Να λειτουργήσει επί το θετικότερον για τις ελληνικές τράπεζες η πρόσφατη απόφαση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) για τα «κόκκινα» δάνεια προσβλέπουν και ευελπιστούν Έλληνες τραπεζικοί παράγοντες.
Ο κίνδυνος να καταδικαζόταν σε αρνητικό πρόσημο η πιστωτική επέκταση των ελληνικών τραπεζών ήταν υπαρκτός πριν από την απόφαση της ΕΚΤ. Τώρα, ωστόσο, τα δεδομένα αλλάζουν, τονίζουν Έλληνες τραπεζίτες. Οι αποφάσεις για το πώς θα διαχειριστούν οι ελληνικές τράπεζες τα NPLs τους θα ληφθεί μαζί με τα αποτελέσματα του εποπτικού ελέγχου αξιολόγησης, με τον οποίο ο επόπτης μετρά τους κινδύνους που αντιμετωπίζει κάθε πιστωτικό ίδρυμα. Αυτή η διαδικασία, το γνωστό και ως SREP (Supervisory Review and Evaluation Process), θα υλοποιηθεί τον ερχόμενο Σεπτέμβριο.
Τα νέα δεδομένα
Εν προκειμένω, ο μεγαλύτερος κίνδυνος για τις ελληνικές τράπεζες ήταν και παραμένουν τα «κόκκινα» δάνεια, τα οποία στην παρούσα φάση και με βάση στοιχεία του α’ τριμήνου του 2018 έχουν διαμορφωθεί σε 92,4 δισ. ευρώ από 106 δισ. ευρώ και αντιπροσωπεύουν το 48% του συνολικού χαρτοφυλακίου των τραπεζών. Ο στόχος που έχει τεθεί για το 2019 είναι αυτά να φθάσουν στα 64 δισ. ευρώ. Στόχος φιλόδοξος, αλλά εφικτός, ο οποίος μάλιστα είχε αναθεωρηθεί προς τα κάτω κατά 2 δισ. ευρώ σε σχέση με τον προηγούμενο.
Το ερώτημα, με βάση τη νέα απόφαση που έχει ληφθεί από την ΕΚΤ για τα «κόκκινα» δάνεια, είναι αν και κατά πόσον οι ελληνικές τράπεζες θα χρειαστούν αυξημένες προβλέψεις και πόσο, και αν θα χρειαστούν και νέα κεφάλαια για να καλύψουν τις επισφάλειες. Ερώτημα, επίσης, παραμένει κατά πόσον ο στόχος των 64 δισ. ευρώ δεν θα μεταβληθεί και δεν θα γίνει ακόμη πιο φιλόδοξος. Τραπεζικοί παράγοντες σημειώνουν πως με τα νέα δεδομένα οι τράπεζες μπορούν να παλέψουν κάπως καλύτερα την κατάσταση.
Το ύψος, όμως, των «κόκκινων» δανείων συναντά τις δικαιολογημένες αντιδράσεις από τον επόπτη. Επομένως η εκτίμηση είναι πως οι αλλαγές που θα τις αφορούν θα τις ανακουφίσουν χωρίς να είναι δραματικές και πάντως θα τους επιτρέψουν εξωστρέφεια και νέες χορηγήσεις σε ένα εύρος χρόνου. Η ΕΚΤ προχώρησε τελικώς σε μία συμβιβαστική λύση για το πρόβλημα δανεισμού των τραπεζών της Ευρωζώνης. Ο Ενιαίος Εποπτικός Μηχανισμός (SSM) θα δώσει μεγαλύτερο χρόνο στα πιστωτικά ιδρύματα της Ευρωζώνης για να αποκαταστήσουν το πρόβλημα των επισφαλών απαιτήσεών τους μέσω κεφαλαίων, ιδιαίτερα αν η συσσώρευση των «κόκκινων» δανείων τους είναι εξαιρετικά μεγάλη, όπως αναφέρει η ΕΚΤ.
Η ΕΚΤ ανακοίνωσε με μεγάλη καθυστέρηση τις κατευθυντήριες γραμμές της, που στόχο έχουν τη μείωση των «κόκκινων» δανείων, ύψους 721 δισ. ευρώ, τα οποία εντοπίζονται κυρίως στο διάστημα 2008-12 σε Ελλάδα, Κύπρο, Πορτογαλία και Ιταλία. Οι κατευθυντήριες γραμμές ήταν αποτέλεσμα συμβιβασμού μεταξύ εποπτικών αρχών έπειτα από προηγούμενη πρόταση για τον καθορισμό ενός κοινού χρονοδιαγράμματος αντιμετώπισης του θέματος από όλες τις τράπεζες. Για το χρονοδιάγραμμα αυτό υπήρξε σθεναρή αντίσταση τόσο από τους τραπεζίτες, τις κυβερνήσεις, αλλά ακόμη και από κάποια στελέχη της ΕΚΤ.
