Οι κλιμακούμενης έντασης κινήσεις του υπουργείου Οικονομικών που οδηγούν στην αναβάθμιση του χρέους μέσα στο φθινόπωρο, μετά την κατάργηση των capital controls και την προεξόφληση του υπολοίπου του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, "κλείνουν" όπως αναφέρεται αρμοδίως από το οικονομικό επιτελείο, με την κατάθεση του σχεδίου προϋπολογισμού του 2020, "το οποίο θα είναι απολύτως συμβατό με τις δεσμεύσεις της Συμφωνίας του Ιουνίου 2018...".
Οι τρείς αυτές προϋποθέσεις προκύπτουν ως καθοριστικές για την περαιτέρω αναβάθμιση του κρατικού χρέους που αναμένεται να "συμπαρασύρει" και τις διαβαθμίσεις της πιστοληπτικής ικανότητας των τραπεζών.
Η διαβάθμιση των τραπεζικών ομολόγων αναμένεται να βελτιωθεί αφενός από την βελτίωση του κρατικού χρέους και αφετέρου από την εκκίνηση της διαδικασίας για την ευρύτατη τιτλοποίηση των μη εξυπηρετούμενων δανείων και μη εξυπηρετούμενων εκθέσεων (NPLs και NPEs) στο πλαίσιο της λειτουργίας του H-APS (Asset Protection Scheme), του οποίου το "μοντέλο" αναμένεται να έχει περάσει πριν το τέλος του μήνα από την Γενική Διεύθυνση Ανταγωνισμού (DG Comp) μετά και τις "παρατηρήσεις/διορθώσεις" που έχουν γίνει από τον Ενιαίο Εποπτικό Μηχανισμό (SSM).
Ο σχεδιασμός του προϋπολογισμού του 2020, όπως και η εκτίμηση εκτέλεσης του προϋπολογισμού του 2019 που θα τον συνοδεύει, θα είναι "απολύτως συμβατοί" με τις δεσμεύσεις της Συμφωνίας του 2018, όσον αφορά τους στόχους για το πρωτογενές πλεόνασμα, ήτοι το 3,5% του ΑΕΠ.
Η επιτυχία των στόχων γίνεται πάνω στη βάση ρυθμών ανάπτυξης που για το 2019 θα κινηθούν σε επίπεδο λίγο πάνω από το 2% (από 2,1% έως και 2,3%), ενώ για το 2020 προβλέπονται στα επίπεδα του 2,5% με 2,7%.
Αξιοσημείωτο πάντως είναι ότι στους υπολογισμούς του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους έχει αρχίσει να λαμβάνεται υπόψη το ενδεχόμενο σημαντικής επιδείνωσης της οικονομικής κατάστασης στην Ευρωζώνη.
Στο "ρεαλιστικό" σενάριο η πρόβλεψη μιας οικονομικής επιβράδυνσης στην Ευρωζώνη δεν αναμένεται να επηρεάσει σημαντικά τους στόχους του προϋπολογισμού για το 2020.
Σε περίπτωση όμως που η οικονομική επιβράδυνση "διολισθήσει" σε κατάσταση ύφεσης τότε οι "υπολογισμοί" θα χρειαστεί να επανεκτιμηθούν, αλλά αυτό πλέον θα αφορά όλες τις οικονομίες της Ευρωζώνης και θα επηρεάσει τα όρια μέσα στα οποία θα κινηθεί η ελληνική οικονομία.
Το σημαντικό τόσο στο "κακό", όσο και στο "ζοφερό" σενάριο, είναι ότι η Συμφωνία του Ιουνίου του 2018 συμπεριλαμβάνει την δημιουργία αποθεματικού που διασφαλίζει την ομαλή εξυπηρέτηση του βραχυπρόθεσμου δημόσιου χρέους σε κάθε περίπτωση, ενώ το εξαιρετικά χαμηλό μέσο επιτόκιο (1,4%) εξυπηρέτησης του μεσο-μακροπρόθεσμου χρέους διασφαλίζει την "βιωσιμότητά" του όσο αφορά τα δάνεια προς τις χώρες της ευρωζώνης και τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας (ESM).
Επιπλέον, όπως παρατηρεί αρμόδιος παράγοντας του ΥΠΟΙΚ, "ακόμα και στην χειρότερη των περιπτώσεων" το 2032 υπάρχει ρήτρα για νέα παρέμβαση εάν και εφ' όσον χρειασθεί. Άλλωστε τα στοιχεία βελτίωσης της διάρθρωσης και της βιωσιμότητας του κρατικού χρέους αναμένεται να αποτυπωθούν και στο νέο σχέδιο βιωσιμότητας του χρέους (DSA) που ετοιμάζεται από το ΔΝΤ, αλλά και την Κομισιόν πριν από το τέλος του έτους.
