Στο 100% της σύνταξης την οποία έπαιρνε ή θα έπαιρνε –αν είχε "βγει" στη σύνταξη- ένας ασφαλισμένος που απεβίωσε λόγω φυσικής καταστροφής, θα ανέρχεται η σύνταξη την οποία δικαιούται ο επιζών σύζυγος και τα προστατευόμενα τέκνα του.
Αυτό ξεκαθαρίζει εγκύκλιος την οποία εξέδωσε ο Υφυπουργός Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων, Νότης Μηταράκης, κατ΄ εφαρμογή διάταξης που πέρασε η προηγούμενη κυβέρνηση τον περασμένο Δεκέμβριο.
Η διάταξη αυτή αφορά στις συντάξεις θανάτου (ή χηρείας) οι οποίες αφορούν θανάτους συνταξιούχων ή ασφαλισμένων που συντελέστηκαν μετά την 13η Μαΐου 2016.
Συνεπώς, η εν λόγω ρύθμιση διαφοροποιεί το "καθεστώς" της σύνταξης θανάτου λόγω θανάτου από φυσική καταστροφή σε σχέση με το "καθεστώς" της σύνταξης θανάτου λόγω θανάτου από οποιαδήποτε άλλη αιτία στο εξής σημείο:
Το ύψος της σύνταξης θανάτου λόγω φυσικής καταστροφής θα αντιστοιχεί στο 100% της σύνταξης του θανόντος και όχι στο 70%, όπως ισχύει για θάνατο συνταξιούχου από άλλη αιτία.
Πιο αναλυτικά, η εγκύκλιος προβλέπει πως στον επιζώντα σύζυγο, μέρος συμφώνου συμβίωσης και στα τέκνα ασφαλισμένου ή συνταξιούχου του οποίου ο θάνατος οφείλεται σε φυσική καταστροφή, χορηγείται ολόκληρο το ποσό της σύνταξης που ελάμβανε ο συνταξιούχος ή που δικαιούταν ο ασφαλισμένος.
Επομένως - κατά παρέκκλιση των διατάξεων του νόμου Κατρούγκαλου για τις νέες συντάξεις θανάτου- στις περιπτώσεις όπου ο θάνατος του ασφαλισμένου ή του συνταξιούχου έχει επέλθει από την 13η Μαΐου 2016 και εφεξής κατά τη διάρκεια πλημμυρικών φαινομένων, πυρκαγιών, σεισμών και λοιπών θεομηνιών σε περιοχές οι οποίες οριοθετούνται ως πληγείσες με σχετική Υπουργική απόφαση, χορηγείται ως σύνταξη λόγω θανάτου στον επιζώντα σύζυγο/μέρος συμφώνου συμβίωσης και τα προστατευόμενα τέκνα ολόκληρο το ποσό σύνταξης που ελάμβανε ο θανών συνταξιούχος ή δικαιούταν ο θανών ασφαλισμένος
Ο επιμερισμός του ποσού μεταξύ αφενός του επιζώντα συζύγου ή μέρους συμφώνου συμβίωσης, αφετέρου των προστατευόμενων τέκνων γίνεται ισόποσα, δηλαδή 50% της σύνταξης στον επιζώντα σύζυγο ή μέρος συμφώνου συμβίωσης και 50% στα προστατευόμενα τέκνα (κατά τα ιδανικά τους μερίδια, εφόσον είναι περισσότερα του ενός).
Στην περίπτωση που δεν υφίστανται δικαιοδόχα τέκνα, ο επιζών σύζυγος/μέρος συμφώνου συμβίωσης δικαιούται το 100% του ποσού της σύνταξης που δικαιούταν ή ελάμβανε ο θανών.
Όταν δεν υπάρχει επιζών σύζυγος ή μέρος συμφώνου συμβίωσης, αλλά μόνο δικαιοδόχα τέκνα, τότε επιμερίζεται ισόποσα στα τέκνα (ανάλογα με τον αριθμό τους) το 100% της σύνταξης που δικαιούταν ή ελάμβανε ο θανών.
Στο σημείο αυτό πρέπει να σημειωθεί, σύμφωνα με την ίδια εγκύκλιο, ότι οι διατάξεις που πέρασε η προηγούμενη κυβέρνηση και οι οποίες επανακαθορίζουν από 17η Μαΐου 2019 σε 70% το ποσοστό της σύνταξης λόγω θανάτου για τον επιζώντα/ μέρος συμφώνου συμβίωσης δεν επηρεάζουν το ποσοστό που χορηγείται στον επιζώντα με βάση τις διατάξεις που πέρασε η προηγούμενη κυβέρνηση τον περασμένο Δεκέμβριο, τη στιγμή που το τελικά χορηγούμενο ποσό, όταν δεν υπάρχουν τέκνα είναι ίσο με το 100% της σύνταξης που δικαιούταν ο θανών ασφαλισμένος ή ελάμβανε ο συνταξιούχος.
