Με μείωση του δημόσιου χρέους τόσο ως ποσοστό του ΑΕΠ όσο και σε απόλυτο αριθμό αναμένεται να κλείσει η φετινή χρονιά, σηματοδοτώντας την αρχή μιας μακράς διαδικασίας αποκλιμάκωσης.
Ο Οργανισμός Διαχείρισης Δημοσίου Χρέους, εκτός από τη δρομολογημένη πλέον πρόωρη αποπληρωμή του ακριβού τμήματος του χρέους προς το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, εξετάζει και άλλες κινήσεις μέσα στη χρονιά, μεταξύ των οποίων η ανταλλαγή των ομολόγων που δεν είχαν συμμετάσχει στο πρόγραμμα ανταλλαγής του 2017 (σ.σ.: αφορούσαν τα ομόλογα του PSI που έγινε το 2012). Επίσης, εξετάζεται και το ενδεχόμενο μείωσης της έκθεσης της χώρας στα έντοκα γραμμάτια, με τη χρηματοδότηση να προέρχεται από μια νέα έκδοση ομολόγου μικρής διάρκειας (π.χ. 3ετίας ή πενταετίας).
Είτε προχωρήσουν αυτές οι κινήσεις μέσα στη χρονιά είτε όχι δεν θα υπάρξει νέος καθαρός δανεισμός. Έτσι, δεδομένου ότι φέτος έχουμε δανειστεί 7,5 δισ. ευρώ και ότι μέχρι το τέλος του χρόνου θα καταβάλουμε χρεολύσια άνω των 11 δισ. ευρώ (χωρίς να συνυπολογίζεται η έξτρα πληρωμή προς το ΔΝΤ), το χρέος της γενικής κυβέρνησης αναμένεται να μειωθεί κάτω από τα 334,5 δισ. ευρώ που ήταν το σχετικό ποσό στο τέλος του 2018.
Πρώτη φορά μετά το 2015
Αν αυτό επιβεβαιωθεί, θα είναι η πρώτη φορά που καταγράφεται μείωση μετά το 2015. Ακόμη και τη συγκεκριμένη χρονιά, η μείωση ήταν «τεχνικής φύσεως», καθώς είχε προέλθει από την επιστροφή των κερδών από τα ANFAs και τα SMPs στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα με το σχετικό ποσό να φτάνει στα 10 δισ. ευρώ.
Η μείωση του χρέους ως ποσοστό του ΑΕΠ θα πρέπει να θεωρείται δεδομένη καθώς το πρώτο εξάμηνο έκλεισε με ανάπτυξη 1,5%, ενώ για το δεύτερο εξάμηνο αναμένονται ακόμη πιο ισχυροί ρυθμοί. Έτσι, αναμένεται να αυξηθεί ο «παρονομαστής» του κλάσματος την ώρα που ο αριθμητής (δηλαδή το χρέος της γενικής κυβέρνησης) θα κινείται στα ίδια ή και σε χαμηλότερα επίπεδα. Τo μεγάλο «στοίχημα» -κυρίως για συμβολικούς λόγους, αλλά και ως σαφές δείγμα επιστροφής στην κανονικότητα όπως αναφέρει αρμόδιος κυβερνητικός αξιωματούχος- είναι να ξεκινήσει η αποκλιμάκωση του χρέους και σε απόλυτους αριθμούς.
Τα βλέμματα των αγορών είναι στραμμένα στο χρέος της γενικής κυβέρνησης και όχι της κεντρικής διοίκησης, στο οποίο περιλαμβάνεται και ο «εσωτερικός δανεισμός» μεταξύ των δημόσιων φορέων ο οποίος είναι εκφρασμένος σε repos. Με βάση τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία, το χρέος της γενικής κυβέρνησης έφτασε το 2018 στα 334,573 δισ. ευρώ.
Σημείωσε μεγάλη αύξηση σε σχέση με το 2017 (σ.σ.: ήταν 317,485 δισ. ευρώ στο τέλος του 2017) λόγω της μεγάλης εκταμίευσης που έγινε τον Ιούνιο του 2018 μετά την επίτευξη της συμφωνίας για την έξοδο από το μνημόνιο. Ήταν η εκταμίευση με την οποία ενισχύθηκε αισθητά το λεγόμενο «αποθεματικό ασφαλείας» ή το «μαξιλάρι για το χρέος», όπως λέγεται χαρακτηριστικά.
Ανοδική όμως ήταν η πορεία καθ' όλη της διάρκεια της τελευταίας 4ετίας. Το 2015 το χρέος της γενικής κυβέρνησης είχε περιοριστεί στα 311,7 δισ. ευρώ. Άρα, το 3ο μνημόνιο είχε ως αποτέλεσμα την καθαρή αύξηση του χρέους περίπου κατά 26 δισ. ευρώ. Βέβαια, πολύ μεγάλο μέρος αυτού του ποσού υπάρχει αυτή τη στιγμή στο ταμείο του ελληνικού δημοσίου ως διαθέσιμο.
