Αναθεωρεί ανοδικά τις εκτιμήσεις της για την ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας η Citigroup, στο πλαίσιο της έκθεσής της για τις προοπτικές της παγκόσμιας οικονομίας, λόγω της ανάκαμψης της εμπιστοσύνης των επενδυτών προς την Ελλάδα μετά την αλλαγή πολιτικής σελίδας στη χώρα.
Όπως επισημαίνει, η Νέα Δημοκρατία κέρδισε τις εκλογές με τη δέσμευση για μεγάλες φορολογικές περικοπές και για φιλο-επενδυτική στάση. Οι πολιτικοί κίνδυνοι έχουν μειωθεί σημαντικά στην Ελλάδα σε σχέση με τέσσερα χρόνια πριν, ενώ η δημοσιονομική πολιτική είναι ήδη λιγότερο περιοριστική, ακόμη και πριν από τη δέσμευση της Νέας Δημοκρατίας για φορολογικές περικοπές. Όπως τονίζει ο οίκος, αυτές οι βελτιωμένες προοπτικές ανάπτυξης που έχουν πλέον δημιουργηθεί για τη χώρα, ενδέχεται να επαρκούν για να οδηγήσουν σε περαιτέρω αναβαθμίσεις της πιστοληπτικής αξιολόγησης της Ελλάδας από τους οίκους.
Η βελτίωση της οικονομικής εμπιστοσύνης και οι καλύτερες από τις αναμενόμενες δημοσιονομικές επιδόσεις έχουν συμβάλει στην αποκατάσταση ενός βαθμού εμπιστοσύνης μεταξύ των ξένων επενδυτών στην ελληνική οικονομία. Το πραγματικό ΑΕΠ επιταχύνθηκε στο 1,9% το 2018 και η Citi αναμένει ότι η ανάπτυξη θα κινηθεί στο 1,8% το 2019 και στο 1,9% 2020, έναντι του 1,4% και του 1,5% αντίστοιχα, που την τοποθετούσε πριν, προχωρώντας έτσι σε αναβάθμιση κατά 0,4% των προβλέψεών της για τη διετία 2019-2020.
Η πρόσφατη ενίσχυση του καταναλωτικού κλίματος, σε συνδυασμό με την πλήρη κατάργηση των capital controls και μια ελαφρώς πιο διευκολυντική δημοσιονομική πολιτική, θα στηρίξουν την εγχώρια ζήτηση, σημειώνει. Παράλληλα, όπως επισημαίνει η αμερικάνικη τράπεζα, τα σχέδια των ΤΧΣ και ΤτΕ για τα κόκκινα δάνεια, εάν εφαρμοστούν, ενδέχεται να ενισχύσουν σημαντικά την εγχώρια ρευστότητα.
Ωστόσο, όπως τονίζει, η δυνητική ανάπτυξη παραμένει αδύναμη. Η ανάπτυξη της ιδιωτικής κατανάλωσης είναι απίθανο να υπερβεί το 1% ετησίως μεσοπρόθεσμα, δεδομένων των δυσμενών δημογραφικών στοιχείων και των πολύ χαμηλών ποσοστών αποταμίευσης. Παρά τις σημαντικές μεταρρυθμιστικές προσπάθειες και τη μεγάλη εσωτερική υποτίμηση, η ανταγωνιστικότητα των εξαγωγών βελτιώθηκε λιγότερο από ό,τι σε άλλες περιφερειακές χώρες που βρέθηκαν σε πρόγραμμα διάσωσης. Σύμφωνα με τη Citi, οι εσωτερικές αποταμιεύσεις εξακολουθούν να είναι ανεπαρκείς για την κάλυψη των επενδυτικών αναγκών της οικονομίας, αφού οι πραγματικές επενδύσεις μειώθηκαν κατά 65% περίπου από το 2007. Ο καθαρός δανεισμός εξακολουθεί να συρρικνώνεται, καθώς οι τράπεζες επιβαρύνονται από υψηλά (αν και μειωμένα) μη εξυπηρετούμενα δάνεια. Έτσι, όπως προειδοποιεί η αμερικάνικη τράπεζα, ο δρόμος προς τη βιώσιμη και ταχύτερη ανάπτυξη και ένα σταθερά μειούμενο δημόσιο χρέος/ΑΕΠ, εξακολουθεί να είναι δύσκολος.
Πάντως, το κλειδί για την ανάπτυξη της Ελλάδας είναι η εμπιστοσύνη των ξένων επενδυτών, όπως υπογραμμίζει. Η ικανότητα του Κυριάκου Μητσοτάκη να εκπληρώσει τις δεσμεύσεις για φορολογικές περικοπές εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την προθυμία του να αντιμετωπίσει άλλα πολιτικά δύσκολα εμπόδια - να καθαρίσει τις τράπεζες από τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια, να επιταχύνει τις ιδιωτικοποιήσεις και τις μεταρρυθμίσεις που θα ενισχύουν την επιχειρηματική δραστηριότητα. Συνολικά, η Ελλάδα παραμένει σε μεγάλο βαθμό εξαρτημένη από τις διακυμάνσεις της εμπιστοσύνης των ξένων επενδυτών, οι οποίοι αποτελούν ουσιαστικά το κύριο "κανάλι" χρηματοδότησης για την οικονομία.
