Στο 1,9% τοποθετεί την ανάπτυξη της οικονομίας το 2019 η Τράπεζα της Ελλάδας, ενώ για το 2020 αναμένει ρυθμούς ανάπτυξης πάνω από το 2%, όπως δήλωσε ο διοικητής της τράπεζας Γιάννης Στουρνάρας σε ομιλία του στο Πανεπιστήμιο Yale, στο πλαίσιο του "Annual Stavros Niarchos Foundation Lecture".
Ο διοικητής προειδοποίησε πάντως για τους καθοδικούς κινδύνους στις προοπτικές της οικονομίας, που σχετίζονται τόσο με το εξωτερικό όσο και με το εγχώριο περιβάλλον. Ειδικότερα, επισήμανε την επιβράδυνση της παγκόσμιας ανάπτυξης και του εμπορίου, λόγω του εμπορικού πολέμου ΗΠΑ-Κίνας, την αβεβαιότητα που σχετίζεται με το Brexit, τις γεωπολιτικές εντάσεις και την πρόσφατη άνοδο των τιμών του πετρελαίου.
Αναφέρθηκε επίσης στους κινδύνους στο εγχώριο δημοσιονομικό μέτωπο, που σχετίζονται, μεταξύ άλλων, με τις δικαστικές αποφάσεις για τις περικοπές των συντάξεων, ενώ προειδοποίησε ότι η όξυνση της προσφυγικής κρίσης θα μπορούσε να πλήξει το εμπόριο και τον τουρισμό.
Ταυτόχρονα, διέκρινε και πολλές ευκαιρίες από την ταχεία εφαρμογή των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων στην Ελλάδα και την μείωση (τόσο άμεσα όσο και έμμεσα) των στόχων του πρωτογενούς πλεονάσματος.
Όπως ανέφερε, "ένας χαμηλότερος και πιο ρεαλιστικός στόχος για το πρωτογενές πλεόνασμα σε σύγκριση με το 3,5% του ΑΕΠ που είναι σήμερα, εάν συνδυαστεί με περισσότερες μεταρρυθμίσεις και ιδιωτικοποιήσεις, ενδεχομένως να συνεπάγεται χαμηλότερο, αντί για υψηλότερο δημόσιο χρέος".
"Το γεγονός ότι το κόστος δανεισμού της Ελλάδας σήμερα είναι πολύ χαμηλότερο από αυτό που έχει υπολογίσει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή στο βασικό της σενάριο στην ανάλυση της βιωσιμότητας του χρέους δίνει περιθώρια για ελάφρυνση των δημοσιονομικών στόχων", ανέφερε ο διοικητής.
"Φαίνεται ότι υπάρχουν επαρκείς λόγοι για την μείωση των στόχων στο πρωτογενές πλεόνασμα και σημαντικό περιθώριο για μια συμβιβαστική λύση", εκτίμησε ο κεντρικός τραπεζίτης.
Ο διοικητής προειδοποίησε πάντως για τους καθοδικούς κινδύνους στις προοπτικές της οικονομίας, που σχετίζονται τόσο με το εξωτερικό όσο και με το εγχώριο περιβάλλον. Ειδικότερα, επισήμανε την επιβράδυνση της παγκόσμιας ανάπτυξης και του εμπορίου, λόγω του εμπορικού πολέμου ΗΠΑ-Κίνας, την αβεβαιότητα που σχετίζεται με το Brexit, τις γεωπολιτικές εντάσεις και την πρόσφατη άνοδο των τιμών του πετρελαίου.
Αναφέρθηκε επίσης στους κινδύνους στο εγχώριο δημοσιονομικό μέτωπο, που σχετίζονται, μεταξύ άλλων, με τις δικαστικές αποφάσεις για τις περικοπές των συντάξεων, ενώ προειδοποίησε ότι η όξυνση της προσφυγικής κρίσης θα μπορούσε να πλήξει το εμπόριο και τον τουρισμό.
Ταυτόχρονα, διέκρινε και πολλές ευκαιρίες από την ταχεία εφαρμογή των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων στην Ελλάδα και την μείωση (τόσο άμεσα όσο και έμμεσα) των στόχων του πρωτογενούς πλεονάσματος.
Όπως ανέφερε, "ένας χαμηλότερος και πιο ρεαλιστικός στόχος για το πρωτογενές πλεόνασμα σε σύγκριση με το 3,5% του ΑΕΠ που είναι σήμερα, εάν συνδυαστεί με περισσότερες μεταρρυθμίσεις και ιδιωτικοποιήσεις, ενδεχομένως να συνεπάγεται χαμηλότερο, αντί για υψηλότερο δημόσιο χρέος".
"Το γεγονός ότι το κόστος δανεισμού της Ελλάδας σήμερα είναι πολύ χαμηλότερο από αυτό που έχει υπολογίσει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή στο βασικό της σενάριο στην ανάλυση της βιωσιμότητας του χρέους δίνει περιθώρια για ελάφρυνση των δημοσιονομικών στόχων", ανέφερε ο διοικητής.
"Φαίνεται ότι υπάρχουν επαρκείς λόγοι για την μείωση των στόχων στο πρωτογενές πλεόνασμα και σημαντικό περιθώριο για μια συμβιβαστική λύση", εκτίμησε ο κεντρικός τραπεζίτης.