Τα οφέλη των μεταρρυθμίσεων περιέγραψε ο
διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, Γιάννης Στουρνάρας στο πλαίσιο της
ομιλίας του σε Συνέδριο της Ελληνοαμερικανικής Ένωσης με θέμα
"Αναζητώντας τη Μεταρρύθμιση στην νεότερη και σύγχρονη Ελλάδα".
Ο κ. Στουρνάρας επικαλέστηκε πιο
συγκεκριμένα τη συμβολή τους στην προώθηση της επιχειρηματικότητας και
της ανταγωνιστικότητας, στον εκσυγχρονισμό της δημόσιας διοίκησης καθώς
και στην ενίσχυση των επενδύσεων σε έρευνα και καινοτομία.
"Οι μεταρρυθμίσεις, σε συνδυασμό με
ευνοϊκό μακροοικονομικό περιβάλλον και το κατάλληλο μίγμα δημοσιονομικής
πολιτικής, αποτελούν βασικό στοιχείο για την επίτευξη του στόχου για
ισχυρή, βιώσιμη και ισορροπημένη ανάπτυξη", είπε.
Ο κεντρικός τραπεζίτης τόνισε την ανάγκη
να αλλάξει το παραγωγικό πρότυπο της χώρας ώστε ο σχεδιασμός των
μεταρρυθμίσεων να δημιουργεί τα σωστά κίνητρα για τον ιδιωτικό τομέα.
"Η ελληνική οικονομία θα πρέπει να
αποκτήσει τα χαρακτηριστικά μιας σύγχρονης οικονομίας, ώστε, βασιζόμενη
στα ισχυρά συγκριτικά της πλεονεκτήματα, να μπορέσει να εξασφαλίσει
βιώσιμη ανάπτυξη.
Υπάρχουν σήμερα μεγάλες ευκαιρίες που
δεν θα πρέπει να μείνουν αναξιοποίητες. Για να εκμεταλλευθούμε αυτές τις
ευκαιρίες, θα πρέπει κυρίως να προσαρμόσουμε κατάλληλα την αναπτυξιακή
μας στρατηγική και να υιοθετήσουμε ένα εξωστρεφές αναπτυξιακό πρότυπο
που θα στηρίζεται, μεταξύ άλλων, σε ιδιωτικοποιήσεις και στην αξιοποίηση
της δημόσιας ακίνητης περιουσίας, με στόχο να γίνει η Ελλάδα
αναπτυξιακός κόμβος στην ευρύτερη περιοχή. Κυρίως όμως πρέπει να
επιζητούμε την προσέλκυση ξένων επενδύσεων και να μη χάσουμε, για μια
ακόμη φορά, τις ευκαιρίες που μας παρουσιάζονται", είπε.
Πώς θα ενισχυθεί η επιχειρηματικότητα
Βασικός ανασταλτικός παράγοντας της
επιχειρηματικότητας σήμερα είναι, σύμφωνα με τον Γ. Στουρνάρα, το
σχετικά υψηλό επίπεδο των φόρων και των εισφορών κοινωνικής ασφάλισης.
Η Τράπεζα της Ελλάδος έχει κατ’
επανάληψη προτείνει την αλλαγή του μίγματος της δημοσιονομικής
πολιτικής, ώστε να καταστεί πιο φιλικό προς την εργασία, την
επιχειρηματικότητα και την ανάπτυξη. Κάτι τέτοιο μπορεί να επιτευχθεί με
μεγαλύτερη έμφαση στην περικοπή μη παραγωγικών κρατικών δαπανών. Αυτό
μπορεί να γίνει, για παράδειγμα, μέσω της αξιολόγησης των δομών της
γενικής κυβέρνησης, του συστήματος κινητροδότησης των ποικίλων φορέων
της (π.χ. των ΟΤΑ) μέσω της επανεξέτασης του τρόπου που επιχορηγούνται
από την Κεντρική Διοίκηση, καθώς και με την επέκταση του θεσμού των
συμπράξεων δημόσιου-ιδιωτικού τομέα (ΣΔΙΤ) σε τομείς που ακόμα και
σήμερα θεωρούνται ταμπού, όπως, π.χ., η υγεία, η παιδεία, η κοινωνική
ασφάλιση. Σε συνδυασμό με πιο αποτελεσματική διαχείριση της δημόσιας
περιουσίας, κυρίως της ακίνητης, μέσω κατάλληλης νομοθεσίας για τις
χρήσεις γης, και με την περαιτέρω ενίσχυση της αποτελεσματικότητας του
δημόσιου τομέα, και ιδιαιτέρως του φοροεισπρακτικού μηχανισμού, η
περαιτέρω μείωση των μη παραγωγικών δαπανών του δημόσιου τομέα θα
επιτρέψει τη μείωση των υψηλών φορολογικών συντελεστών, ενισχύοντας έτσι
την αναπτυξιακή διαδικασία.
Αναλυτικά ο κ. Στουρνάρας ανέφερε τα εξής:
"Τα τελευταία χρόνια έχει γίνει
κατάχρηση της έννοιας μεταρρύθμιση, κάτι που στο μυαλό των περισσότερων
Ελλήνων οδήγησε στην απογύμνωση της λέξης από το πραγματικό νόημά της.
Όμως, όπως πολύ σωστά διατυπώνεται και από τους διοργανωτές του
συνεδρίου, "μεταρρύθμιση είναι το αίτημα για συνολική προσαρμογή στις
απαιτήσεις της νεωτερικότητας και της ένταξης στον σύγχρονο κόσμο". Η
κρίση που βιώνουμε τα τελευταία χρόνια έκανε επιτακτική την ανάγκη η
Ελλάδα να αλλάξει προς αυτή την κατεύθυνση. Η ελληνική οικονομία θα
πρέπει να αποκτήσει τα χαρακτηριστικά μιας σύγχρονης οικονομίας, ώστε,
βασιζόμενη στα ισχυρά συγκριτικά της πλεονεκτήματα, να μπορέσει να
εξασφαλίσει βιώσιμη ανάπτυξη. Στην ομιλία μου θα θίξω τρεις τομείς:
Μεταρρυθμίσεις για την ανταγωνιστικότητα, τις επενδύσεις και την
επιχειρηματικότητα, μεταρρυθμίσεις στη δημόσια διοίκηση, μεταρρυθμίσεις
στο τρίγωνο της γνώσης δηλαδή παιδεία, έρευνα και ανάπτυξη, καινοτομία.
