Η επόμενη μέρα της διεξαγωγής του δημοψηφίσματος στην πΓΔΜ βρίσκει την πολιτική σκηνή της γείτονος σε μια κατάσταση παραλυτικής ισορροπίας.
Εκ πρώτης όψεως, ο κάθε ένας από τους πολιτικούς πρωταγωνιστές έχει παραδόξως τη δυνατότητα να εμφανίζεται ως νικητής. Ο πρωθυπουργός Ζόραν Ζάεφ και συνολικά οι υποστηρικτές της Συμφωνίας των Πρεσπών επικαλούνται το συντριπτικό ποσοστό υπεροχής του "Ναι” (άνω του 90%) μεταξύ των ψηφισάντων, ενώ το αντιπολιτευόμενο VMRO-DPMNE του Χρίστιαν Μίτσκοσκι υποδεικνύει το εξαιρετικά χαμηλό ποσοστό προσέλευσης των πολιτών στην κάλπη - περίπου 36% επί των εγγεγραμμένων.
Για τη μία πλευρά, η σαφής ετυμηγορία όσων μπήκαν στον κόπο να ψηφίσουν δίνει (δεδομένης και της προβληματικής κατάστασης των εκλογικών καταλόγων) επαρκή νομιμοποίηση για τη συνέχιση της διαδικασίας υλοποίησης της Συμφωνίας των Πρεσπών, με αναθεώρηση του Συντάγματος από το κοινοβούλιο της χώρας, ενώ η άλλη πλευρά οικειοποιείται το υψηλό ποσοστό της αποχής (συν τις όποιες αρνητικές ψήφους) για να μιλήσει για ευρεία πλειοψηφία απόρριψης της αλλαγής ονομασίας.
Τα επιχειρήματα των δύο πλευρών δεν είναι ισότιμα. Και μολονότι το VMRO-DPMNE δεν δικαιούται ασφαλώς να πιστώνεται (και δη ως αντικυβερνητική ψήφο) το σύνολο όσων απείχαν για ποικίλους πολιτικούς ή μη λόγους, η κυβέρνηση Ζάεφ είναι αναμφίβολα ο χαμένος του δημοψηφίσματος – διότι, παρά την εμφανή στήριξή της από τον διεθνή παράγοντα, το ποσοστό συμμετοχής υπήρξε χαμηλότερο και από αυτό που προέβλεπαν οι πιο απαισιόδοξοι σχεδιασμοί της.
Μάλιστα, η συμμετοχή δεν ξεπέρασε το 50% ούτε καν στις περιφέρειες των αλβανοφώνων, οι οποίοι υποτίθεται με ενθουσιασμό θα στήριζαν τη Συμφωνία των Πρεσπών, ως απαλλαγμένοι και από τα ταυτοτικά άγχη του σλαβικού στοιχείου.
Στην πραγματικότητα, απέναντι στο (έστω και αμυδρά) θετικό περιεχόμενο της καμπάνιας του "Ναι”, που επικέντρωνε στην ευρωατλαντική προοπτική της χώρας, οι πολίτες φάνηκαν ασυγκίνητοι, ή πείστηκαν ότι, μετά από 27 χρόνια διαιώνισης του ονοματολογικού ζητήματος, το κόστος περαιτέρω αναμονής δεν θα ήταν σημαντικό.
Σε κάθε περίπτωση, οι έντονες διεθνείς πιέσεις υπέρ του "Ναι” απέβησαν άκαρπες – αν δεν είχαν το αντίθετο του προσδοκώμενου αποτέλεσμα. Είναι λιγότερο λογικό να θεωρήσουμε ότι πέτυχε η (άγνωστης έκτασης) καταγγελλόμενη παρεμβολή του "ρωσικού δακτύλου” στον χώρο του αοράτου, παρά ότι απέτυχε η επί καθημερινής βάσεως παρέμβαση της Δύσης εις το φως της ημέρας. Πιθανότατα, η τελευταία δημιούργησε μιαν αίσθηση ΄'στημένου παιχνιδιού” που ενίσχυσε την απάθεια των ψηφοφόρων.
Είναι άλλωστε χαρακτηριστικοί οι τόνοι συγκρατημένης απαισιοδοξίας της σχετικής ανακοίνωσης του ελληνικού υπουργείου Εξωτερικών, όπου το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος χαρακτηρίζεται "αντιφατικό”, διεκτραγωδούνται τα εμπόδια που δημιουργεί "το κλίμα εθνικισμού και καχυποψίας” ή "οι καθημερινές πλαστές ειδήσεις” και τονίζεται ότι "τα επόμενα βήματα απαιτούν νηφαλιότητα από όλες τις πλευρές ανεξαιρέτως, ώστε η θετική δυναμική” (κρίσιμη η επιλογή της λέξης) "της Συμφωνίας των Πρεσπών να διαφυλαχθεί”.