Περαιτέρω, εάν το δικαιούμενο ή χορηγούμενο στον θανόντα συνταξιούχο ποσό δεν προβλέπεται να είναι κάτω από τα 360 ευρώ.
Όταν λήξει το δικαίωμα συνταξιοδότησης των τέκνων, το ποσό αυτό επαναχορηγείται στον επιζώντα σύζυγο.
Επίσης, σε περίπτωση που κάποιο από τα δικαιοδόχα πρόσωπα χάσει το δικαίωμα συνταξιοδότησης, τα δικαιούμενα ποσοστά σύνταξης επαναπροσδιορίζονται και το ποσό επαναχορηγείται αναλόγως.
Σημειώνεται τέλος ότι η δυνατότητα χορήγησης σύνταξης λόγω θανάτου στον διαζευγμένο σύζυγο υφίσταται μόνο όταν δεν υπάρχει επιζών σύζυγος ή μέρος συμφώνου συμβίωσης και προστατευόμενα τέκνα. Σε αυτή και μόνο την περίπτωση η σύνταξη που χορηγείται στον διαζευγμένο θανόντος από φυσική καταστροφή, είναι η προβλεπόμενη όπως και στην περίπτωση του επιζώντος συζύγου.
Και τούτο διότι οι κοινοποιούμενες διατάξεις έχουν περιοριστική εφαρμογή μόνο στον επιζώντα σύζυγο/μέρος συμφώνου συμβίωσης και στα δικαιοδόχα τέκνα.
Αξίζει, επίσης, να σημειωθεί –σύμφωνα με την εγκύκλιο- πως δεν προβλέπονται όροι και προϋποθέσεις για τη χορήγηση σύνταξης λόγω θανάτου από φυσική καταστροφή στον επιζώντα σύζυγο ή μέρος συμφώνου συμβίωσης. Συνεπώς δεν εξετάζεται καμία προϋπόθεση διάρκειας εγγάμου βίου ή οποιαδήποτε άλλη προϋπόθεση. Δικαιοδόχα σύνταξης είναι τα τέκνα που πληρούν τις εξής προϋποθέσεις :
* Μέχρι τις 16 Μαΐου 2016:
- Είναι άγαμα και δεν έχουν συμπληρώσει το 18ο έτος της ηλικίας τους. Το όριο αυτό παρατείνεται μέχρι του 24ου έτους, εφόσον φοιτούν σε ανώτερες ή ανώτατες αναγνωρισμένες σχολές του εσωτερικού ή του εξωτερικού ή σε Ινστιτούτα Επαγγελματικής Κατάρτισης ή Κέντρα/Σχολές Επαγγελματικής Κατάρτισης, ή
- κατά το χρόνο του θανάτου του ασφαλισμένου ή συνταξιούχου είναι άγαμα και ανίκανα για κάθε βιοποριστική εργασία, εφόσον η ανικανότητά τους επήλθε πριν από την συμπλήρωση του 24ου έτους της ηλικίας τους. Στην περίπτωση αυτή η σύνταξη εξακολουθεί να καταβάλλεται και μετά τη συμπλήρωση του 24ου έτους της ηλικίας.
* Από 17 Μαΐου 2019 :
- Είναι άγαμα και δεν έχουν συμπληρώσει το 24ο έτος της ηλικίας τους"
Το δικαίωμα στην σύνταξη θανάτου αρχίζει την πρώτη του μήνα που έπεται της ημερομηνίας θανάτου και η έναρξη καταβολής μπορεί να γίνει αναδρομικά, χωρίς όμως να είναι δυνατό να ανατρέξει σε χρονικό διάστημα μεγαλύτερο από 1 έτος πριν το τέλος του μήνα που υποβάλλεται η αίτηση συνταξιοδότησης.
Κατ’ εξαίρεση και στις περιπτώσεις λόγω θανάτου από φυσική καταστροφή που έχει λάβει χώρα πριν την έναρξη ισχύος της κοινοποιούμενης διάταξης και ανεξάρτητα αν έχει χορηγηθεί ή όχι η σύνταξη λόγω θανάτου , η αναπροσαρμογή της σύνταξης λόγω θανάτου ανατρέχει στο χρόνο υποβολής της αίτησης συνταξιοδότησης.