Προοπτικές της ελληνικής οικονομίας
Παρά τα λάθη και τις οπισθοδρομήσεις,
παρά το σημαντικό οικονομικό και κοινωνικό κόστος της κρίσης, η Ελλάδα
έχει σημειώσει σημαντική πρόοδο τα τελευταία επτά χρόνια, τόσο στην
προσαρμογή των δημοσιονομικών και εξωτερικών ανισορροπιών της όσο και
στην εφαρμογή ενός αυστηρού προγράμματος μεταρρυθμίσεων. Έχει λοιπόν
ξεκινήσει ήδη η αναδιάρθρωση της οικονομίας προς την κατεύθυνση ενός
νέου, βιώσιμου, εξωστρεφούς αναπτυξιακού προτύπου, που βασίζεται στους
τομείς των διεθνώς εμπορεύσιμων αγαθών και υπηρεσιών και στην αύξηση του
μεριδίου των εξαγωγών στο ΑΕΠ. Τα θεμελιώδη μεγέθη της οικονομίας είναι
πολύ πιο υγιή πλέον, σε σχέση με την προ κρίσης περίοδο και αυτό αφήνει
περιθώρια αισιοδοξίας.
Προκλήσεις και ο ρόλος των διαρθρωτικών αλλαγών
Οι προβλέψεις για την ανάκαμψη της
οικονομίας βασίζονται στην παραδοχή ότι το πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων και
αποκρατικοποιήσεων θα υλοποιηθεί ομαλά και σύμφωνα με το καθορισμένο
χρονοδιάγραμμα. Η Ελλάδα αντιμετωπίζει την πρόκληση της εφαρμογής
αποτελεσματικών και περιεκτικών διαρθρωτικών αλλαγών, ώστε να
κεφαλαιοποιηθεί η έως τώρα πρόοδος, να ενισχυθούν οι θετικές προοπτικές
και να εδραιωθεί η εμπιστοσύνη των επενδυτών στην πορεία της οικονομίας.
Αυτό θα έχει θετικές επιδράσεις στη ρευστότητα του χρηματοπιστωτικού
συστήματος και στη μείωση του κόστους χρηματοδότησης του Ελληνικού
Δημοσίου, επιτρέποντας τη διατηρήσιμη πρόσβαση στις διεθνείς αγορές μετά
το πέρας του προγράμματος.
Οι μεταρρυθμίσεις, σε συνδυασμό με
ευνοϊκό μακροοικονομικό περιβάλλον και το κατάλληλο μείγμα
δημοσιονομικής πολιτικής, αποτελούν βασικό στοιχείο για την επίτευξη του
στόχου για ισχυρή, βιώσιμη και ισορροπημένη ανάπτυξη. Οι μεταρρυθμίσεις
που έγιναν την περίοδο της κρίσης αναμένεται να ενισχύσουν το
αναπτυξιακό δυναμικό της ελληνικής οικονομίας μεσομακροπρόθεσμα. Και
καθώς η οικονομία επανέρχεται σε τροχιά ανάπτυξης, η αύξηση της
απασχόλησης και της παραγωγικότητας θα είναι υψηλότερη σε σχέση με την
περίπτωση που δεν θα είχαν πραγματοποιηθεί μεταρρυθμίσεις.
Σύμφωνα με πρόσφατη έκθεση του Lisbon
Council (EuroPlus Monitor, September 2017 Update), η Ελλάδα εξακολουθεί
να βρίσκεται στην πρώτη θέση μεταξύ των 28 χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης
(ΕΕ), με βάση το Δείκτη Προώθησης Μεταρρυθμίσεων (Adjustment Progress
Indicator). Η υψηλή θέση της Ελλάδας στον τομέα αυτόν αποδίδεται κυρίως
στις προσπάθειες προσαρμογής που ξεκίνησαν το 2010 και συνεχίζονται
μέχρι σήμερα, παρά τα λάθη και τα διαλείμματα αδράνειας και
οπισθοδρόμησης.
Τα συνολικά οφέλη από τις μεταρρυθμίσεις
είναι σημαντικά για την οικονομία. Σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ, οι
μεταρρυθμίσεις που ήδη θεσπίστηκαν και εφαρμόζονται, μαζί με τις
υπόλοιπες μεταρρυθμίσεις που προβλέπονται στο πρόγραμμα, αναμένεται να
έχουν, ceteris paribus, συνολική αυξητική επίδραση στο πραγματικό ΑΕΠ
περίπου 13% εντός μιας δεκαετίας. Ωστόσο, αυτή η εκτίμηση είναι ένα
ελάχιστο επίπεδο, με την έννοια ότι δεν μπορούν εύκολα να
ποσοτικοποιηθούν άλλες μεταρρυθμίσεις, π.χ. η βελτίωση του δικαστικού
συστήματος, η αναμόρφωση του πτωχευτικού δικαίου, ο εκσυγχρονισμός της
δημόσιας διοίκησης και η αποτελεσματική αντιμετώπιση του προβλήματος των
μη εξυπηρετούμενων δανείων.
Από αναλύσεις των ερευνητών της Τράπεζας
της Ελλάδος προκύπτουν ανάλογες εκτιμήσεις, και η κυριότερη επίδραση
προέρχεται από την ταχύτερη άνοδο της συνολικής παραγωγικότητας των
συντελεστών παραγωγής.
