Κεντρικό ρόλο στην αναπτυξιακή πολιτική της κυβέρνησης, ο οποίος θα συνοδεύεται από αυστηρές απαιτήσεις και εποπτεία, θα αναλάβουν οι τράπεζες.
Η μείωση των "κόκκινων" δανείων ανάγεται στον νυν υπέρ πάντων αγώνα κυβέρνησης και τραπεζών, καθώς αποτελεί τον καταλύτη για τους υψηλότερους και διατηρήσιμους ρυθμούς ανάπτυξης που χρειάζεται η ελληνική Οικονομία.
Η προτεραιότητα στην αντιμετώπιση του προβλήματος των NPLs στην "τραπεζική ατζέντα" της κυβέρνησης, φάνηκε καθαρά από τις δηλώσεις του πρωθυπουργού, Κυριάκου Μητσοτάκη, από το βήμα της ΔΕΘ. Όπως είπε ο πρωθυπουργός, η κυβέρνηση σχεδιάζει και θα υλοποιήσει ένα ενιαίο σχέδιο για τη μείωση των "κόκκινων" δανείων, το οποίο θα έχει ως κεντρική στόχευση να δοθεί στις επιχειρήσεις η ευκαιρία για μια νέα αρχή, αλλά και να υπάρξει ρευστότητα στην Οικονομία. "Αυτό θα γίνει με ένα νέο σύστημα εγγυήσεων και με βελτίωση της πτωχευτικής διαδικασίας, ώστε να αναδιαρθρώνονται γρήγορα οι επιχειρήσεις που μπορούν να αναταχθούν. Προσφέρουμε τα κατάλληλα εργαλεία και απαιτούμε από τις τράπεζες να έχουν μειώσει σε μονοψήφια ποσοστά τα "κόκκινα" χαρτοφυλάκιά τους έως το 2021. Για να μπορούν να επιτελούν το ρόλο τους, να χρηματοδοτούν, δηλαδή, την ανάπτυξη και τις επενδύσεις", τόνισε ο πρωθυπουργός.
Διαβάζοντας πίσω από τις δηλώσεις του πρωθυπουργού, ο κεντρικός ρόλος που αποδίδεται στο τραπεζικό σύστημα δεν είναι μόνο με στόχευση την ενίσχυση της χρηματοδότησης της πραγματικής Οικονομίας. Ζητούμενο είναι και η επιστροφή των τραπεζών στην κερδοφορία, προκειμένου να "αποζημιωθούν" οι Έλληνες φορολογούμενοι για τις τρεις τελευταίες ανακεφαλαιοποιήσεις στον κλάδο και το ελληνικό τραπεζικό σύστημα να ισχυροποιηθεί για να σταθεί στον εντεινόμενο διεθνή ανταγωνισμό και τον μετασχηματισμό του χρηματοπιστωτικού τοπίου. Προς αυτή την κατεύθυνση, το προσεχές διάστημα, πέρα από τη στενή συνεργασία κυβέρνησης – τραπεζών, θα πρέπει να αναμένεται και μια ιδιαίτερα αυστηρή παρακολούθηση του έργου που θα παράγουν οι διοικήσεις των τραπεζών, όπως συνάγεται από τη διατύπωση του πρωθυπουργού "απαιτούμε από τις τράπεζες".
Το έργο που έχουν να παράξουν οι τράπεζες σε επίπεδο μείωσης των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων είναι τιτάνιο.
Στα μέσα του τρέχοντος έτους, τα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα των τραπεζών είχαν υποχωρήσει σε περίπου 75 δισ. ευρώ, με τον δείκτη NPE να διαμορφώνεται στο 43,6%. Στη διάρκεια των τελευταίων τριών ετών μέχρι τα μέσα του 2019, ο όγκος των μη εξυπηρετούμενων δανείων έχει μειωθεί κατά περίπου 30 δισ. ευρώ, κυρίως μέσω διαγραφών και πωλήσεων. Οι στόχοι μείωσης των NPEs για τους οποίους έχουν δεσμευτεί οι τράπεζες στον SSM προβλέπουν τη μείωση του δείκτη NPE κοντά στο 35% στα τέλη του τρέχοντος έτους και την περαιτέρω υποχώρησή του κοντά στο 20% μέχρι τα τέλη του 2021. Πρόκειται για εγχείρημα ιδιαίτερα απαιτητικό που ακόμη και αν επιτευχθεί, θα αφήνει τις ελληνικές τράπεζες με δείκτη μη εξυπηρετούμενων δανείων πέντε φορές υψηλότερο από τον μέσο ευρωπαϊκό.