Εξυπακούεται, σύμφωνα με την ίδια εγκύκλιο, ότι τυχόν ποσά σύνταξης λόγω θανάτου που εισπράχθηκαν από την ίδια αιτία συμψηφίζονται.
Αυτό ξεκαθαρίζει εγκύκλιος την οποία εξέδωσε ο Υφυπουργός Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων, Νότης Μηταράκης, κατ΄ εφαρμογή διάταξης που πέρασε η προηγούμενη κυβέρνηση τον περασμένο Δεκέμβριο.
Η διάταξη αυτή αφορά στις συντάξεις θανάτου (ή χηρείας) οι οποίες αφορούν θανάτους συνταξιούχων ή ασφαλισμένων που συντελέστηκαν μετά την 13η Μαΐου 2016.
Συνεπώς, η εν λόγω ρύθμιση διαφοροποιεί το "καθεστώς" της σύνταξης θανάτου λόγω θανάτου από φυσική καταστροφή σε σχέση με το "καθεστώς" της σύνταξης θανάτου λόγω θανάτου από οποιαδήποτε άλλη αιτία στο εξής σημείο:
Το ύψος της σύνταξης θανάτου λόγω φυσικής καταστροφής θα αντιστοιχεί στο 100% της σύνταξης του θανόντος και όχι στο 70%, όπως ισχύει για θάνατο συνταξιούχου από άλλη αιτία.
Πιο αναλυτικά, η εγκύκλιος προβλέπει πως στον επιζώντα σύζυγο, μέρος συμφώνου συμβίωσης και στα τέκνα ασφαλισμένου ή συνταξιούχου του οποίου ο θάνατος οφείλεται σε φυσική καταστροφή, χορηγείται ολόκληρο το ποσό της σύνταξης που ελάμβανε ο συνταξιούχος ή που δικαιούταν ο ασφαλισμένος.
Επομένως - κατά παρέκκλιση των διατάξεων του νόμου Κατρούγκαλου για τις νέες συντάξεις θανάτου- στις περιπτώσεις όπου ο θάνατος του ασφαλισμένου ή του συνταξιούχου έχει επέλθει από την 13η Μαΐου 2016 και εφεξής κατά τη διάρκεια πλημμυρικών φαινομένων, πυρκαγιών, σεισμών και λοιπών θεομηνιών σε περιοχές οι οποίες οριοθετούνται ως πληγείσες με σχετική Υπουργική απόφαση, χορηγείται ως σύνταξη λόγω θανάτου στον επιζώντα σύζυγο/μέρος συμφώνου συμβίωσης και τα προστατευόμενα τέκνα ολόκληρο το ποσό σύνταξης που ελάμβανε ο θανών συνταξιούχος ή δικαιούταν ο θανών ασφαλισμένος
Ο επιμερισμός του ποσού μεταξύ αφενός του επιζώντα συζύγου ή μέρους συμφώνου συμβίωσης, αφετέρου των προστατευόμενων τέκνων γίνεται ισόποσα, δηλαδή 50% της σύνταξης στον επιζώντα σύζυγο ή μέρος συμφώνου συμβίωσης και 50% στα προστατευόμενα τέκνα (κατά τα ιδανικά τους μερίδια, εφόσον είναι περισσότερα του ενός).
Στην περίπτωση που δεν υφίστανται δικαιοδόχα τέκνα, ο επιζών σύζυγος/μέρος συμφώνου συμβίωσης δικαιούται το 100% του ποσού της σύνταξης που δικαιούταν ή ελάμβανε ο θανών.
Όταν δεν υπάρχει επιζών σύζυγος ή μέρος συμφώνου συμβίωσης, αλλά μόνο δικαιοδόχα τέκνα, τότε επιμερίζεται ισόποσα στα τέκνα (ανάλογα με τον αριθμό τους) το 100% της σύνταξης που δικαιούταν ή ελάμβανε ο θανών.
Στο σημείο αυτό πρέπει να σημειωθεί, σύμφωνα με την ίδια εγκύκλιο, ότι οι διατάξεις που πέρασε η προηγούμενη κυβέρνηση και οι οποίες επανακαθορίζουν από 17η Μαΐου 2019 σε 70% το ποσοστό της σύνταξης λόγω θανάτου για τον επιζώντα/ μέρος συμφώνου συμβίωσης δεν επηρεάζουν το ποσοστό που χορηγείται στον επιζώντα με βάση τις διατάξεις που πέρασε η προηγούμενη κυβέρνηση τον περασμένο Δεκέμβριο, τη στιγμή που το τελικά χορηγούμενο ποσό, όταν δεν υπάρχουν τέκνα είναι ίσο με το 100% της σύνταξης που δικαιούταν ο θανών ασφαλισμένος ή ελάμβανε ο συνταξιούχος.
