Στο μέλλον ένα τεστ αίματος μπορεί να βοηθάει τους καπνιστές να το κόβουν, καθώς θα αποκαλύπτει πόσο γρήγορα και αποτελεσματικά ο οργανισμός τους διασπά (μεταβολίζει) τη νικοτίνη, τη βασική ουσία του καπνού που προκαλεί εθισμό. Είναι η μεγαλύτερη κλινική μελέτη του είδους της που έχει γίνει μέχρι σήμερα.
Τουλάχιστον δύο στους τρεις καπνιστές (65% έως 70%) που προσπαθούν να κόψουν το τσιγάρο, τελικά το ξαναρχίζουν μέσα στην πρώτη εβδομάδα. Οι μελέτες έχουν δείξει ότι αν κανείς αντέξει, χωρίς τσιγάρο, για μια εβδομάδα, έχει αυξημένες πιθανότητες να τα καταφέρει τελικά.
Μόνο το 4% των ανθρώπων όμως, εκτιμάται ότι καταφέρνουν να το κόψουν τελείως μόνοι τους, χωρίς κανένα βοήθημα. Αν και το μυστικό της επιτυχίας βρίσκεται στο να μην σταματά κανείς να προσπαθεί, αλλά να συνεχίσει να επιμένει ξανά και ξανά, οι περισσότεροι άνθρωποι δεν έχουν τη δύναμη να κάνουν κάτι τέτοιο.
Όμως αμερικανοί και καναδοί επιστήμονες, με επικεφαλής την καθηγήτρια ψυχιατρικής Κάριν Λέρμαν του Πανεπιστημίου της Πενσιλβάνια, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο ιατρικό περιοδικό "Lancet Respiratory Medicine", σύμφωνα με το BBC και το Γαλλικό Πρακτορείο, ισχυρίζονται ότι ακόμη και όσοι δεν έχουν ισχυρή θέληση, μπορούν να βοηθηθούν σημαντικά, αν ακολουθήσουν την κατάλληλη στρατηγική που ταιριάζει στο βιολογικό «προφίλ» τους.
Η νικοτίνη δημιουργεί μεγάλο εθισμό στους καπνιστές, με αποτέλεσμα όταν το επίπεδό της πέφτει στον οργανισμό τους, να νιώθουν την ανάγκη να ξανακαπνίσουν. Όμως δεν «χειρίζεται» ο οργανισμός όλων των ανθρώπων τη νικοτίνη με τον ίδιο τρόπο. Μερικοί άνθρωποι τη διασπούν πιο γρήγορα μέσα στο σώμα τους και άλλοι πιο αργά. Όσο πιο γρήγορα μεταβολίζει κανείς τη νικοτίνη (με τη βοήθεια του ενζύμου του ήπατος CYP2A6), τόσο περισσότερο την επιθυμεί και άρα καπνίζει περισσότερο ή δυσκολεύεται πιο πολύ να το κόψει.
Οι ερευνητές μελέτησαν 1.246 ανθρώπους που προσπαθούσαν να το κόψουν και ανέλυσαν δείγματα αίματος από όλους για να δουν πόσο γρήγορα η νικοτίνη διασπάτο στον καθένα. Στη συνέχεια, οι συμμετέχοντες έλαβαν επί 11 εβδομάδες είτε «τσιρότα» νικοτίνης, είτε χάπια βαρενικλίνης (φάρμακο γνωστό εμπορικά και ως Champix ή Chantix που βοηθά κάποιον να κόψει το κάπνισμα αυξάνοντας το επίπεδο της ντοπαμίνης στον εγκέφαλο), είτε ένα εικονικό φάρμακο (πλασέμπο).
Η μελέτη έδειξε ότι όσοι (που είναι και οι περισσότεροι άνθρωποι, γύρω στο 60% του πληθυσμού) διασπούν τη νικοτίνη με πιο γρήγορο ρυθμό, το κόβουν πιο εύκολα, όταν παίρνουν τη βαρενικλίνη. Όσοι διασπούν τη νικοτίνη πιο αργά, έχουν ανάλογα ποσοστά επιτυχίας είτε με το τσιρότο νικοτίνης, είτε με τη βαρενικλίνη, αλλά έχουν περισσότερες παρενέργειες με το εν λόγω φάρμακο, συνεπώς θα προτιμούσαν μάλλον τα τσιρότα.
Όπως είπε η Κάριν Λέρμαν, όσοι έχουν πιο γρήγορο μεταβολισμό νικοτίνης και παίρνουν βαρενικλίνη, φαίνεται να έχουν διπλάσιες πιθανότητες να κόψουν το τσιγάρο, σε σχέση με όσους παίρνουν τσιρότα νικοτίνης, ενώ είναι επίσης πολύ πιο πιθανό να έχουν παραμείνει μη καπνιστές έξι μήνες μετά.
Τα τεστ αίματος για τον μεταβολισμό της νικοτίνης, τα οποία σήμερα χρησιμοποιούνται μόνο για επιστημονικούς σκοπούς, θα μπορούσαν στο μέλλον να αξιοποιηθούν ευρύτερα για να καθοδηγούν τους καπνιστές στην καλύτερη για εκείνους μέθοδο, προκειμένου να το κόψουν.
Η μελέτη δεν συμπεριέλαβε τα ηλεκτρονικά τσιγάρα, τα οποία ορισμένοι προτιμούν ως μέθοδο σταδιακής απεξάρτησης από τον καπνό. Περίπου 6 εκατ. θάνατοι παγκοσμίως κάθε χρόνο αποδίδονται στο κάπνισμα.