Πέρα από την επίπτωσή της στη δυνατότητα νέων χρηματοδοτήσεων στην Οικονομία, η κληρονομιά των υψηλών μη εξυπηρετούμενων δανείων αποτελεί τεράστιο περιορισμό και για την κερδοφορία των τραπεζών.
Τα αποτελέσματα του α΄ εξαμήνου 2019 των τεσσάρων συστημικών τραπεζών οδηγούν σε έναν δείκτη απόδοσης κεφαλαίων (RoE) μόλις 2,1%, παρά την ικανοποιητική αύξηση στα προ προβλέψεων έσοδα σε σχέση με την αντίστοιχη περυσινή περίοδο. Το καθαρό επιτοκιακό περιθώριο υποχώρησε στο ίδιο διάστημα στο 2,2% έναντι 2,4% το α΄ εξάμηνο 2018, ενώ το κόστος κινδύνου παραμένει κοντά στο 2%.
Όλα τα παραπάνω καταδεικνύουν ότι εάν τα "κόκκινα" δάνεια δεν βγουν πολύ γρήγορα από τους ισολογισμούς των τραπεζών, αυτές δεν θα μπορέσουν να δημιουργήσουν εσωτερικό κεφάλαιο.
Προφανώς, το τόσο υψηλό απόθεμα NPLs απαγορεύει στις τράπεζες να επεκτείνουν τις νέες πιστοδοτήσεις με τον ρυθμό που χρειάζεται η ελληνική Οικονομία, τη στιγμή που γρήγορη ανάπτυξη δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς ο τραπεζικός κλάδος να μπορέσει να χρηματοδοτήσει, επαρκώς και με λογικό κόστος, τις επενδύσεις. Σημειώνεται ότι η σημαντική μείωση των NPLs θα οδηγήσει σε αναβάθμιση της πιστοληπτικής αξιολόγησης των ελληνικών τραπεζών, επιτρέποντάς τους να αντλήσουν κεφάλαια από τις αγορές με χαμηλότερο κόστος και στη συνέχεια να χρηματοδοτήσουν οι ίδιες με χαμηλότερα επιτόκια τις επιχειρήσεις.
Η μείωση των "κόκκινων" δανείων ανάγεται στον νυν υπέρ πάντων αγώνα κυβέρνησης και τραπεζών, καθώς αποτελεί τον καταλύτη για τους υψηλότερους και διατηρήσιμους ρυθμούς ανάπτυξης που χρειάζεται η ελληνική Οικονομία.
Η προτεραιότητα στην αντιμετώπιση του προβλήματος των NPLs στην "τραπεζική ατζέντα" της κυβέρνησης, φάνηκε καθαρά από τις δηλώσεις του πρωθυπουργού, Κυριάκου Μητσοτάκη, από το βήμα της ΔΕΘ. Όπως είπε ο πρωθυπουργός, η κυβέρνηση σχεδιάζει και θα υλοποιήσει ένα ενιαίο σχέδιο για τη μείωση των "κόκκινων" δανείων, το οποίο θα έχει ως κεντρική στόχευση να δοθεί στις επιχειρήσεις η ευκαιρία για μια νέα αρχή, αλλά και να υπάρξει ρευστότητα στην Οικονομία. "Αυτό θα γίνει με ένα νέο σύστημα εγγυήσεων και με βελτίωση της πτωχευτικής διαδικασίας, ώστε να αναδιαρθρώνονται γρήγορα οι επιχειρήσεις που μπορούν να αναταχθούν. Προσφέρουμε τα κατάλληλα εργαλεία και απαιτούμε από τις τράπεζες να έχουν μειώσει σε μονοψήφια ποσοστά τα "κόκκινα" χαρτοφυλάκιά τους έως το 2021. Για να μπορούν να επιτελούν το ρόλο τους, να χρηματοδοτούν, δηλαδή, την ανάπτυξη και τις επενδύσεις", τόνισε ο πρωθυπουργός.