Το τελευταίο τρίμηνο
Στο πρώτο τρίμηνο του 2019 είχε καταγραφεί νέα αύξηση στα 337,4 δισ. ευρώ, λόγω της πρώτης έκδοσης ελληνικού ομολόγου της χρονιάς. Η ουσιαστική διαδικασία αποκλιμάκωσης αναμένεται να καταγραφεί μέσα στο τελευταίο τρίμηνο της φετινής χρονιάς. Και αυτό γιατί:
1 Θα υπάρξουν οι «τακτικές» αποπληρωμές του χρέους που είναι προγραμματισμένες για το διάστημα Οκτωβρίου - Δεκεμβρίου.
2 Αναμένεται να προχωρήσει η έκτακτη καταβολή περίπου 2,5 δισ. ευρώ στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο για την αποπληρωμή του ακριβού τμήματος του χρέους. Το ποσό είναι στην πραγματικότητα μεγαλύτερο, αλλά ένα μέρος (τουλάχιστον 250 εκατ. ευρώ) αφορά πληρωμή δόσης που ούτως ή άλλως θα έπρεπε να πληρωθεί μέσα στη χρονιά.
3 Αν υπάρξει νέα έκδοση ελληνικού ομολόγου (που δεν αποκλείεται) αυτή θα γίνει με σκοπό να αναχρηματοδοτηθεί παλαιότερο τμήμα του χρέους. Δύο είναι οι πιθανές ενέργειες που ενδέχεται να γίνουν. Πρώτον, η αναχρηματοδότηση των ομολόγων που είχαν εκδοθεί μετά το PSI (σ.σ.: το κούρεμα του ελληνικού χρέους που έγινε το 2012) και δεν αντικαταστάθηκαν κατά τη σχετική διαδικασία που έγινε το 2017. Εκτιμάται ότι τα ομόλογα που δεν αντικαταστάθηκαν το 2017 ανέρχονται περίπου στα 4 δισ. ευρώ. Η σχετική αναχρηματοδότηση -αν προχωρήσει μέσα στο έτος, που δεν είναι ακόμη βέβαιο- δεν θα γίνει με εξαγορά. Η δεύτερη πιθανή περίπτωση έκδοσης νέου ομολόγου είναι για να χρησιμοποιηθούν τα χρήματα που θα αντληθούν για τη μείωση της έκθεσης της χώρας στα έντοκα γραμμάτια.
Το κόστος δανεισμού της χώρας μέσω των εντόκων έχει ουσιαστικά μηδενιστεί, αλλά στον ΟΔΔΗΧ μελετούν το ενδεχόμενο μείωσης του ποσού που σήμερα ανέρχεται στα 15 δισ. ευρώ. Και αυτό προκειμένου να περιοριστεί η έκθεση στο βραχυπρόθεσμο χρέος το οποίο χρήζει αναχρηματοδότησης ανά τρίμηνο ή εξάμηνο.
Όσο μικρότερη είναι η έκθεση στα έντοκα, τόσο μικραίνει και ο κίνδυνος να δημιουργηθούν προβλήματα με τη ρευστότητα του συστήματος σε περίπτωση επιδείνωσης των συνθηκών στις διεθνείς αγορές ή σε περίπτωση απόφασης των ξένων επενδυτών να «ξεφορτωθούν» βραχυπρόθεσμους ελληνικούς τίτλους.
Αποπληρωμές 13 δισ. ευρώ
«Καθαρό χρέος» συνολικού ύψους 13 δισ. ευρώ (σ.σ.: 11 δισ. ευρώ που ήταν ούτως ή άλλως προγραμματισμένο και επιπλέον 2,5 δισ. ευρώ που αντιστοιχεί στην πρόωρη εξόφληση του ΔΝΤ) αναμένεται να αποπληρωθεί συνολικά για το 2019, ενώ ο νέος δανεισμός έχει ανέλθει προς το παρόν στα 7,5 δισ. ευρώ. Την επόμενη χρονιά οι καθαρές δανειακές ανάγκες της χώρας είναι μόλις 5 δισ. ευρώ. Τα 2,5 δισ. ευρώ αντιστοιχούν στις δόσεις του ΔΝΤ οι οποίες θα έχουν πληρωθεί από φέτος. Έτσι, δεδομένου ότι η Ελλάδα θα πρέπει να εξακολουθήσει να δίνει το «παρών» στις αγορές μέσω νέων εκδόσεων, είναι άγνωστο αν και την επόμενη χρονιά θα συνεχιστεί η μείωση του χρέους σε απόλυτο αριθμό.