Σύμφωνα, λοιπόν, με τους νέους κανόνες, ο SSM θα ορίσει «εποπτικές προσδοκίες - στόχους» για κάθε τράπεζα χωριστά σε ό,τι αφορά τις προβλέψεις για τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια, ενώ θα οριστούν κριτήρια αναφοράς για τη διασφάλιση της συνέπειας.
Οι εποπτικές προσδοκίες για τις τράπεζες θα οριστούν με βάση συγκριτική αξιολόγηση μεταξύ ομοειδών πιστωτικών ιδρυμάτων και θα καθοδηγούνται από τον τρέχοντα δείκτη «κόκκινων» δανείων προς το σύνολο του χαρτοφυλακίου, αλλά και από τα βασικά οικονομικά χαρακτηριστικά κάθε τράπεζας. Ο στόχος της ΕΚΤ μεσοπρόθεσμα είναι να επιτευχθεί η ίδια κάλυψη με προβλέψεις σε ό,τι αφορά τα παλαιά μη εξυπηρετούμενα δάνεια, όπως συμβαίνει με τα νέα, για τα οποία οι τράπεζες πρέπει να τα καλύπτουν στο ακέραιο μέσω των προβλέψεών τους. Οι συμβιβαστικές αποφάσεις που έλαβε ο επόπτης αποτελούν το τελευταίο βήμα μιας τριετούς προσπάθειας. Η ΕΚΤ, προσπαθώντας να συμβιβάσει τα θέματα τα οποία είχε εγείρει κυρίως η Ιταλία, καθυστέρησε τις κατευθυντήριες γραμμές της που ήταν προγραμματισμένες να εκδοθούν τον Μάρτιο.
Ο SSM έχει ήδη εισαγάγει κανόνες για τα δάνεια που δεν πληρώνονται, παρέχοντας στις τράπεζες επτά χρόνια για να τα εξασφαλίσουν εάν έχουν ενέχυρα και δύο εάν δεν έχουν. Αρχικά είχε προβλέψει την εφαρμογή αυτών των κανόνων στο αποθεματικό των παλαιών δανείων. Ωστόσο, μια μελέτη εκτίμησης των επιπτώσεων από το προσωπικό της ομάδας νομισματικής πολιτικής της ΕΚΤ έδωσε έμφαση στους κινδύνους για το χρηματοπιστωτικό σύστημα, διότι ορισμένες τράπεζες θα αναγκαστούν να δεσμεύσουν δισεκατομμύρια ευρώ προκειμένου να εξασφαλίσουν την πιστωτική τους επέκταση. Αυτό σημαίνει πως σε χώρες όπως η Ελλάδα, η Ιταλία και η Κύπρος η πιστωτική επέκταση θα παραμείνει εξαιρετικά περιορισμένη, καταδικάζοντας κατά κάποιον τρόπο την ανάπτυξη. Ο SSM έχει καταλήξει σε ένα πιο καλοπροαίρετο αποτέλεσμα, υποθέτοντας ότι οι τράπεζες θα συνεχίσουν να μειώνουν το απόθεμα των επισφαλών δανείων, όπως έπραξαν τα τελευταία δύο χρόνια.
Σε ό,τι αφορά τη χώρα μας, το SREP θα καταγράψει αν τελικώς το 2019 οι ελληνικές τράπεζες ή κάποιες από αυτές θα αναγκαστούν να προχωρήσουν σε αυξήσεις κεφαλαίου και τι κεφάλαια θα χρειαστεί η κάθε μία από αυτές.
Μείωση ELA κατά 0,6 δισ.
Στο ποσό των 10,3 δισ. ευρώ όρισε η ΕΚΤ το ανώτατο όριο παροχής έκτακτης ενίσχυσης σε ρευστότητα προς τις ελληνικές τράπεζες έως και τις 26 Ιουλίου, ποσό μειωμένο κατά 600 εκατ. ευρώ. Η χρηματοδότηση των ελληνικών τραπεζών από τον ELA συρρικνώθηκε κατά 23,5% ή κατά 2,24 δισ. ευρώ τον Ιούνιο σε σχέση με τον προηγούμενο μήνα, στα 7,32 δισ. από 9,56 δισ. στο τέλος Μαΐου.
