Καταγγελμένα δάνεια 38 δισ. ευρώ, ρυθμισμένα δάνεια 27 δισ. ευρώ που δεν εξυπηρετούνται, δάνεια περίπου 9 δισ. ευρώ, εκ των οποίων τα 5 δισ. στεγαστικά, που βρίσκονται σε καθυστέρηση μεγαλύτερη του ενός έτους, είναι μερικά από τα ευρήματα της "ακτινογραφίας" των μη εξυπηρετούμενων δανείων των ελληνικών τραπεζών στο τέλος του α΄ εξαμήνου 2019.
Σύμφωνα με τα στοιχεία που παραθέτει η ΤτΕ στην Έκθεση Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (Δεκέμβριος 2019), στο τέλος Ιουνίου 2019 οι τράπεζες είχαν μη εξυπηρετούμενα δάνεια 75,379 δισ. ευρώ και εξυπηρετούμενα 97,592 δισ. ευρώ.
Από τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια, ποσό 22,828 δισ. ευρώ (δηλ. το 30% των ΜΕΔ) αφορά δάνεια αβέβαιης είσπραξης. Τα δάνεια αβέβαιης είσπραξης είναι μειωμένα κατά 8,9% σε σχέση με το τέλος του 2018 (25,054 δισ. ευρώ). Ωστόσο, προβληματίζει το γεγονός ότι επιδεινώθηκε ο λόγος των δανείων τα οποία είναι σε καθυστέρηση από 1 έως 90 ημέρες προς το σύνολο των εξυπηρετούμενων δανείων (πρώιμες ληξιπρόθεσμες οφειλές). Συγκεκριμένα, ο λόγος ανήλθε σε 13,7% στο τέλος του α΄ εξαμήνου του 2019, επίπεδο υψηλότερο από εκείνο στο τέλος του 2018 (13,4%).
Τα δάνεια σε καθυστέρηση μεγαλύτερη των 90 ημερών (χωρίς να συμπεριλαμβάνονται οι καταγγελμένες απαιτήσεις) συνέχισαν την πτωτική τους πορεία κατά τη διάρκεια του α΄ εξαμήνου του 2019 και ανήλθαν σε 14,429 δισ. ευρώ (19% των ΜΕΔ), σημειώνοντας μείωση κατά 18,2% σε σχέση με το τέλος του 2018 (17,644 δισ. ευρώ). Παρ’ όλα αυτά, το 61,7% των ΜΕΔ που εμπίπτουν σε αυτή την κατηγορία, δηλαδή δάνεια ύψους 8,897 δισ. ευρώ, έχουν καθυστέρηση μεγαλύτερη του ενός έτους. Το αντίστοιχο ποσοστό για τα στεγαστικά δάνεια διαμορφώνεται σε 72,5% (πρόκειται για δάνεια 5 δισ. ευρώ) και για τα επιχειρηματικά σε 51,4%, ενώ για τα καταναλωτικά δάνεια τα οποία έχουν καθυστέρηση μεγαλύτερη του εξαμήνου το ποσοστό διαμορφώνεται σε 80,6%, έναντι 70,1% στο τέλος του 2018.
Το 51% των μη εξυπηρετούμενων δανείων έχουν καταγγελθεί από τις τράπεζες. Στο τέλος του α΄ εξαμήνου του 2019 οι καταγγελμένες απαιτήσεις ανήλθαν σε 38,121 δισ. ευρώ, μειωμένες κατά 2,5% σε σχέση με το τέλος του 2018 (39,100 δισ. ευρώ), κυρίως λόγω της διαγραφής καταγγελμένων απαιτήσεων ύψους 1,1 δισ. ευρώ.
Το σύνολο των ρυθμισμένων (forborne) δανείων ανήλθε στο τέλος του α΄ εξαμήνου του 2019 σε 41,811 δισ. ευρώ, αντιπροσωπεύοντας το 24,2% των συνολικών δανείων, έναντι 25,7% στο τέλος του 2018 (46,317 δισ. ευρώ). Εντούτοις, το 17,9% των ήδη ρυθμισμένων δανείων εμφανίζει καθυστέρηση άνω των 90 ημερών, έναντι 19,9% στο τέλος του 2018.
Το 48,2% των ΜΕΔ άνω των 90 ημερών δεν έχει ρυθμιστεί, έναντι 47,8% στο τέλος του 2018, ενώ τα ποσοστά για τα στεγαστικά, καταναλωτικά και επιχειρηματικά δάνεια ανέρχονται σε 44,0%, 47,5% και 53,4% αντίστοιχα.
Επισημαίνεται ότι 11,1 δισ. ευρώ, ποσοστό 14,8% των ΜΕΔ εντός ισολογισμού, αφορούν απαιτήσεις οι οποίες έχουν υπαχθεί σε καθεστώς νομικής προστασίας και εκκρεμεί η έκδοση τελεσίδικης δικαστικής απόφασης. Από τα δάνεια αυτά, ποσό 6,4 δισ. ευρώ αφορούν απαιτήσεις που είχαν ήδη καταγγελθεί.