Υπάρχουν βέβαια και αυτοί για τους οποίους δεν έχει συμβεί τίποτε, όπως ο αρμόδιος για τη διεύρυνση Αυστριακός επίτροπος της Κομισιόν Γιοχάνες Χαν, ο οποίος έσπευσε να συγχαρεί "τους φηφίσαντες στο συμβουλευτικό δημοψήφισμα”, οι οποίοι έδωσαν "ευρεία στήριξη στη Συμφωνία των Πρεσπών και στον ευρωατλαντικό δρόμο της χώρας”. Ο ίδιος καλεί τους πολιτικούς ηγέτες της πΓΔΜ να σεβαστούν το αποτέλεσμα και να υλοποιήσουν τη συμφωνία "με πνεύμα ευθύνης και ενότητας, πέρα από κομματικές διαχωριστικές, προς το συμφέρον της χώρας”.
Πρόκειται λίγο πολύ για την ίδια γραμμή που ακολουθεί ο Ζόραν Ζάεφ, καλώντας το VMRO-DPMNE να συμπράξει στις κοινοβουλευτικές διαδικασίες της συνταγματικής αναθεώρησης, σεβόμενο τη "λαϊκή εντολή”, ειδάλλως μόνος άλλος δημοκρατικός δρόμος είναι αυτός της προκήρυξης πρόωρων εκλογών.
Ωστόσο, στο τοπίο που διαμορφώθηκε με το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος είναι αδύνατον το VMRO-DPMNE να συμπράξει συλλογικά - και πολύ πιο δύσκολο να το πράξουν όσοι βουλευτές του το εξέταζαν ατομικά. Από την άλλη, όμως, η προοπτική νέων εκλογών ασφαλώς δεν συγκινεί την αντιπολίτευση, όσο και αν ο Μίτσοσκι καλεί τον Ζάεφ να προετοιμάζεται για "την πολιτική του συνταξιοδότηση”. Η ήττα του VMRO-DPMNE στις τελευταίες βουλευτικές εκλογές είναι νωπή και η επιβεβαίωσή της στις μετέπειτα δημοτικές εκλογές επίσης. Το κόμμα εμφανίζεται πολυδιασπασμένο σε τάσεις και ο φυσικός του ηγέτης Νίκολα Γκρούεφκσι βρίσκεται ένα βήμα πριν από τη φυλακή. Αντίθετα, ο Ζάεφ μπορεί να ενθαρρύνεται από τον απόλυτο αριθμό των άνω του μισού εκατομμυρίου ψήφων υπέρ του "Ναι”.
Εκ πρώτης όψεως, ο κάθε ένας από τους πολιτικούς πρωταγωνιστές έχει παραδόξως τη δυνατότητα να εμφανίζεται ως νικητής. Ο πρωθυπουργός Ζόραν Ζάεφ και συνολικά οι υποστηρικτές της Συμφωνίας των Πρεσπών επικαλούνται το συντριπτικό ποσοστό υπεροχής του "Ναι” (άνω του 90%) μεταξύ των ψηφισάντων, ενώ το αντιπολιτευόμενο VMRO-DPMNE του Χρίστιαν Μίτσκοσκι υποδεικνύει το εξαιρετικά χαμηλό ποσοστό προσέλευσης των πολιτών στην κάλπη - περίπου 36% επί των εγγεγραμμένων.
Για τη μία πλευρά, η σαφής ετυμηγορία όσων μπήκαν στον κόπο να ψηφίσουν δίνει (δεδομένης και της προβληματικής κατάστασης των εκλογικών καταλόγων) επαρκή νομιμοποίηση για τη συνέχιση της διαδικασίας υλοποίησης της Συμφωνίας των Πρεσπών, με αναθεώρηση του Συντάγματος από το κοινοβούλιο της χώρας, ενώ η άλλη πλευρά οικειοποιείται το υψηλό ποσοστό της αποχής (συν τις όποιες αρνητικές ψήφους) για να μιλήσει για ευρεία πλειοψηφία απόρριψης της αλλαγής ονομασίας.
Τα επιχειρήματα των δύο πλευρών δεν είναι ισότιμα. Και μολονότι το VMRO-DPMNE δεν δικαιούται ασφαλώς να πιστώνεται (και δη ως αντικυβερνητική ψήφο) το σύνολο όσων απείχαν για ποικίλους πολιτικούς ή μη λόγους, η κυβέρνηση Ζάεφ είναι αναμφίβολα ο χαμένος του δημοψηφίσματος – διότι, παρά την εμφανή στήριξή της από τον διεθνή παράγοντα, το ποσοστό συμμετοχής υπήρξε χαμηλότερο και από αυτό που προέβλεπαν οι πιο απαισιόδοξοι σχεδιασμοί της.