Ο Οργανισμός Διαχείρισης Δημοσίου Χρέους, εκτός από τη δρομολογημένη πλέον πρόωρη αποπληρωμή του ακριβού τμήματος του χρέους προς το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, εξετάζει και άλλες κινήσεις μέσα στη χρονιά, μεταξύ των οποίων η ανταλλαγή των ομολόγων που δεν είχαν συμμετάσχει στο πρόγραμμα ανταλλαγής του 2017 (σ.σ.: αφορούσαν τα ομόλογα του PSI που έγινε το 2012). Επίσης, εξετάζεται και το ενδεχόμενο μείωσης της έκθεσης της χώρας στα έντοκα γραμμάτια, με τη χρηματοδότηση να προέρχεται από μια νέα έκδοση ομολόγου μικρής διάρκειας (π.χ. 3ετίας ή πενταετίας).
Είτε προχωρήσουν αυτές οι κινήσεις μέσα στη χρονιά είτε όχι δεν θα υπάρξει νέος καθαρός δανεισμός. Έτσι, δεδομένου ότι φέτος έχουμε δανειστεί 7,5 δισ. ευρώ και ότι μέχρι το τέλος του χρόνου θα καταβάλουμε χρεολύσια άνω των 11 δισ. ευρώ (χωρίς να συνυπολογίζεται η έξτρα πληρωμή προς το ΔΝΤ), το χρέος της γενικής κυβέρνησης αναμένεται να μειωθεί κάτω από τα 334,5 δισ. ευρώ που ήταν το σχετικό ποσό στο τέλος του 2018.
Πρώτη φορά μετά το 2015
Αν αυτό επιβεβαιωθεί, θα είναι η πρώτη φορά που καταγράφεται μείωση μετά το 2015. Ακόμη και τη συγκεκριμένη χρονιά, η μείωση ήταν «τεχνικής φύσεως», καθώς είχε προέλθει από την επιστροφή των κερδών από τα ANFAs και τα SMPs στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα με το σχετικό ποσό να φτάνει στα 10 δισ. ευρώ.
Η μείωση του χρέους ως ποσοστό του ΑΕΠ θα πρέπει να θεωρείται δεδομένη καθώς το πρώτο εξάμηνο έκλεισε με ανάπτυξη 1,5%, ενώ για το δεύτερο εξάμηνο αναμένονται ακόμη πιο ισχυροί ρυθμοί. Έτσι, αναμένεται να αυξηθεί ο «παρονομαστής» του κλάσματος την ώρα που ο αριθμητής (δηλαδή το χρέος της γενικής κυβέρνησης) θα κινείται στα ίδια ή και σε χαμηλότερα επίπεδα. Τo μεγάλο «στοίχημα» -κυρίως για συμβολικούς λόγους, αλλά και ως σαφές δείγμα επιστροφής στην κανονικότητα όπως αναφέρει αρμόδιος κυβερνητικός αξιωματούχος- είναι να ξεκινήσει η αποκλιμάκωση του χρέους και σε απόλυτους αριθμούς.
Τα βλέμματα των αγορών είναι στραμμένα στο χρέος της γενικής κυβέρνησης και όχι της κεντρικής διοίκησης, στο οποίο περιλαμβάνεται και ο «εσωτερικός δανεισμός» μεταξύ των δημόσιων φορέων ο οποίος είναι εκφρασμένος σε repos. Με βάση τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία, το χρέος της γενικής κυβέρνησης έφτασε το 2018 στα 334,573 δισ. ευρώ.
Σημείωσε μεγάλη αύξηση σε σχέση με το 2017 (σ.σ.: ήταν 317,485 δισ. ευρώ στο τέλος του 2017) λόγω της μεγάλης εκταμίευσης που έγινε τον Ιούνιο του 2018 μετά την επίτευξη της συμφωνίας για την έξοδο από το μνημόνιο. Ήταν η εκταμίευση με την οποία ενισχύθηκε αισθητά το λεγόμενο «αποθεματικό ασφαλείας» ή το «μαξιλάρι για το χρέος», όπως λέγεται χαρακτηριστικά.
Ανοδική όμως ήταν η πορεία καθ' όλη της διάρκεια της τελευταίας 4ετίας. Το 2015 το χρέος της γενικής κυβέρνησης είχε περιοριστεί στα 311,7 δισ. ευρώ. Άρα, το 3ο μνημόνιο είχε ως αποτέλεσμα την καθαρή αύξηση του χρέους περίπου κατά 26 δισ. ευρώ. Βέβαια, πολύ μεγάλο μέρος αυτού του ποσού υπάρχει αυτή τη στιγμή στο ταμείο του ελληνικού δημοσίου ως διαθέσιμο.