Α) Προώθηση της επιχειρηματικότητας και της ανταγωνιστικότητας
Ο ρόλος των μεταρρυθμίσεων είναι
θεμελιώδης για την αύξηση της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας, για την
προσέλκυση ξένων άμεσων επενδύσεων και για την ενίσχυση της
εξωστρέφειας. Οι εγχώριες αποταμιεύσεις δεν επαρκούν για την κάλυψη των
επενδυτικών αναγκών της ελληνικής οικονομίας. Και μόνη οδός για να
καλυφθεί το μεγάλο επενδυτικό κενό είναι η προσέλκυση ξένων άμεσων
επενδύσεων, με έμφαση στους πιο παραγωγικούς τομείς της οικονομίας.
Απαραίτητη προϋπόθεση γι’ αυτά είναι η
δημιουργία του κατάλληλου πλαισίου επιχειρηματικότητας, εντός του οποίου
η ιδιωτική πρωτοβουλία θα λειτουργήσει αποτελεσματικά και,
εκμεταλλευόμενη τα δυναμικά συγκριτικά πλεονεκτήματα της χώρας και τη
σύγχρονη τεχνολογία, θα εξασφαλίσει βιώσιμη ανάπτυξη. O ρόλος του
κράτους έγκειται ακριβώς στη δημιουργία αυτού του πλαισίου.
Τα τελευταία επτά χρόνια, μαζί με την
πρωτοφανή, για τα ιστορικά δεδομένα, μακροοικονομική προσαρμογή, έγιναν
και σημαντικές μεταρρυθμίσεις που βελτίωσαν την ανταγωνιστικότητα τόσο
σε όρους κόστους όσο και σε όρους τιμών, και διαμόρφωσαν ένα κανονιστικό
περιβάλλον πιο φιλικό προς την επιχειρηματικότητα. Για παράδειγμα,
σύμφωνα με την κατάταξη του δείκτη "Ease of Doing Business" της
Παγκόσμιας Τράπεζας ως προς τις συνθήκες ίδρυσης μίας επιχείρησης, η
θέση της Ελλάδας βελτιώθηκε σημαντικά την περίοδο 2011-2016 (από τη
θέση 148 το 2011 στη θέση 56 το 2016).
Όμως η 56η θέση δεν μας ικανοποιεί.
Επίσης είναι αξιοσημείωτο ότι, σύμφωνα με την Έκθεση Παγκόσμιας
Ανταγωνιστικότητας του World Economic Forum, στους δείκτες που
σχετίζονται με την αποτελεσματική λειτουργία των θεσμών, η Ελλάδα το
2016 παρουσιάζει στασιμότητα ή/και επιδείνωση, λαμβάνοντας την τελευταία
θέση στην κατάταξη (87η). Σοβαρά εμπόδια για την επιχειρηματικότητα
θεωρούνται, σύμφωνα με την Έκθεση αυτή, η αναποτελεσματική
γραφειοκρατία, οι υψηλοί, σχετικά με το κατά κεφαλήν εισόδημα της χώρας,
φορολογικοί συντελεστές, η καθυστέρηση στην απονομή δικαιοσύνης και το
αβέβαιο οικονομικό περιβάλλον.
Επομένως, μένουν ακόμη αρκετά να γίνουν,
όπως η μείωση του μη μισθολογικού κόστους των επιχειρήσεων, η θέσπιση
ενός σταθερού φορολογικού συστήματος και η δημιουργία προβλέψιμου
οικονομικού περιβάλλοντος, φιλικού προς την επιχειρηματικότητα. Η ύπαρξη
ενός αποτελεσματικού και ευέλικτου θεσμικού πλαισίου που διευκολύνει
τις επενδύσεις, η μείωση της γραφειοκρατίας και η λήψη των απαραίτητων
μέτρων για την υποστήριξη της υπάρχουσας επιχειρηματικής δραστηριότητας,
αλλά και για την προώθηση της νέας επιχειρηματικότητας, μπορούν επίσης
να επιδράσουν ουσιαστικά στην αναπτυξιακή πορεία της χώρας.
Βασικός ανασταλτικός παράγοντας της
επιχειρηματικότητας σήμερα είναι το σχετικά υψηλό επίπεδο των φόρων και
των εισφορών κοινωνικής ασφάλισης. Η Τράπεζα της Ελλάδος έχει κατ’
επανάληψη προτείνει την αλλαγή του μίγματος της δημοσιονομικής
πολιτικής, ώστε να καταστεί πιο φιλικό προς την εργασία, την
επιχειρηματικότητα και την ανάπτυξη. Κάτι τέτοιο μπορεί να επιτευχθεί με
μεγαλύτερη έμφαση στην περικοπή μη παραγωγικών κρατικών δαπανών. Αυτό
μπορεί να γίνει, για παράδειγμα, μέσω της αξιολόγησης των δομών της
γενικής κυβέρνησης, του συστήματος κινητροδότησης των ποικίλων φορέων
της (π.χ. των ΟΤΑ) μέσω της επανεξέτασης του τρόπου που επιχορηγούνται
από την Κεντρική Διοίκηση, καθώς και με την επέκταση του θεσμού των
συμπράξεων δημόσιου-ιδιωτικού τομέα (ΣΔΙΤ) σε τομείς που ακόμα και
σήμερα θεωρούνται ταμπού, όπως, π.χ., η υγεία, η παιδεία, η κοινωνική
ασφάλιση. Σε συνδυασμό με πιο αποτελεσματική διαχείριση της δημόσιας
περιουσίας, κυρίως της ακίνητης, μέσω κατάλληλης νομοθεσίας για τις
χρήσεις γης, και με την περαιτέρω ενίσχυση της αποτελεσματικότητας του
δημόσιου τομέα, και ιδιαιτέρως του φοροεισπρακτικού μηχανισμού, η
περαιτέρω μείωση των μη παραγωγικών δαπανών του δημόσιου τομέα θα
επιτρέψει τη μείωση των υψηλών φορολογικών συντελεστών, ενισχύοντας έτσι
την αναπτυξιακή διαδικασία.