Μάλιστα, η συμμετοχή δεν ξεπέρασε το 50% ούτε καν στις περιφέρειες των αλβανοφώνων, οι οποίοι υποτίθεται με ενθουσιασμό θα στήριζαν τη Συμφωνία των Πρεσπών, ως απαλλαγμένοι και από τα ταυτοτικά άγχη του σλαβικού στοιχείου.
Στην πραγματικότητα, απέναντι στο (έστω και αμυδρά) θετικό περιεχόμενο της καμπάνιας του "Ναι”, που επικέντρωνε στην ευρωατλαντική προοπτική της χώρας, οι πολίτες φάνηκαν ασυγκίνητοι, ή πείστηκαν ότι, μετά από 27 χρόνια διαιώνισης του ονοματολογικού ζητήματος, το κόστος περαιτέρω αναμονής δεν θα ήταν σημαντικό.
Σε κάθε περίπτωση, οι έντονες διεθνείς πιέσεις υπέρ του "Ναι” απέβησαν άκαρπες – αν δεν είχαν το αντίθετο του προσδοκώμενου αποτέλεσμα. Είναι λιγότερο λογικό να θεωρήσουμε ότι πέτυχε η (άγνωστης έκτασης) καταγγελλόμενη παρεμβολή του "ρωσικού δακτύλου” στον χώρο του αοράτου, παρά ότι απέτυχε η επί καθημερινής βάσεως παρέμβαση της Δύσης εις το φως της ημέρας. Πιθανότατα, η τελευταία δημιούργησε μιαν αίσθηση ΄'στημένου παιχνιδιού” που ενίσχυσε την απάθεια των ψηφοφόρων.
Είναι άλλωστε χαρακτηριστικοί οι τόνοι συγκρατημένης απαισιοδοξίας της σχετικής ανακοίνωσης του ελληνικού υπουργείου Εξωτερικών, όπου το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος χαρακτηρίζεται "αντιφατικό”, διεκτραγωδούνται τα εμπόδια που δημιουργεί "το κλίμα εθνικισμού και καχυποψίας” ή "οι καθημερινές πλαστές ειδήσεις” και τονίζεται ότι "τα επόμενα βήματα απαιτούν νηφαλιότητα από όλες τις πλευρές ανεξαιρέτως, ώστε η θετική δυναμική” (κρίσιμη η επιλογή της λέξης) "της Συμφωνίας των Πρεσπών να διαφυλαχθεί”.
Υπάρχουν βέβαια και αυτοί για τους οποίους δεν έχει συμβεί τίποτε, όπως ο αρμόδιος για τη διεύρυνση Αυστριακός επίτροπος της Κομισιόν Γιοχάνες Χαν, ο οποίος έσπευσε να συγχαρεί "τους φηφίσαντες στο συμβουλευτικό δημοψήφισμα”, οι οποίοι έδωσαν "ευρεία στήριξη στη Συμφωνία των Πρεσπών και στον ευρωατλαντικό δρόμο της χώρας”. Ο ίδιος καλεί τους πολιτικούς ηγέτες της πΓΔΜ να σεβαστούν το αποτέλεσμα και να υλοποιήσουν τη συμφωνία "με πνεύμα ευθύνης και ενότητας, πέρα από κομματικές διαχωριστικές, προς το συμφέρον της χώρας”.
Πρόκειται λίγο πολύ για την ίδια γραμμή που ακολουθεί ο Ζόραν Ζάεφ, καλώντας το VMRO-DPMNE να συμπράξει στις κοινοβουλευτικές διαδικασίες της συνταγματικής αναθεώρησης, σεβόμενο τη "λαϊκή εντολή”, ειδάλλως μόνος άλλος δημοκρατικός δρόμος είναι αυτός της προκήρυξης πρόωρων εκλογών.
Ωστόσο, στο τοπίο που διαμορφώθηκε με το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος είναι αδύνατον το VMRO-DPMNE να συμπράξει συλλογικά - και πολύ πιο δύσκολο να το πράξουν όσοι βουλευτές του το εξέταζαν ατομικά. Από την άλλη, όμως, η προοπτική νέων εκλογών ασφαλώς δεν συγκινεί την αντιπολίτευση, όσο και αν ο Μίτσοσκι καλεί τον Ζάεφ να προετοιμάζεται για "την πολιτική του συνταξιοδότηση”. Η ήττα του VMRO-DPMNE στις τελευταίες βουλευτικές εκλογές είναι νωπή και η επιβεβαίωσή της στις μετέπειτα δημοτικές εκλογές επίσης. Το κόμμα εμφανίζεται πολυδιασπασμένο σε τάσεις και ο φυσικός του ηγέτης Νίκολα Γκρούεφκσι βρίσκεται ένα βήμα πριν από τη φυλακή. Αντίθετα, ο Ζάεφ μπορεί να ενθαρρύνεται από τον απόλυτο αριθμό των άνω του μισού εκατομμυρίου ψήφων υπέρ του "Ναι”.