Ο κίνδυνος να καταδικαζόταν σε αρνητικό πρόσημο η πιστωτική επέκταση των ελληνικών τραπεζών ήταν υπαρκτός πριν από την απόφαση της ΕΚΤ. Τώρα, ωστόσο, τα δεδομένα αλλάζουν, τονίζουν Έλληνες τραπεζίτες. Οι αποφάσεις για το πώς θα διαχειριστούν οι ελληνικές τράπεζες τα NPLs τους θα ληφθεί μαζί με τα αποτελέσματα του εποπτικού ελέγχου αξιολόγησης, με τον οποίο ο επόπτης μετρά τους κινδύνους που αντιμετωπίζει κάθε πιστωτικό ίδρυμα. Αυτή η διαδικασία, το γνωστό και ως SREP (Supervisory Review and Evaluation Process), θα υλοποιηθεί τον ερχόμενο Σεπτέμβριο.
Τα νέα δεδομένα
Εν προκειμένω, ο μεγαλύτερος κίνδυνος για τις ελληνικές τράπεζες ήταν και παραμένουν τα «κόκκινα» δάνεια, τα οποία στην παρούσα φάση και με βάση στοιχεία του α’ τριμήνου του 2018 έχουν διαμορφωθεί σε 92,4 δισ. ευρώ από 106 δισ. ευρώ και αντιπροσωπεύουν το 48% του συνολικού χαρτοφυλακίου των τραπεζών. Ο στόχος που έχει τεθεί για το 2019 είναι αυτά να φθάσουν στα 64 δισ. ευρώ. Στόχος φιλόδοξος, αλλά εφικτός, ο οποίος μάλιστα είχε αναθεωρηθεί προς τα κάτω κατά 2 δισ. ευρώ σε σχέση με τον προηγούμενο.
Το ερώτημα, με βάση τη νέα απόφαση που έχει ληφθεί από την ΕΚΤ για τα «κόκκινα» δάνεια, είναι αν και κατά πόσον οι ελληνικές τράπεζες θα χρειαστούν αυξημένες προβλέψεις και πόσο, και αν θα χρειαστούν και νέα κεφάλαια για να καλύψουν τις επισφάλειες. Ερώτημα, επίσης, παραμένει κατά πόσον ο στόχος των 64 δισ. ευρώ δεν θα μεταβληθεί και δεν θα γίνει ακόμη πιο φιλόδοξος. Τραπεζικοί παράγοντες σημειώνουν πως με τα νέα δεδομένα οι τράπεζες μπορούν να παλέψουν κάπως καλύτερα την κατάσταση.
Το ύψος, όμως, των «κόκκινων» δανείων συναντά τις δικαιολογημένες αντιδράσεις από τον επόπτη. Επομένως η εκτίμηση είναι πως οι αλλαγές που θα τις αφορούν θα τις ανακουφίσουν χωρίς να είναι δραματικές και πάντως θα τους επιτρέψουν εξωστρέφεια και νέες χορηγήσεις σε ένα εύρος χρόνου. Η ΕΚΤ προχώρησε τελικώς σε μία συμβιβαστική λύση για το πρόβλημα δανεισμού των τραπεζών της Ευρωζώνης. Ο Ενιαίος Εποπτικός Μηχανισμός (SSM) θα δώσει μεγαλύτερο χρόνο στα πιστωτικά ιδρύματα της Ευρωζώνης για να αποκαταστήσουν το πρόβλημα των επισφαλών απαιτήσεών τους μέσω κεφαλαίων, ιδιαίτερα αν η συσσώρευση των «κόκκινων» δανείων τους είναι εξαιρετικά μεγάλη, όπως αναφέρει η ΕΚΤ.
Η ΕΚΤ ανακοίνωσε με μεγάλη καθυστέρηση τις κατευθυντήριες γραμμές της, που στόχο έχουν τη μείωση των «κόκκινων» δανείων, ύψους 721 δισ. ευρώ, τα οποία εντοπίζονται κυρίως στο διάστημα 2008-12 σε Ελλάδα, Κύπρο, Πορτογαλία και Ιταλία. Οι κατευθυντήριες γραμμές ήταν αποτέλεσμα συμβιβασμού μεταξύ εποπτικών αρχών έπειτα από προηγούμενη πρόταση για τον καθορισμό ενός κοινού χρονοδιαγράμματος αντιμετώπισης του θέματος από όλες τις τράπεζες. Για το χρονοδιάγραμμα αυτό υπήρξε σθεναρή αντίσταση τόσο από τους τραπεζίτες, τις κυβερνήσεις, αλλά ακόμη και από κάποια στελέχη της ΕΚΤ.
