραθέσουμε το κόστος της στασιμότητας χρησιμοποιώντας ως μέτρο
σύγκρισης τον ετήσιο ρυθμό οικονομικής μεγέθυνσης της Ευρωζώνης για την
περίοδο 2013-2016. Παρατηρούμε ότι το 2016 η ελληνική οικονομία
υπολειπόταν σε όρους πραγματικού ΑΕΠ κατά περίπου 9,4 δισ. € σε σύγκριση
με την πορεία που θα μπορούσε να ακολουθήσει αν αναπτυσσόταν με το
ρυθμό μεγέθυνσης της Ευρωζώνης.
Θεωρούμε ότι το συγκεκριμένο μέγεθος
προσεγγίζει ένα "ελάχιστο κόστος στασιμότητας" υπό την έννοια ότι η
ελληνική οικονομία λόγω της πολυετούς ύφεσης (2007-2013) θα μπορούσε να
πετύχει υψηλότερους ρυθμούς μεγέθυνσης από τους αντίστοιχους της
Ευρωζώνης (η ίδια λογική ισχύει και σήμερα για τα επόμενα έτη).
5ον Βάσει των στοιχείων
που γνωρίζουμε για την απόδοση της οικονομίας τα 2 πρώτα τρίμηνα του
2017 (και για δείκτες υψηλής συχνότητας το 3ο τρίμηνο 2017) θεωρούμε ότι
το τρέχον έτος δύναται να αποτελέσει την αρχή της εξόδου της ελληνικής
οικονομίας από την παγίδα στασιμότητας των τελευταίων ετών.
Ζητούμενο είναι η προαναφερθείσα πορεία
ανάκαμψης να μην αποδειχτεί βραχύβια (όπως συνέβη στο παρελθόν) και πάνω
από όλα να ισχυροποιηθεί (υψηλοί ρυθμοί μεγέθυνσης). Σύμφωνα με τα
προσωρινά στοιχεία εκτέλεσης του κρατικού προϋπολογισμού (ΚΠ), για το
εννεάμηνο Ιανουαρίου – Σεπτεμβρίου 2017 το πρωτογενές αποτέλεσμα ΚΠ
διαμορφώθηκε σε πλεόνασμα €4.502 εκατ. (τροποποιημένη ταμειακή βάση)
μικρότερο έναντι του στόχου κατά -€54 εκατ.
Το ισοζύγιο ΚΠ παρουσίασε έλλειμμα -€367
εκατ. καταγράφοντας αρνητική απόκλιση έναντι του στόχου της τάξης των
-€76 εκατ. Σύμφωνα με τα προσωρινά στοιχεία εκτέλεσης του κρατικού
προϋπολογισμού (ΚΠ), για το εννεάμηνο Ιανουαρίου – Σεπτεμβρίου 2017 τα
καθαρά έσοδα ΚΠ ανήλθαν στα €35.989 εκατ. (τροποποιημένη ταμειακή βάση)
μειωμένα έναντι του στόχου κατά -€2.391 εκατ.2
Η εν λόγω επίδοση οφείλεται κυρίως στη
θετική απόκλιση σε σύγκριση με τον στόχο που σημείωσαν οι επιστροφές
φόρων (+€1.762 εκατ.).
Επιπρόσθετα, τα έσοδα προ επιστροφών
φόρων, αποκρατικοποιήσεων και του προγράμματος δημοσίων επενδύσεων (ΠΔΕ)
παρουσίασαν πτώση έναντι του στόχου της τάξης των -€475, -€53 και -€101
εκατ. αντίστοιχα.
Στο σκέλος των δαπανών καταγράφηκε
αρνητική απόκλιση έναντι του στόχου της τάξης των -€2.316 εκατ. (€36.356
vs €38.672 εκατ.). Πιο αναλυτικά, οι πρωτογενείς δαπάνες και οι δαπάνες
ΠΔΕ παρουσίασαν υστέρηση κατά -€1.615 (€29.709 vs €31.325 εκατ.) και
-€722 (€1.777 vs €2.499 εκατ.) εκατ. αντίστοιχα. Στην αντίθετη
κατεύθυνση κινήθηκε η συνιστώσα των τόκων καταγράφοντας θετική απόκλιση
της τάξης των €22 εκατ. (€4.870 vs €4.848 εκατ.).
Βάσει της εξέλιξης των εσόδων και των
δαπανών για το εννεάμηνο Ιανουαρίου – Σεπτεμβρίου 2017, το πρωτογενές
αποτέλεσμα ΚΠ ανήλθε σε πλεόνασμα €4.502 εκατ. μειωμένο έναντι του
στόχου κατά -€54 εκατ. Το ισοζύγιο ΚΠ, δηλαδή το πρωτογενές αποτέλεσμα
συν τη δαπάνη των τόκων, διαμορφώθηκε σε έλλειμμα -€367 εκατ.
παρουσιάζοντας αρνητική απόκλιση έναντι του στόχου της τάξης των -€76
εκατ.".