Περαιτέρω, εάν το δικαιούμενο ή χορηγούμενο στον θανόντα συνταξιούχο ποσό δεν προβλέπεται να είναι κάτω από τα 360 ευρώ.
Όταν λήξει το δικαίωμα συνταξιοδότησης των τέκνων, το ποσό αυτό επαναχορηγείται στον επιζώντα σύζυγο.
Επίσης, σε περίπτωση που κάποιο από τα δικαιοδόχα πρόσωπα χάσει το δικαίωμα συνταξιοδότησης, τα δικαιούμενα ποσοστά σύνταξης επαναπροσδιορίζονται και το ποσό επαναχορηγείται αναλόγως.
Σημειώνεται τέλος ότι η δυνατότητα χορήγησης σύνταξης λόγω θανάτου στον διαζευγμένο σύζυγο υφίσταται μόνο όταν δεν υπάρχει επιζών σύζυγος ή μέρος συμφώνου συμβίωσης και προστατευόμενα τέκνα. Σε αυτή και μόνο την περίπτωση η σύνταξη που χορηγείται στον διαζευγμένο θανόντος από φυσική καταστροφή, είναι η προβλεπόμενη όπως και στην περίπτωση του επιζώντος συζύγου.
Και τούτο διότι οι κοινοποιούμενες διατάξεις έχουν περιοριστική εφαρμογή μόνο στον επιζώντα σύζυγο/μέρος συμφώνου συμβίωσης και στα δικαιοδόχα τέκνα.
Αξίζει, επίσης, να σημειωθεί –σύμφωνα με την εγκύκλιο- πως δεν προβλέπονται όροι και προϋποθέσεις για τη χορήγηση σύνταξης λόγω θανάτου από φυσική καταστροφή στον επιζώντα σύζυγο ή μέρος συμφώνου συμβίωσης. Συνεπώς δεν εξετάζεται καμία προϋπόθεση διάρκειας εγγάμου βίου ή οποιαδήποτε άλλη προϋπόθεση. Δικαιοδόχα σύνταξης είναι τα τέκνα που πληρούν τις εξής προϋποθέσεις :
* Μέχρι τις 16 Μαΐου 2016:
- Είναι άγαμα και δεν έχουν συμπληρώσει το 18ο έτος της ηλικίας τους. Το όριο αυτό παρατείνεται μέχρι του 24ου έτους, εφόσον φοιτούν σε ανώτερες ή ανώτατες αναγνωρισμένες σχολές του εσωτερικού ή του εξωτερικού ή σε Ινστιτούτα Επαγγελματικής Κατάρτισης ή Κέντρα/Σχολές Επαγγελματικής Κατάρτισης, ή
- κατά το χρόνο του θανάτου του ασφαλισμένου ή συνταξιούχου είναι άγαμα και ανίκανα για κάθε βιοποριστική εργασία, εφόσον η ανικανότητά τους επήλθε πριν από την συμπλήρωση του 24ου έτους της ηλικίας τους. Στην περίπτωση αυτή η σύνταξη εξακολουθεί να καταβάλλεται και μετά τη συμπλήρωση του 24ου έτους της ηλικίας.
* Από 17 Μαΐου 2019 :
- Είναι άγαμα και δεν έχουν συμπληρώσει το 24ο έτος της ηλικίας τους"
Το δικαίωμα στην σύνταξη θανάτου αρχίζει την πρώτη του μήνα που έπεται της ημερομηνίας θανάτου και η έναρξη καταβολής μπορεί να γίνει αναδρομικά, χωρίς όμως να είναι δυνατό να ανατρέξει σε χρονικό διάστημα μεγαλύτερο από 1 έτος πριν το τέλος του μήνα που υποβάλλεται η αίτηση συνταξιοδότησης.
Κατ’ εξαίρεση και στις περιπτώσεις λόγω θανάτου από φυσική καταστροφή που έχει λάβει χώρα πριν την έναρξη ισχύος της κοινοποιούμενης διάταξης και ανεξάρτητα αν έχει χορηγηθεί ή όχι η σύνταξη λόγω θανάτου , η αναπροσαρμογή της σύνταξης λόγω θανάτου ανατρέχει στο χρόνο υποβολής της αίτησης συνταξιοδότησης.
Εξυπακούεται, σύμφωνα με την ίδια εγκύκλιο, ότι τυχόν ποσά σύνταξης λόγω θανάτου που εισπράχθηκαν από την ίδια αιτία συμψηφίζονται.