Εκτός όμως από τα παραπάνω, απαιτείται η
Ελλάδα να διευρύνει τη βάση του συγκριτικού της πλεονεκτήματος. Η
ελληνική οικονομία υστερεί σε κρίσιμους καινοτόμους και διεθνώς
ανταγωνιστικούς βιομηχανικούς κλάδους, όπως και σε μεγάλες επιχειρήσεις
με υψηλή προστιθέμενη αξία και υψηλής εξειδίκευσης θέσεις εργασίας. Η
πρόκληση σήμερα είναι η περαιτέρω άνοδος των εγχωρίως παραγόμενων
προϊόντων και υπηρεσιών στην κλίμακα της τεχνολογικής εξειδίκευσης και η
ένταξη των ελληνικών επιχειρήσεων σε διεθνείς παραγωγικές αλυσίδες
αξίας. Το 2011, ο δείκτης συμμετοχής σε παγκόσμιες αλυσίδες αξίας κατά
τον ΟΟΣΑ ήταν 43% στην Ελλάδα, σε σχέση με 63% στην Ουγγαρία, 66% στη
Σλοβακία και 50% στην Πορτογαλία.
Στην ενίσχυση της συμμετοχής της Ελλάδας
στις παγκόσμιες αλυσίδες αξίας θα βοηθήσει η δημιουργία εγχώριων
συστάδων παραγωγής υψηλής προστιθέμενης αξίας. Κατάλληλα χρηματοδοτικά
εργαλεία και διευκολύνσεις σε επιχειρήσεις για την ένταξή τους σε
συστάδες αλυσίδων προστιθέμενης αξίας μπορούν να δημιουργήσουν
οικονομίες κλίμακας από τη συγκέντρωση δραστηριοτήτων εξωτερικής
ανάθεσης (outsourcing) σε χωρικά οργανωμένες περιοχές (βιομηχανικά
πάρκα, τεχνολογικά πάρκα, πάρκα εφοδιαστικής αλυσίδας κ.ά.). Σημαντική
θετική επίδραση μπορεί επίσης να έχει η βελτίωση των δικτύων των
μεταφορών και της εφοδιαστικής μέριμνας (logistics) και η αναβάθμιση των
υποδομών τηλεπικοινωνιών και πληροφορικής, σε συνδυασμό με τις υποδομές
γνώσης και καινοτομίας, λαμβάνοντας υπόψη τον τρόπο που οι τεχνολογίες
αυτές επηρεάζουν την παραγωγικότητα και όλες τις πτυχές της οικονομικής
και κοινωνικής δραστηριότητας.
Καθοριστικός παράγοντας της
ανταγωνιστικότητας είναι η ποιότητα του συνόλου των κανόνων που διέπουν
τη λειτουργία των αγορών. Αυτοί θα πρέπει να προωθούν τον ανταγωνισμό,
τις επενδύσεις και την επιχειρηματικότητα. Υπερβολική και χαμηλής
ποιότητας ρύθμιση συνδέεται γενικά με χαμηλή αποτελεσματικότητα και
δυσμενή οικονομικά αποτελέσματα. Οι πρόσφατες αλλαγές στο νομικό πλαίσιο
της πολιτικής ανταγωνισμού και της ίδιας της Επιτροπής Ανταγωνισμού
είχαν ως αποτέλεσμα η Ελλάδα να εφαρμόζει πολλές βέλτιστες πρακτικές
σύμφωνα με τις συστάσεις του ΟΟΣΑ.
Παρά τις πρόσφατες μεταρρυθμίσεις, οι
αγορές προϊόντων στην Ελλάδα εξακολουθούν να είναι από τις πλέον
ρυθμιζόμενες μεταξύ των χωρών του ΟΟΣΑ. Υπάρχουν επομένως μεγάλα
περιθώρια για οφέλη από την κανονιστική μεταρρύθμιση. Οι προτεινόμενες
πολιτικές περιλαμβάνουν τη μείωση του αριθμού των εμποδίων για την
έναρξη και την επέκταση μιας επιχείρησης, την ενίσχυση του νόμου περί
ανταγωνισμού και την επιβολή κυρώσεων, την προώθηση ισότιμων όρων
ανταγωνισμού, την άρση των περιοριστικών κανονισμών, ιδίως στους τομείς
των υπηρεσιών, την αποτελεσματική εφαρμογή των διαδικασιών πτώχευσης, τη
διασφάλιση κράτους δικαίου και ενός αποτελεσματικού δικαστικού
συστήματος, όπου η απονομή δικαιοσύνης δεν καθυστερεί. Η γρήγορη και
αποτελεσματική ολοκλήρωση των μεταρρυθμίσεων θα πρέπει να στοχεύει σαφώς
στην απελευθέρωση των αγορών προϊόντων και υπηρεσιών, την εξάλειψη των
περιττών και στρεβλωτικών κανονισμών και την ενίσχυση της ανεξαρτησίας
των ρυθμιστικών φορέων.
Β) Εκσυγχρονισμός της δημόσιας διοίκησης
Ο εκσυγχρονισμός της δημόσιας διοίκησης
θα πρέπει να είναι στις βασικές προτεραιότητες του προγράμματος
μεταρρύθμισης. Η Ελλάδα για να μπορεί να είναι πρωτοπόρος των εξελίξεων,
ή τουλάχιστον για να μην υστερεί, χρειάζεται σύγχρονο κράτος και
αποτελεσματική δημόσια διοίκηση, ικανή να εφαρμόζει με συνέπεια τη
δημόσια πολιτική και να αντιμετωπίζει με υπευθυνότητα και τεχνογνωσία τα
δημόσια προβλήματα.