Το τελευταίο τρίμηνο
Στο πρώτο τρίμηνο του 2019 είχε καταγραφεί νέα αύξηση στα 337,4 δισ. ευρώ, λόγω της πρώτης έκδοσης ελληνικού ομολόγου της χρονιάς. Η ουσιαστική διαδικασία αποκλιμάκωσης αναμένεται να καταγραφεί μέσα στο τελευταίο τρίμηνο της φετινής χρονιάς. Και αυτό γιατί:
1 Θα υπάρξουν οι «τακτικές» αποπληρωμές του χρέους που είναι προγραμματισμένες για το διάστημα Οκτωβρίου - Δεκεμβρίου.
2 Αναμένεται να προχωρήσει η έκτακτη καταβολή περίπου 2,5 δισ. ευρώ στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο για την αποπληρωμή του ακριβού τμήματος του χρέους. Το ποσό είναι στην πραγματικότητα μεγαλύτερο, αλλά ένα μέρος (τουλάχιστον 250 εκατ. ευρώ) αφορά πληρωμή δόσης που ούτως ή άλλως θα έπρεπε να πληρωθεί μέσα στη χρονιά.
3 Αν υπάρξει νέα έκδοση ελληνικού ομολόγου (που δεν αποκλείεται) αυτή θα γίνει με σκοπό να αναχρηματοδοτηθεί παλαιότερο τμήμα του χρέους. Δύο είναι οι πιθανές ενέργειες που ενδέχεται να γίνουν. Πρώτον, η αναχρηματοδότηση των ομολόγων που είχαν εκδοθεί μετά το PSI (σ.σ.: το κούρεμα του ελληνικού χρέους που έγινε το 2012) και δεν αντικαταστάθηκαν κατά τη σχετική διαδικασία που έγινε το 2017. Εκτιμάται ότι τα ομόλογα που δεν αντικαταστάθηκαν το 2017 ανέρχονται περίπου στα 4 δισ. ευρώ. Η σχετική αναχρηματοδότηση -αν προχωρήσει μέσα στο έτος, που δεν είναι ακόμη βέβαιο- δεν θα γίνει με εξαγορά. Η δεύτερη πιθανή περίπτωση έκδοσης νέου ομολόγου είναι για να χρησιμοποιηθούν τα χρήματα που θα αντληθούν για τη μείωση της έκθεσης της χώρας στα έντοκα γραμμάτια.
Το κόστος δανεισμού της χώρας μέσω των εντόκων έχει ουσιαστικά μηδενιστεί, αλλά στον ΟΔΔΗΧ μελετούν το ενδεχόμενο μείωσης του ποσού που σήμερα ανέρχεται στα 15 δισ. ευρώ. Και αυτό προκειμένου να περιοριστεί η έκθεση στο βραχυπρόθεσμο χρέος το οποίο χρήζει αναχρηματοδότησης ανά τρίμηνο ή εξάμηνο.
Όσο μικρότερη είναι η έκθεση στα έντοκα, τόσο μικραίνει και ο κίνδυνος να δημιουργηθούν προβλήματα με τη ρευστότητα του συστήματος σε περίπτωση επιδείνωσης των συνθηκών στις διεθνείς αγορές ή σε περίπτωση απόφασης των ξένων επενδυτών να «ξεφορτωθούν» βραχυπρόθεσμους ελληνικούς τίτλους.
Αποπληρωμές 13 δισ. ευρώ
«Καθαρό χρέος» συνολικού ύψους 13 δισ. ευρώ (σ.σ.: 11 δισ. ευρώ που ήταν ούτως ή άλλως προγραμματισμένο και επιπλέον 2,5 δισ. ευρώ που αντιστοιχεί στην πρόωρη εξόφληση του ΔΝΤ) αναμένεται να αποπληρωθεί συνολικά για το 2019, ενώ ο νέος δανεισμός έχει ανέλθει προς το παρόν στα 7,5 δισ. ευρώ. Την επόμενη χρονιά οι καθαρές δανειακές ανάγκες της χώρας είναι μόλις 5 δισ. ευρώ. Τα 2,5 δισ. ευρώ αντιστοιχούν στις δόσεις του ΔΝΤ οι οποίες θα έχουν πληρωθεί από φέτος. Έτσι, δεδομένου ότι η Ελλάδα θα πρέπει να εξακολουθήσει να δίνει το «παρών» στις αγορές μέσω νέων εκδόσεων, είναι άγνωστο αν και την επόμενη χρονιά θα συνεχιστεί η μείωση του χρέους σε απόλυτο αριθμό.