Τη βελτιωμένη οικονομική προσφορά της κοινοπραξίας των εταιρειών «Snam S.p.A.», «Enagás Internacional S.L.U.» και «Fluxys S.A.» ύψους 535 εκατ. ευρώ για την απόκτηση του 66% του ΔΕΣΦΑ -ήτοι 31% για το ΤΑΙΠΕΔ και 35% για τα ΕΛΠΕ- αποδέχθηκε ομόφωνα το δ.σ. του ΤΑΙΠΕΔ.
Το δ.σ. των ΕΛΠΕ επίσης αποδέχθηκε την ανωτέρω προσφορά, ενώ στο αμέσως προσεχές διάστημα η εν λόγω απόφαση θα τεθεί προς έγκριση σε Έκτακτη Γενική Συνέλευση των Μετόχων της εταιρείας, στις 14 Μαΐου.
Ο φάκελος του διαγωνισμού θα υποβληθεί στη συνέχεια στο Ελεγκτικό Συνέδριο για προσυμβατικό έλεγχο, τα δε συμβατικά κείμενα της συναλλαγής θα υπογραφούν μετά την έγκριση του Ελεγκτικού Συνεδρίου.
Η ολοκλήρωση της συναλλαγής θα τελεί υπό την αίρεση των εγκρίσεων από τις αρμόδιες αρχές.
Τα ΕΛΠΕ από την πώληση θα εισπράξουν 283,7 εκατ. ευρώ, ενώ το ΤΑΙΠΕΔ 251,3 εκατ. ευρώ.
Για λογαριασμό του ΤΑΙΠΕΔ ως χρηματοοικονομικοί σύμβουλοι ενήργησαν η Alantra Greece Corporate Advisors S.A. και η Alpha Bank A.E. και ως νομικοί σύμβουλοι η Δικηγορική Εταιρεία Κουταλίδη και οι νομικές εταιρίες Clifford Chance LLP και Holman Fenwick Willan LLP.
Σε ό,τι αφορά τα ΕΛΠΕ, η τράπεζα Barclays Bank PLC είχε ρόλο χρηματοοικονομικού συμβούλου της εταιρείας, ενώ η δικηγορική εταιρεία Clifford Chance ενήργησε ως διεθνής νομικός σύμβουλος της Εταιρείας επί θεμάτων Ευρωπαϊκού Δικαίου στη συναλλαγή.
Κοινοπραξία: Η Ελλάδα μπορεί να αναδειχθεί σε σημαντικό σταυροδρόμι
Σε ανακοίνωσή της, η κοινοπραξία αποτελούμενη από τη Snam με ποσοστό συμμετοχής 60%, μαζί με την Enagás (20%) και τη Fluxys (20%), επιβεβαιώνει ότι ανακηρύχτηκε προτιμητέος επενδυτής για το 66% του ΔΕΣΦΑ.
Όπως αναφέρει η κοινοπραξία, «ο ΔΕΣΦΑ διαχειρίζεται, κάτω από ρυθμιζόμενο καθεστώς, ένα δίκτυο υψηλής πίεσης περίπου 1.500 χλμ., καθώς και ένα σταθμό αεριοποίησης, την Ρεβυθούσσα. Οι εταιρείες Snam, Enagás και Fluxys, μέτοχοι στον αγωγό ΤΑP, θα έχουν τη δυνατότητα να ενισχύσουν, μέσα στα επόμενα χρόνια, την ανάπτυξη των υποδομών αερίου στην Ελλάδα, εκπληρώνοντας πλήρως την προοπτική της χώρας να γίνει κόμβος για το φυσικό αέριο, το οποίο θα μοχλεύσει την ανάπτυξη της εγχώριας αγοράς καθώς και άλλες διαμετακομιστικές πρωτοβουλίες».
Επιπλέον, όπως σημειώνει η κοινοπραξία, θα έχει την ευκαιρία να μεταφέρει τεχνικές και επιχειρησιακές δυνατότητες στον ΔΕΣΦΑ και να αναπτύξει νέες χρήσεις και πηγές φυσικού αερίου (όπως το μεθάνιο για τις μεταφορές και το βιομεθάνιο), ώστε να συνεισφέρει αποφασιστικά στη μείωση των αερίων εκπομπών του θερμοκηπίου της χώρας.
«Χάρη στη στρατηγική θέση στη Μεσόγειο, η Ελλάδα θα μπορούσε να αναδειχθεί σε σημαντικό σταυροδρόμι για τη διαφοροποίηση του εφοδιασμού και το άνοιγμα νέων δρόμων για το φυσικό αέριο στην Ευρώπη», τονίζουν οι επενδυτές.
Η κοινοπραξία αναφέρει πως το ΤΑΙΠΕΔ δέχθηκε την προσφορά των 535 εκατ. ευρώ για το 66% των μετοχών του ΔΕΣΦΑ, η οποία κατατέθηκε την προηγούμενη εβδομάδα. Όπως προσθέτει, έχουν ξεκινήσει συζητήσεις με ελληνικές και διεθνείς τράπεζες για την εξασφάλιση ενός, άνευ προσφυγής, χρηματοδοτικού πακέτου για την εξαγορά.
Οι επενδυτές τονίζουν επίσης πως το 2017 ο ΔΕΣΦΑ παρουσίασε σημαντική ανάπτυξη συγκριτικά με το προηγούμενο έτος, καταγράφοντας ένα EBITDA κοντά στα 177 εκατ. ευρώ, έχοντας οφέλη από μη επαναλαμβανόμενες ταρίφες και θετική καθαρή οικονομική θέση περίπου πέντε εκατ. ευρώ (συμπεριλαμβανομένων ταμειακών διαθεσίμων κοντά στα 228 εκατ. ευρώ).
Επισημαίνουν, δε, ότι η υπογραφή των συμβάσεων για την εξαγορά εξαρτάται από την ολοκλήρωση των επόμενων βημάτων που προβλέπει ο διαγωνισμός αλλά και από την εγχώρια νομοθεσία αναφορικά με τις ιδιωτικοποιήσεις, ενώ το κλείσιμο της συναλλαγής αναμένεται στο δεύτερο μισό του έτους, μετά τις απαιτούμενες άδειες, συμπεριλαμβανομένης και της antitrust άδειας.
O CEO της Snam, Marco Alverà, δήλωσε σχετικά: «Το αποτέλεσμα αυτό επιβεβαιώνει τον κεντρικό ρόλο της Ιταλίας στον τομέα των ενεργειακών υποδομών στην Ευρώπη και τη Μεσόγειο. Είμαστε περήφανοι που βλέπουμε την αξία των Ιταλικών τεχνολογιών και δυνατοτήτων να αναγνωρίζονται σε αυτή τη συμφωνία. Με τους εταίρους μας Enagás και Fluxys δημιουργήσαμε μια ισχυρή ευρωπαϊκή κοινοπραξία, η οποία ως βασικό στόχο έχει την περαιτέρω ανάπτυξη του ΔΕΣΦΑ, της ελληνικής αγοράς, της Ενεργειακής Ένωσης και του συνολικού ενεργειακού συστήματος της Μεσογείου, τα οποία θα ωφελήσουν τους καταναλωτές, θα κάνουν τις επιχειρήσεις πιο ανταγωνιστικές, τις προμήθειες πιο ασφαλείς και θα συμβάλλουν στον περιορισμό της χρήσης άνθρακα».