Η μεταρρύθμιση του Δημοσίου είναι πολύ
σύνθετη διαδικασία. Χρειάζεται νέο σύστημα διαχείρισης του ανθρώπινου
δυναμικού, μεθοδολογία, νοοτροπία και φιλοσοφία διοίκησης και οργάνωσης
πέρα από τη γραφειοκρατία και την αδράνεια. Βασικές αρχές θα πρέπει να
είναι η έμφαση στους στόχους και τα αποτελέσματα, στην οικονομία των
μέσων, στις νέες τεχνολογίες, στη νέα γνώση, στην ανάληψη πρωτοβουλιών,
στον συστηματικό έλεγχο και την αξιολόγηση, στην απόλυτη προσήλωση στην
αξιοκρατία. Η ιδέα του έξυπνου κράτους τονίζει τη δυνατότητα της
διοίκησης να γνωρίζει, να μετρά επακριβώς, να αξιολογεί αντικειμενικά
και κυρίως να μπορεί να διορθώνει τα πιθανώς ατυχή αποτελέσματα της
δράσης της. Η μέτρηση και η αξιολόγηση των διοικητικών αποτελεσμάτων
συνιστά ουσιώδη παράμετρο των σύγχρονων προγραμμάτων διοικητικής
μεταρρύθμισης.
Η ουσιαστική βελτίωση και ο
εκσυγχρονισμός της διοίκησης στη σημερινή εποχή της ψηφιακής τεχνολογίας
και της κοινωνίας της γνώσης δεν μπορούν να επιτευχθούν χωρίς τη
γενικευμένη χρήση και αξιοποίηση της Τεχνολογίας Πληροφορικής και
Επικοινωνιών (ΤΠΕ). Δεδομένου ότι για το μεγαλύτερο μέρος της
δημιουργίας και της μεταφοράς γνώσης χρησιμοποιούνται ψηφιακά μέσα, οι
ηλεκτρονικές υποδομές και οι σχετιζόμενες με αυτές ψηφιακές υπηρεσίες
συνδέονται στενά με τις πολιτικές για την ενίσχυση της "ανοικτής
καινοτομίας".
Η προώθηση των ανοικτών δεδομένων αποτελεί βασικό πυλώνα του Ψηφιακού Θεματολογίου (Digital Single Market Strategy) της "Ευρώπης 2020". Η χώρα μας έχει ήδη εναρμονίσει το εθνικό θεσμικό πλαίσιο με την Οδηγία της ΕΕ σχετικά με την περαιτέρω χρήση πληροφοριών του δημόσιου τομέα. Συγκεκριμένα, προβλέπεται, μεταξύ άλλων, ότι τα έγγραφα, οι πληροφορίες και τα δεδομένα που κατέχει η Διοίκηση είναι ανοικτά και προσβάσιμα στους πολίτες. Από τις πλέον σημαντικές κυβερνητικές πρωτοβουλίες είναι η "Δι@ύγεια", η ηλεκτρονική πύλη στην οποία, από το 2010, αναρτώνται σε έναν ιστότοπο όλες οι αποφάσεις πράξεων κυβερνητικών και διοικητικών οργάνων.
Η προώθηση των ανοικτών δεδομένων αποτελεί βασικό πυλώνα του Ψηφιακού Θεματολογίου (Digital Single Market Strategy) της "Ευρώπης 2020". Η χώρα μας έχει ήδη εναρμονίσει το εθνικό θεσμικό πλαίσιο με την Οδηγία της ΕΕ σχετικά με την περαιτέρω χρήση πληροφοριών του δημόσιου τομέα. Συγκεκριμένα, προβλέπεται, μεταξύ άλλων, ότι τα έγγραφα, οι πληροφορίες και τα δεδομένα που κατέχει η Διοίκηση είναι ανοικτά και προσβάσιμα στους πολίτες. Από τις πλέον σημαντικές κυβερνητικές πρωτοβουλίες είναι η "Δι@ύγεια", η ηλεκτρονική πύλη στην οποία, από το 2010, αναρτώνται σε έναν ιστότοπο όλες οι αποφάσεις πράξεων κυβερνητικών και διοικητικών οργάνων.
Σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ, η Ελλάδα
κατατάσσεται χαμηλά στους δείκτες ψηφιακής διακυβέρνησης. Συνεπώς,
υπάρχουν πολλά περιθώρια προόδου στον τομέα αυτόν. Μέσω του ανοίγματος
των δημόσιων δεδομένων εξυπηρετούνται οι τρεις βασικοί στόχοι της
ανοικτής διακυβέρνησης, δηλαδή η διαφάνεια, η λογοδοσία και η συμμετοχή.
Η ηλεκτρονική διοίκηση αποτελεί
σημαντικό εργαλείο αλλαγής στον τρόπο οργάνωσης και λειτουργίας της
δημόσιας διοίκησης. Τα αποτελέσματα της ηλεκτρονικής διοίκησης θα γίνουν
άμεσα αισθητά. Για την ίδια τη διοίκηση θα σημαίνει ταχύτερες
διαδικασίες, μείωση του λειτουργικού κόστους και αποτελεσματικότερο
σχεδιασμό πολιτικής. Για τους πολίτες και τις επιχειρήσεις θα σημαίνει
πραγματοποίηση συναλλαγών μέσω διαδικτύου οποιαδήποτε ώρα. Επίσης,
μειώνεται η προσωπική επαφή μεταξύ των πολιτών και των δημοσίων
υπαλλήλων, περιορίζοντας έτσι τις περιπτώσεις ανάπτυξης παράτυπων ή
παράνομων πρακτικών.
Γ) Ενίσχυση των επενδύσεων σε έρευνα και καινοτομία και αναβάθμιση του ρόλου της εκπαίδευσης
Η ανάπτυξη που βασίζεται στην
καινοτομία, υποστηριζόμενη από επενδύσεις έντασης γνώσης (Knowledge
Based Capital), είναι καταλυτικής σημασίας για τη βελτίωση του βιοτικού
επιπέδου. Η ένταση δαπανών για Έρευνα και Ανάπτυξη παραδοσιακά
χρησιμοποιείται ως δείκτης μέτρησης των επενδύσεων στην καινοτομία, όμως
η ανάπτυξη βάσει της καινοτομίας στηρίζεται σε ένα πολύ ευρύτερο φάσμα
στοιχείων, όπως οι δεξιότητες των εργαζομένων, η οργανωτική τεχνογνωσία,
οι βάσεις δεδομένων, ο σχεδιασμός, τα εμπορικά σήματα και οι διάφορες
μορφές πνευματικής ιδιοκτησίας.