Οι τρείς αυτές προϋποθέσεις προκύπτουν ως καθοριστικές για την περαιτέρω αναβάθμιση του κρατικού χρέους που αναμένεται να "συμπαρασύρει" και τις διαβαθμίσεις της πιστοληπτικής ικανότητας των τραπεζών.
Η διαβάθμιση των τραπεζικών ομολόγων αναμένεται να βελτιωθεί αφενός από την βελτίωση του κρατικού χρέους και αφετέρου από την εκκίνηση της διαδικασίας για την ευρύτατη τιτλοποίηση των μη εξυπηρετούμενων δανείων και μη εξυπηρετούμενων εκθέσεων (NPLs και NPEs) στο πλαίσιο της λειτουργίας του H-APS (Asset Protection Scheme), του οποίου το "μοντέλο" αναμένεται να έχει περάσει πριν το τέλος του μήνα από την Γενική Διεύθυνση Ανταγωνισμού (DG Comp) μετά και τις "παρατηρήσεις/διορθώσεις" που έχουν γίνει από τον Ενιαίο Εποπτικό Μηχανισμό (SSM).
Ο σχεδιασμός του προϋπολογισμού του 2020, όπως και η εκτίμηση εκτέλεσης του προϋπολογισμού του 2019 που θα τον συνοδεύει, θα είναι "απολύτως συμβατοί" με τις δεσμεύσεις της Συμφωνίας του 2018, όσον αφορά τους στόχους για το πρωτογενές πλεόνασμα, ήτοι το 3,5% του ΑΕΠ.
Η επιτυχία των στόχων γίνεται πάνω στη βάση ρυθμών ανάπτυξης που για το 2019 θα κινηθούν σε επίπεδο λίγο πάνω από το 2% (από 2,1% έως και 2,3%), ενώ για το 2020 προβλέπονται στα επίπεδα του 2,5% με 2,7%.
Αξιοσημείωτο πάντως είναι ότι στους υπολογισμούς του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους έχει αρχίσει να λαμβάνεται υπόψη το ενδεχόμενο σημαντικής επιδείνωσης της οικονομικής κατάστασης στην Ευρωζώνη.
Στο "ρεαλιστικό" σενάριο η πρόβλεψη μιας οικονομικής επιβράδυνσης στην Ευρωζώνη δεν αναμένεται να επηρεάσει σημαντικά τους στόχους του προϋπολογισμού για το 2020.
Σε περίπτωση όμως που η οικονομική επιβράδυνση "διολισθήσει" σε κατάσταση ύφεσης τότε οι "υπολογισμοί" θα χρειαστεί να επανεκτιμηθούν, αλλά αυτό πλέον θα αφορά όλες τις οικονομίες της Ευρωζώνης και θα επηρεάσει τα όρια μέσα στα οποία θα κινηθεί η ελληνική οικονομία.
Το σημαντικό τόσο στο "κακό", όσο και στο "ζοφερό" σενάριο, είναι ότι η Συμφωνία του Ιουνίου του 2018 συμπεριλαμβάνει την δημιουργία αποθεματικού που διασφαλίζει την ομαλή εξυπηρέτηση του βραχυπρόθεσμου δημόσιου χρέους σε κάθε περίπτωση, ενώ το εξαιρετικά χαμηλό μέσο επιτόκιο (1,4%) εξυπηρέτησης του μεσο-μακροπρόθεσμου χρέους διασφαλίζει την "βιωσιμότητά" του όσο αφορά τα δάνεια προς τις χώρες της ευρωζώνης και τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας (ESM).
Επιπλέον, όπως παρατηρεί αρμόδιος παράγοντας του ΥΠΟΙΚ, "ακόμα και στην χειρότερη των περιπτώσεων" το 2032 υπάρχει ρήτρα για νέα παρέμβαση εάν και εφ' όσον χρειασθεί. Άλλωστε τα στοιχεία βελτίωσης της διάρθρωσης και της βιωσιμότητας του κρατικού χρέους αναμένεται να αποτυπωθούν και στο νέο σχέδιο βιωσιμότητας του χρέους (DSA) που ετοιμάζεται από το ΔΝΤ, αλλά και την Κομισιόν πριν από το τέλος του έτους.