Όπως επισημαίνει, η Νέα Δημοκρατία κέρδισε τις εκλογές με τη δέσμευση για μεγάλες φορολογικές περικοπές και για φιλο-επενδυτική στάση. Οι πολιτικοί κίνδυνοι έχουν μειωθεί σημαντικά στην Ελλάδα σε σχέση με τέσσερα χρόνια πριν, ενώ η δημοσιονομική πολιτική είναι ήδη λιγότερο περιοριστική, ακόμη και πριν από τη δέσμευση της Νέας Δημοκρατίας για φορολογικές περικοπές. Όπως τονίζει ο οίκος, αυτές οι βελτιωμένες προοπτικές ανάπτυξης που έχουν πλέον δημιουργηθεί για τη χώρα, ενδέχεται να επαρκούν για να οδηγήσουν σε περαιτέρω αναβαθμίσεις της πιστοληπτικής αξιολόγησης της Ελλάδας από τους οίκους.
Η βελτίωση της οικονομικής εμπιστοσύνης και οι καλύτερες από τις αναμενόμενες δημοσιονομικές επιδόσεις έχουν συμβάλει στην αποκατάσταση ενός βαθμού εμπιστοσύνης μεταξύ των ξένων επενδυτών στην ελληνική οικονομία. Το πραγματικό ΑΕΠ επιταχύνθηκε στο 1,9% το 2018 και η Citi αναμένει ότι η ανάπτυξη θα κινηθεί στο 1,8% το 2019 και στο 1,9% 2020, έναντι του 1,4% και του 1,5% αντίστοιχα, που την τοποθετούσε πριν, προχωρώντας έτσι σε αναβάθμιση κατά 0,4% των προβλέψεών της για τη διετία 2019-2020.
Η πρόσφατη ενίσχυση του καταναλωτικού κλίματος, σε συνδυασμό με την πλήρη κατάργηση των capital controls και μια ελαφρώς πιο διευκολυντική δημοσιονομική πολιτική, θα στηρίξουν την εγχώρια ζήτηση, σημειώνει. Παράλληλα, όπως επισημαίνει η αμερικάνικη τράπεζα, τα σχέδια των ΤΧΣ και ΤτΕ για τα κόκκινα δάνεια, εάν εφαρμοστούν, ενδέχεται να ενισχύσουν σημαντικά την εγχώρια ρευστότητα.
Ωστόσο, όπως τονίζει, η δυνητική ανάπτυξη παραμένει αδύναμη. Η ανάπτυξη της ιδιωτικής κατανάλωσης είναι απίθανο να υπερβεί το 1% ετησίως μεσοπρόθεσμα, δεδομένων των δυσμενών δημογραφικών στοιχείων και των πολύ χαμηλών ποσοστών αποταμίευσης. Παρά τις σημαντικές μεταρρυθμιστικές προσπάθειες και τη μεγάλη εσωτερική υποτίμηση, η ανταγωνιστικότητα των εξαγωγών βελτιώθηκε λιγότερο από ό,τι σε άλλες περιφερειακές χώρες που βρέθηκαν σε πρόγραμμα διάσωσης. Σύμφωνα με τη Citi, οι εσωτερικές αποταμιεύσεις εξακολουθούν να είναι ανεπαρκείς για την κάλυψη των επενδυτικών αναγκών της οικονομίας, αφού οι πραγματικές επενδύσεις μειώθηκαν κατά 65% περίπου από το 2007. Ο καθαρός δανεισμός εξακολουθεί να συρρικνώνεται, καθώς οι τράπεζες επιβαρύνονται από υψηλά (αν και μειωμένα) μη εξυπηρετούμενα δάνεια. Έτσι, όπως προειδοποιεί η αμερικάνικη τράπεζα, ο δρόμος προς τη βιώσιμη και ταχύτερη ανάπτυξη και ένα σταθερά μειούμενο δημόσιο χρέος/ΑΕΠ, εξακολουθεί να είναι δύσκολος.
Πάντως, το κλειδί για την ανάπτυξη της Ελλάδας είναι η εμπιστοσύνη των ξένων επενδυτών, όπως υπογραμμίζει. Η ικανότητα του Κυριάκου Μητσοτάκη να εκπληρώσει τις δεσμεύσεις για φορολογικές περικοπές εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την προθυμία του να αντιμετωπίσει άλλα πολιτικά δύσκολα εμπόδια - να καθαρίσει τις τράπεζες από τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια, να επιταχύνει τις ιδιωτικοποιήσεις και τις μεταρρυθμίσεις που θα ενισχύουν την επιχειρηματική δραστηριότητα. Συνολικά, η Ελλάδα παραμένει σε μεγάλο βαθμό εξαρτημένη από τις διακυμάνσεις της εμπιστοσύνης των ξένων επενδυτών, οι οποίοι αποτελούν ουσιαστικά το κύριο "κανάλι" χρηματοδότησης για την οικονομία.