Οι προσπάθειες των προηγούμενων ετών,
κυρίως με την αξιοποίηση πόρων από τα διαρθρωτικά ταμεία, οδήγησαν σε
μερική βελτίωση των επιδόσεων της χώρας σε πολλούς τομείς. Η καταγραφή
των στοιχείων για το 2015 δείχνει ότι η ανοδική πορεία της ακαθάριστης
δαπάνης για Έρευνα και Ανάπτυξη συνεχίζεται. Τα στοιχεία του 2015
εμφανίζουν τις δαπάνες στο ύψος των 1,7 δισεκ. ευρώ, δηλαδή 0,96% του
ΑΕΠ. Το αντίστοιχο ποσοστό για την ΕΕ-28 ήταν 2,03% και για τη Σουηδία,
που θεωρείται ηγέτιδα της καινοτομίας, ήταν 3,26%.
Το ελληνικό σύστημα Έρευνας, Τεχνολογίας
και Ανάπτυξης της Καινοτομίας (ΕΤΑΚ) διαθέτει υψηλής ποιότητας έμψυχο
δυναμικό και νησίδες αριστείας τόσο στους δημόσιους ερευνητικούς φορείς
όσο και στον ιδιωτικό τομέα. Σημειώνει επίσης καλές επιδόσεις στη
συμμετοχή στα συγχρηματοδοτούμενα από την ΕΕ Προγράμματα και σε διεθνή
ερευνητικά δίκτυα. Αξίζει να αναφερθεί ότι, με βάση τα δεδομένα που
προκύπτουν αναφορικά με τις επιστημονικές δημοσιεύσεις των Ελλήνων
ερευνητών, που αποτελούν ασφαλή ένδειξη της ερευνητικής δραστηριότητας
της επιστημονικής κοινότητας, το εγχώριο ανθρώπινο δυναμικό σημειώνει
ενθαρρυντικές επιδόσεις, τόσο ως προς τον αριθμό των δημοσιεύσεων (αν
και παρατηρείται επιβράδυνση του ρυθμού ανόδου από το 2009 και πτώση από
το 2013) όσο και ως προς τον αντίκτυπο που έχουν διά των ετεροαναφορών
τους, συγκριτικά με άλλα κράτη της ΕΕ αλλά και τις χώρες του ΟΟΣΑ.
Τα ασθενέστερα σημεία του συστήματος
καινοτομίας της χώρας μας εντοπίζονται στην παραγωγή νέων προϊόντων, στο
κεφάλαιο επιχειρηματικού κινδύνου, στην κατοχύρωση διπλωμάτων
ευρεσιτεχνίας, στην ευρυζωνική διείσδυση, στη διά βίου μάθηση, στην
επένδυση στην έρευνα από την πλευρά των επιχειρήσεων και στις εξαγωγές
προϊόντων υψηλής τεχνολογίας. Είναι σημαντικό να αναφερθεί ότι η Ελλάδα
κατατάσσεται στις χώρες με μέτριες επιδόσεις στην καινοτομία (Moderate
Innovator) σύμφωνα με το Innovation Union Scoreboard 2016 (22η θέση στην
κατάταξη των χωρών της ΕΕ-28). Η Ελλάδα δηλαδή αργεί να μετασχηματιστεί
σε "οικονομία της γνώσης". Το βασικό πρόβλημα εντοπίζεται στη χαμηλή
αποτελεσματικότητα του συστήματος καινοτομίας, καθώς οι ερευνητικές
εκροές δεν μετατρέπονται σε αναπτυξιακό αποτέλεσμα. Υπάρχει δηλαδή το
παράδοξο της μη "εμπορικής αξιοποίησης" της γνώσης και του υψηλού
επιπέδου ερευνητικών αποτελεσμάτων. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τα στοιχεία
του αρμόδιου ευρωπαϊκού οργανισμού (European Patent Office, EPO)
συνολικά το 2016 κατοχυρώθηκαν 39 διπλώματα ευρεσιτεχνίας . Επιπλέον, οι
εδραιωμένες επιχειρήσεις επενδύουν στην τεχνολογική καινοτομία
καταφεύγοντας σε έτοιμες λύσεις από τη διεθνή αγορά, περιορίζοντας το
χρόνο εισαγωγής τους στην παραγωγή, αλλά και το χρηματοοικονομικό ρίσκο
ανάπτυξής τους.
Για την ενίσχυση των καινοτομικών
επιδόσεων της χώρας απαιτούνται πρωτίστως μεταρρυθμίσεις και
προσαρμογές, που θα δημιουργήσουν προϋποθέσεις για ισχυρότερη δυναμική
εξωστρέφειας. Οι ρυθμιστικές πολιτικές στις αγορές προϊόντων, εργασίας
και κεφαλαίων έχουν σημαντική επίδραση στην ένταση της γνώσης, δεδομένου
ότι μπορούν να επηρεάσουν κάθε στάδιο της διαδικασίας καινοτομίας.
Επιπλέον, οι μεταρρυθμιστικές τομές σε αυτές τις πολιτικές είναι ένας
ελκυστικός τρόπος για την ενίσχυση της ανάπτυξης, καθώς δεν συνεπάγονται
άμεσο κόστος για τους δημόσιους προϋπολογισμούς.
Πράγματι, οι μεταρρυθμίσεις στην αγορά προϊόντων - όπως ο περιορισμός του διοικητικού φόρτου για τις νεοσύστατες επιχειρήσεις καθώς και ο περιορισμός ευρύτερων φραγμών στον ανταγωνισμό - μπορούν να αυξήσουν τις επενδύσεις σε γνώση.
Πράγματι, οι μεταρρυθμίσεις στην αγορά προϊόντων - όπως ο περιορισμός του διοικητικού φόρτου για τις νεοσύστατες επιχειρήσεις καθώς και ο περιορισμός ευρύτερων φραγμών στον ανταγωνισμό - μπορούν να αυξήσουν τις επενδύσεις σε γνώση.