Σύμφωνα, λοιπόν, με τους νέους κανόνες, ο SSM θα ορίσει «εποπτικές προσδοκίες - στόχους» για κάθε τράπεζα χωριστά σε ό,τι αφορά τις προβλέψεις για τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια, ενώ θα οριστούν κριτήρια αναφοράς για τη διασφάλιση της συνέπειας.
Οι εποπτικές προσδοκίες για τις τράπεζες θα οριστούν με βάση συγκριτική αξιολόγηση μεταξύ ομοειδών πιστωτικών ιδρυμάτων και θα καθοδηγούνται από τον τρέχοντα δείκτη «κόκκινων» δανείων προς το σύνολο του χαρτοφυλακίου, αλλά και από τα βασικά οικονομικά χαρακτηριστικά κάθε τράπεζας. Ο στόχος της ΕΚΤ μεσοπρόθεσμα είναι να επιτευχθεί η ίδια κάλυψη με προβλέψεις σε ό,τι αφορά τα παλαιά μη εξυπηρετούμενα δάνεια, όπως συμβαίνει με τα νέα, για τα οποία οι τράπεζες πρέπει να τα καλύπτουν στο ακέραιο μέσω των προβλέψεών τους. Οι συμβιβαστικές αποφάσεις που έλαβε ο επόπτης αποτελούν το τελευταίο βήμα μιας τριετούς προσπάθειας. Η ΕΚΤ, προσπαθώντας να συμβιβάσει τα θέματα τα οποία είχε εγείρει κυρίως η Ιταλία, καθυστέρησε τις κατευθυντήριες γραμμές της που ήταν προγραμματισμένες να εκδοθούν τον Μάρτιο.
Ο SSM έχει ήδη εισαγάγει κανόνες για τα δάνεια που δεν πληρώνονται, παρέχοντας στις τράπεζες επτά χρόνια για να τα εξασφαλίσουν εάν έχουν ενέχυρα και δύο εάν δεν έχουν. Αρχικά είχε προβλέψει την εφαρμογή αυτών των κανόνων στο αποθεματικό των παλαιών δανείων. Ωστόσο, μια μελέτη εκτίμησης των επιπτώσεων από το προσωπικό της ομάδας νομισματικής πολιτικής της ΕΚΤ έδωσε έμφαση στους κινδύνους για το χρηματοπιστωτικό σύστημα, διότι ορισμένες τράπεζες θα αναγκαστούν να δεσμεύσουν δισεκατομμύρια ευρώ προκειμένου να εξασφαλίσουν την πιστωτική τους επέκταση. Αυτό σημαίνει πως σε χώρες όπως η Ελλάδα, η Ιταλία και η Κύπρος η πιστωτική επέκταση θα παραμείνει εξαιρετικά περιορισμένη, καταδικάζοντας κατά κάποιον τρόπο την ανάπτυξη. Ο SSM έχει καταλήξει σε ένα πιο καλοπροαίρετο αποτέλεσμα, υποθέτοντας ότι οι τράπεζες θα συνεχίσουν να μειώνουν το απόθεμα των επισφαλών δανείων, όπως έπραξαν τα τελευταία δύο χρόνια.
Σε ό,τι αφορά τη χώρα μας, το SREP θα καταγράψει αν τελικώς το 2019 οι ελληνικές τράπεζες ή κάποιες από αυτές θα αναγκαστούν να προχωρήσουν σε αυξήσεις κεφαλαίου και τι κεφάλαια θα χρειαστεί η κάθε μία από αυτές.
Μείωση ELA κατά 0,6 δισ.
Στο ποσό των 10,3 δισ. ευρώ όρισε η ΕΚΤ το ανώτατο όριο παροχής έκτακτης ενίσχυσης σε ρευστότητα προς τις ελληνικές τράπεζες έως και τις 26 Ιουλίου, ποσό μειωμένο κατά 600 εκατ. ευρώ. Η χρηματοδότηση των ελληνικών τραπεζών από τον ELA συρρικνώθηκε κατά 23,5% ή κατά 2,24 δισ. ευρώ τον Ιούνιο σε σχέση με τον προηγούμενο μήνα, στα 7,32 δισ. από 9,56 δισ. στο τέλος Μαΐου.