Διαβάζοντας πίσω από τις δηλώσεις του πρωθυπουργού, ο κεντρικός ρόλος που αποδίδεται στο τραπεζικό σύστημα δεν είναι μόνο με στόχευση την ενίσχυση της χρηματοδότησης της πραγματικής Οικονομίας. Ζητούμενο είναι και η επιστροφή των τραπεζών στην κερδοφορία, προκειμένου να "αποζημιωθούν" οι Έλληνες φορολογούμενοι για τις τρεις τελευταίες ανακεφαλαιοποιήσεις στον κλάδο και το ελληνικό τραπεζικό σύστημα να ισχυροποιηθεί για να σταθεί στον εντεινόμενο διεθνή ανταγωνισμό και τον μετασχηματισμό του χρηματοπιστωτικού τοπίου. Προς αυτή την κατεύθυνση, το προσεχές διάστημα, πέρα από τη στενή συνεργασία κυβέρνησης – τραπεζών, θα πρέπει να αναμένεται και μια ιδιαίτερα αυστηρή παρακολούθηση του έργου που θα παράγουν οι διοικήσεις των τραπεζών, όπως συνάγεται από τη διατύπωση του πρωθυπουργού "απαιτούμε από τις τράπεζες".
Το έργο που έχουν να παράξουν οι τράπεζες σε επίπεδο μείωσης των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων είναι τιτάνιο.
Στα μέσα του τρέχοντος έτους, τα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα των τραπεζών είχαν υποχωρήσει σε περίπου 75 δισ. ευρώ, με τον δείκτη NPE να διαμορφώνεται στο 43,6%. Στη διάρκεια των τελευταίων τριών ετών μέχρι τα μέσα του 2019, ο όγκος των μη εξυπηρετούμενων δανείων έχει μειωθεί κατά περίπου 30 δισ. ευρώ, κυρίως μέσω διαγραφών και πωλήσεων. Οι στόχοι μείωσης των NPEs για τους οποίους έχουν δεσμευτεί οι τράπεζες στον SSM προβλέπουν τη μείωση του δείκτη NPE κοντά στο 35% στα τέλη του τρέχοντος έτους και την περαιτέρω υποχώρησή του κοντά στο 20% μέχρι τα τέλη του 2021. Πρόκειται για εγχείρημα ιδιαίτερα απαιτητικό που ακόμη και αν επιτευχθεί, θα αφήνει τις ελληνικές τράπεζες με δείκτη μη εξυπηρετούμενων δανείων πέντε φορές υψηλότερο από τον μέσο ευρωπαϊκό.
Πέρα από την επίπτωσή της στη δυνατότητα νέων χρηματοδοτήσεων στην Οικονομία, η κληρονομιά των υψηλών μη εξυπηρετούμενων δανείων αποτελεί τεράστιο περιορισμό και για την κερδοφορία των τραπεζών.
Τα αποτελέσματα του α΄ εξαμήνου 2019 των τεσσάρων συστημικών τραπεζών οδηγούν σε έναν δείκτη απόδοσης κεφαλαίων (RoE) μόλις 2,1%, παρά την ικανοποιητική αύξηση στα προ προβλέψεων έσοδα σε σχέση με την αντίστοιχη περυσινή περίοδο. Το καθαρό επιτοκιακό περιθώριο υποχώρησε στο ίδιο διάστημα στο 2,2% έναντι 2,4% το α΄ εξάμηνο 2018, ενώ το κόστος κινδύνου παραμένει κοντά στο 2%.
Όλα τα παραπάνω καταδεικνύουν ότι εάν τα "κόκκινα" δάνεια δεν βγουν πολύ γρήγορα από τους ισολογισμούς των τραπεζών, αυτές δεν θα μπορέσουν να δημιουργήσουν εσωτερικό κεφάλαιο.
Προφανώς, το τόσο υψηλό απόθεμα NPLs απαγορεύει στις τράπεζες να επεκτείνουν τις νέες πιστοδοτήσεις με τον ρυθμό που χρειάζεται η ελληνική Οικονομία, τη στιγμή που γρήγορη ανάπτυξη δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς ο τραπεζικός κλάδος να μπορέσει να χρηματοδοτήσει, επαρκώς και με λογικό κόστος, τις επενδύσεις. Σημειώνεται ότι η σημαντική μείωση των NPLs θα οδηγήσει σε αναβάθμιση της πιστοληπτικής αξιολόγησης των ελληνικών τραπεζών, επιτρέποντάς τους να αντλήσουν κεφάλαια από τις αγορές με χαμηλότερο κόστος και στη συνέχεια να χρηματοδοτήσουν οι ίδιες με χαμηλότερα επιτόκια τις επιχειρήσεις.