Συγκεκριμένα:
Α) Οι νεοφυείς επιχειρήσεις αυξάνουν την
πίεση στις εδραιωμένες επιχειρήσεις να επενδύσουν σε Έρευνα και
Ανάπτυξη και να ενσωματώσουν νέες τεχνολογίες.
Β) Η αποτελεσματική λειτουργία της
αγοράς διευκολύνει τις επιτυχημένες επιχειρήσεις να εφαρμόσουν και να
εμπορευματοποιήσουν νέες ιδέες και, με τη μείωση του κόστους αποτυχίας,
να δοκιμάσουν νέες, αυξημένου ρίσκου ευκαιρίες ανάπτυξης.
Γ) Τα λιγότερα εμπόδια στο διεθνές
εμπόριο και τις επενδύσεις αυξάνουν την πρόσβαση στη διεθνή τεχνολογική
διάχυση και αυξάνουν τις αποδόσεις της καινοτομίας, διευρύνοντας το
μέγεθος της αγοράς και διευκολύνοντας την ανάπτυξη των πιο παραγωγικών
επιχειρήσεων.
Η διεθνής εμπειρία αναδεικνύει ορισμένες
καλές πρακτικές για τη συστηματική αντιμετώπιση των διαρθρωτικών
αδυναμιών από το σύνολο των εμπλεκομένων στο τρίγωνο της γνώσης, όπως:
αποτελεσματικός συντονισμός, ενθάρρυνση των κινήσεων από κάτω προς τα
πάνω (bottom–up), ορθολογικά κίνητρα και προ πάντων μεγαλύτερη, και
κυρίως ποιοτικότερη, επικοινωνία μεταξύ των εμπλεκομένων στο οικοσύστημα
καινοτομίας. Πρέπει να δοθεί περισσότερος χώρος στην ερευνητική και
επιχειρηματική δραστηριότητα και να δημιουργηθεί ένα αξιόπιστο, απλό και
ευέλικτο θεσμικό υπόβαθρο για την ανάπτυξη τεχνοβλαστών και νεοφυών
επιχειρήσεων (spin-offs και start-ups).
Η ανάδειξη των προτεραιοτήτων θα πρέπει
να προκύπτει από τη συνεχή και δυναμική διαβούλευση όλων των παραγόντων
που συγκροτούν το οικοσύστημα καινοτομίας (επιχειρήσεις, ΑΕΙ και
ερευνητικά κέντρα, Υπουργεία, Περιφέρειες κ.λπ.), ενώ πρωταγωνιστικό
ρόλο στην ανάδειξη των τεχνολογικών προτεραιοτήτων πρέπει να έχουν οι
επιχειρήσεις και οι παραγωγικοί φορείς γενικότερα.
Η εκπαίδευση
Ο Πλάτωνας και ο Αριστοτέλης υπήρξαν οι
πρώτοι που συνέλαβαν την πολυδιάστατη σημασία της γνώσης. Η συμβολή της
εκπαίδευσης στην οικονομική μεγέθυνση έχει υποστηριχθεί αρχικά από τους
κλασικούς οικονομολόγους (Smith), από τους νεοκλασικούς (Becker) καθώς
και από τους οικονομολόγους των νέων θεωριών της ενδογενούς ανάπτυξης
(Romer), η οποία ενσωματώνει την Έρευνα και Ανάπτυξη, την τεχνολογική
εξέλιξη, και την πρόοδο στη γνώση ως ενδογενείς μεταβλητές. Η εκπαίδευση
αποτελεί το βασικό μηχανισμό παραγωγής, συσσώρευσης και διάχυσης
ανθρώπινου και γνωσιακού κεφαλαίου και συνακόλουθα μεταβλητή-"κλειδί"
της οικονομικής μεγέθυνσης. Στην οικονομία και την κοινωνία της γνώσης, η
επένδυση στην εκπαίδευση και την κατάρτιση αποτελεί επιλογή υψηλής
οικονομικής και κοινωνικής προτεραιότητας.
Οι βασικές προτεραιότητες πολιτικής θα
πρέπει να εστιάζουν στην αντιμετώπιση της προβληματικής απόδοσης σε
συγκεκριμένους εκπαιδευτικούς τομείς, στην πιο αποτελεσματική χρήση των
περιορισμένων πόρων και στην αξιοποίηση των διεθνών βέλτιστων πρακτικών.
Απαιτείται μία ολοκληρωμένη στρατηγική μεταρρυθμίσεων για την
αναδιάρθρωση όλων των βαθμίδων εκπαίδευσης με στόχο ένα ανοικτό και
αξιοκρατικό εκπαιδευτικό σύστημα. Ενδιάμεσος στόχος θα πρέπει να είναι η
ενίσχυση της συνάφειας των συστημάτων εκπαίδευσης και κατάρτισης με την
αγορά εργασίας και το χώρο των επιχειρήσεων, σε στενή συνεργασία με
τους εμπλεκόμενους φορείς. Οι σχεδιαζόμενες παρεμβάσεις στην εκπαίδευση
θα πρέπει να εστιάζουν στην ανάπτυξη του ανθρώπινου δυναμικού, στην
εισαγωγή καινοτομιών, στην εμπέδωση σύγχρονων παιδαγωγικών προσεγγίσεων
και στην αξιοποίηση των ψηφιακών τεχνολογιών σε όλες τις πτυχές του
εκπαιδευτικού έργου.