Τα δάνεια αυτής της κατηγορίας αφορούν είτε φυσικά πρόσωπα (π.χ. ν.3869/2010) είτε νομικά πρόσωπα (π.χ. ν.4307/2014, Πτωχευτικός Κώδικας). Σχετικά με τις επιμέρους κατηγορίες, περίπου το 31% των μη εξυπηρετούμενων στεγαστικών δανείων έχει υπαχθεί σε καθεστώς νομικής προστασίας, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό για τα καταναλωτικά δάνεια είναι 19,9%.
Σύμφωνα με τα στοιχεία που παραθέτει η ΤτΕ στην Έκθεση Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (Δεκέμβριος 2019), στο τέλος Ιουνίου 2019 οι τράπεζες είχαν μη εξυπηρετούμενα δάνεια 75,379 δισ. ευρώ και εξυπηρετούμενα 97,592 δισ. ευρώ.
Από τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια, ποσό 22,828 δισ. ευρώ (δηλ. το 30% των ΜΕΔ) αφορά δάνεια αβέβαιης είσπραξης. Τα δάνεια αβέβαιης είσπραξης είναι μειωμένα κατά 8,9% σε σχέση με το τέλος του 2018 (25,054 δισ. ευρώ). Ωστόσο, προβληματίζει το γεγονός ότι επιδεινώθηκε ο λόγος των δανείων τα οποία είναι σε καθυστέρηση από 1 έως 90 ημέρες προς το σύνολο των εξυπηρετούμενων δανείων (πρώιμες ληξιπρόθεσμες οφειλές). Συγκεκριμένα, ο λόγος ανήλθε σε 13,7% στο τέλος του α΄ εξαμήνου του 2019, επίπεδο υψηλότερο από εκείνο στο τέλος του 2018 (13,4%).
Τα δάνεια σε καθυστέρηση μεγαλύτερη των 90 ημερών (χωρίς να συμπεριλαμβάνονται οι καταγγελμένες απαιτήσεις) συνέχισαν την πτωτική τους πορεία κατά τη διάρκεια του α΄ εξαμήνου του 2019 και ανήλθαν σε 14,429 δισ. ευρώ (19% των ΜΕΔ), σημειώνοντας μείωση κατά 18,2% σε σχέση με το τέλος του 2018 (17,644 δισ. ευρώ). Παρ’ όλα αυτά, το 61,7% των ΜΕΔ που εμπίπτουν σε αυτή την κατηγορία, δηλαδή δάνεια ύψους 8,897 δισ. ευρώ, έχουν καθυστέρηση μεγαλύτερη του ενός έτους. Το αντίστοιχο ποσοστό για τα στεγαστικά δάνεια διαμορφώνεται σε 72,5% (πρόκειται για δάνεια 5 δισ. ευρώ) και για τα επιχειρηματικά σε 51,4%, ενώ για τα καταναλωτικά δάνεια τα οποία έχουν καθυστέρηση μεγαλύτερη του εξαμήνου το ποσοστό διαμορφώνεται σε 80,6%, έναντι 70,1% στο τέλος του 2018.
Το 51% των μη εξυπηρετούμενων δανείων έχουν καταγγελθεί από τις τράπεζες. Στο τέλος του α΄ εξαμήνου του 2019 οι καταγγελμένες απαιτήσεις ανήλθαν σε 38,121 δισ. ευρώ, μειωμένες κατά 2,5% σε σχέση με το τέλος του 2018 (39,100 δισ. ευρώ), κυρίως λόγω της διαγραφής καταγγελμένων απαιτήσεων ύψους 1,1 δισ. ευρώ.
Το σύνολο των ρυθμισμένων (forborne) δανείων ανήλθε στο τέλος του α΄ εξαμήνου του 2019 σε 41,811 δισ. ευρώ, αντιπροσωπεύοντας το 24,2% των συνολικών δανείων, έναντι 25,7% στο τέλος του 2018 (46,317 δισ. ευρώ). Εντούτοις, το 17,9% των ήδη ρυθμισμένων δανείων εμφανίζει καθυστέρηση άνω των 90 ημερών, έναντι 19,9% στο τέλος του 2018.
Το 48,2% των ΜΕΔ άνω των 90 ημερών δεν έχει ρυθμιστεί, έναντι 47,8% στο τέλος του 2018, ενώ τα ποσοστά για τα στεγαστικά, καταναλωτικά και επιχειρηματικά δάνεια ανέρχονται σε 44,0%, 47,5% και 53,4% αντίστοιχα.
Επισημαίνεται ότι 11,1 δισ. ευρώ, ποσοστό 14,8% των ΜΕΔ εντός ισολογισμού, αφορούν απαιτήσεις οι οποίες έχουν υπαχθεί σε καθεστώς νομικής προστασίας και εκκρεμεί η έκδοση τελεσίδικης δικαστικής απόφασης. Από τα δάνεια αυτά, ποσό 6,4 δισ. ευρώ αφορούν απαιτήσεις που είχαν ήδη καταγγελθεί.
Τα δάνεια αυτής της κατηγορίας αφορούν είτε φυσικά πρόσωπα (π.χ. ν.3869/2010) είτε νομικά πρόσωπα (π.χ. ν.4307/2014, Πτωχευτικός Κώδικας). Σχετικά με τις επιμέρους κατηγορίες, περίπου το 31% των μη εξυπηρετούμενων στεγαστικών δανείων έχει υπαχθεί σε καθεστώς νομικής προστασίας, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό για τα καταναλωτικά δάνεια είναι 19,9%.