Οι προκλήσεις που αντιμετωπίζει η
τριτοβάθμια εκπαίδευση απαιτούν πιο ευέλικτα συστήματα διοίκησης και
χρηματοδότησης, τα οποία θα ισορροπούν μεταξύ μεγαλύτερης αυτονομίας των
εκπαιδευτικών ιδρυμάτων και αυξημένης λογοδοσίας για όλα τα
ενδιαφερόμενα μέρη. Οι πρωτοβουλίες θα πρέπει να εστιάζουν στη βελτίωση
του τρόπου χρηματοδότησης των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων, εξετάζοντας τις
διάφορες επιλογές, έχοντας ως προτεραιότητα τη διαφοροποίηση των πηγών:
δηλαδή να μην υπάρχει σχεδόν αποκλειστική χρηματοδότηση από δημόσιους
πόρους, και να μεγιστοποιείται η προστιθέμενη αξία που προκύπτει από
τους πόρους που επενδύονται.
Τα ελληνικά ΑΕΙ οφείλουν να
ανταποκριθούν στις προκλήσεις των καιρών αναπτύσσοντας δράσεις σύνδεσης
με την αγορά εργασίας αλλά και συνεργασίες μεταξύ πανεπιστημιακών
ιδρυμάτων, ερευνητικών κέντρων και επιχειρήσεων, ελληνικών ή ξένων. Έχει
αποδειχθεί εμπειρικά ότι η γεωγραφική γειτνίαση μικρών επιχειρήσεων με
πανεπιστήμια ή ερευνητικά κέντρα τις ευνοεί, χάρη στη διάδοση γνώσης που
λαμβάνει χώρα.
Τέλος, η δημιουργία επαρκούς βάσης
επιστημονικών δεξιοτήτων προϋποθέτει τη βελτίωση των εκπαιδευτικών
συστημάτων, ώστε να ανταποκρίνονται στα υψηλότερα διεθνή πρότυπα και να
είναι ελκυστικά σε συνθήκες παγκόσμιου ανταγωνισμού.
***
Αναζητώντας τη μεταρρύθμιση σήμερα
Αναζητώντας τη μεταρρύθμιση σήμερα
Καταλήγοντας, θα ήθελα να επισημάνω την
ανάγκη να αλλάξει το παραγωγικό πρότυπο της χώρας. Η επιστροφή στο παλιό
εσωστρεφές πρότυπο, όπου η ανάπτυξη ήταν εξαρτώμενη από την εγχώρια
ζήτηση, κυρίως την κατανάλωση, η οποία χρηματοδοτήθηκε από εξωτερικό
δανεισμό, είναι ανέφικτη και ανεπιθύμητη. Το κράτος οφείλει να κάνει
προσεκτικό και στοχευμένο σχεδιασμό των μεταρρυθμίσεων, ώστε να
δημιουργούνται τα σωστά κίνητρα για τον ιδιωτικό τομέα και να
αποφεύγονται προβλήματα και στρεβλώσεις που παρατηρήθηκαν στο παρελθόν.
Αυτό θα επιτρέψει τη σταδιακή βελτίωση της ποιότητας των θεσμών, οι
οποίοι θεωρούνται από τους βασικότερους παράγοντες που επηρεάζουν τις
προοπτικές ανάπτυξης μίας οικονομίας.
Βέβαια, όσον αφορά τα κόστη και τα οφέλη
των μεταρρυθμίσεων, υπάρχει ένα βασικό πρόβλημα χρονικής ασυνέπειας.
Δηλαδή, ενώ συνήθως το όποιο κόστος είναι άμεσο, το όφελος είναι
μακροχρόνιο και ο ορίζοντας απόδοσης των μεταρρυθμίσεων υπερβαίνει
συνήθως τον πολιτικό ορίζοντα μιας κυβέρνησης. Αυτό είναι ένα σημαντικό
αντικίνητρο για μεταρρυθμίσεις διεθνώς και διαδραμάτισε σοβαρό ρόλο και
στην Ελλάδα τα τελευταία έτη. Αυτό εξηγεί επίσης και γιατί κάποιες
μεταρρυθμίσεις, ενώ νομοθετήθηκαν, δεν υλοποιήθηκαν. Επιπλέον, το κόστος
αφορά λίγους και το όφελος πολλούς. Οι λίγοι που ενδεχομένως χάνουν
άμεσα από μια μεταρρύθμιση εναντιώνονται και παρεμβαίνουν με σφοδρότητα
στο δημόσιο διάλογο, ενώ οι πολλοί που ωφελούνται δεν την υπερασπίζονται
με την ίδια θέρμη. Και αυτές οι αντίθετες δυνάμεις εξηγούν την αδράνεια
του status quo.
Εντούτοις, πιστεύω ότι ακόμη και οι
βαθιά ριζωμένες πεποιθήσεις μπορούν να αλλάξουν υπό την πίεση έκτακτων
συνθηκών και ότι η τραυματική εμπειρία των τελευταίων ετών θα συμβάλει
στη μεταστροφή των αντιλήψεων του παρελθόντος. Ήδη βιώνουμε τη σταδιακή
σύγκλιση των πολιτικών δυνάμεων του τόπου μας ως προς τις αναγκαίες
πολιτικές.
Υπάρχουν σήμερα μεγάλες ευκαιρίες που
δεν θα πρέπει να μείνουν αναξιοποίητες. Για να εκμεταλλευθούμε αυτές τις
ευκαιρίες, θα πρέπει κυρίως να προσαρμόσουμε κατάλληλα την αναπτυξιακή
μας στρατηγική και να υιοθετήσουμε ένα εξωστρεφές αναπτυξιακό πρότυπο
που θα στηρίζεται, μεταξύ άλλων, σε ιδιωτικοποιήσεις και στην αξιοποίηση
της δημόσιας ακίνητης περιουσίας, με στόχο να γίνει η Ελλάδα
αναπτυξιακός κόμβος στην ευρύτερη περιοχή. Θυμίζω ότι ο ΟΟΣΑ κατατάσσει
την Ελλάδα ανάμεσα στις χώρες εκείνες όπου η κρατική περιουσία
αντιστοιχεί σε υψηλό ποσοστό του ΑΕΠ. Κυρίως όμως πρέπει να επιζητούμε
την προσέλκυση ξένων επενδύσεων και να μη χάσουμε, για μια ακόμη φορά,
τις ευκαιρίες που μας παρουσιάζονται".