Τη δική του εκδοχή για την κατάληξη των διαπραγματεύσεων με τους δανειστές, τη θέση της κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ και του πρωθυπουργού, αλλά και τη δική του στάση, δίνει ο Γιάνης Βαρουφάκης, με άρθρο του στην σαββατοκυριακάτικη έκδοση της "Εφημερίδας των Συντακτών".
"Θα κάνουμε ό,τι χρειάζεται για να φέρουμε μια οικονομικά βιώσιμη συμφωνία. Θα συμβιβαστούμε χωρίς να καταλήξουμε συμβιβασμένοι. Θα υποχωρήσουμε όσο χρειαστεί για να επιτευχθεί μια συμφωνία-επίλυση εντός της ευρωζώνης. Ομως αν ηττηθούμε από την καταστροφική λογική των μνημονίων, θα παραδώσουμε το κλειδί των γραφείων μας σε εκείνους που τα πιστεύουν – να έρθουν εκείνοι να τα εφαρμόσουν, με εμάς και πάλι στους δρόμους", αναφέρει χαρακτηριστικά ο πρώην υπουργός Οικονομικών, κάνοντας ουσιαστικά λόγο για εγκατάλειψη αυτής της κατεύθυνσης από τον Αλέξη Τσίπρα.
Ολόκληρο το άρθρο Βαρουφάκη έχει ως εξής:
"Στην πολιτική αποφάσισα να εισέλθω για έναν λόγο: για να σταθώ δίπλα στον Αλέξη Τσίπρα στον αγώνα εναντίον της χρεοδουλοπαροικίας. Από τη μεριά του, ο Αλέξης Τσίπρας με τίμησε επιστρατεύοντάς με για έναν λόγο: μια πολύ συγκεκριμένη θεώρηση περί της κρίσης που βασίζεται στην απόρριψη του δόγματος Παπακωνσταντίνου, ότι δηλαδή μεταξύ της άτακτης χρεοκοπίας και του τοξικού δανεισμού, ο τοξικός δανεισμός είναι πάντα προτιμότερος.
Πρόκειται για δόγμα που απέρριπτα ως πάγια απειλή που στόχο είχε την επιβολή, διά του πανικού, πολιτικών οι οποίες εγγυώνται τη μόνιμη χρεοκοπία και, εν τέλει, τη χρεοδουλοπαροικία. Την Τετάρτη το βράδυ, στη Βουλή, κλήθηκα να επιλέξω μεταξύ του (α) να ενστερνιστώ το εν λόγω δόγμα, υπερψηφίζοντας την κύρωση του κειμένου που πραξικοπηματικά και με απερίγραπτη βαναυσότητα επέβαλαν στον Αλέξη Τσίπρα οι «εταίροι» στο Euro Summit και (β) να πω «όχι» στον πρωθυπουργό μου.
«Είναι αληθινός ή πλαστός ο εκβιασμός;» μας ρώτησε ο πρωθυπουργός, εκφράζοντας έτσι το ειδεχθές συνειδησιακό δίλημμα όλων μας, και του ίδιου. Προφανώς ο εκβιασμός ήταν αληθινός. Πρώτη φορά ένιωσα την «αλήθεια» του στο γραφείο μου όταν την 30ή Ιανουαρίου ο κ. Ντάισελμπλουμ με επισκέφτηκε για να με θέσει προ του διλήμματος «Μνημόνιο ή κλειστές τράπεζες». Από την αρχή γνωρίζαμε πόσο αδίστακτοι ήταν οι δανειστές. Και αποφασίσαμε αυτό που λέγαμε ξανά και ξανά ο ένας στον άλλον τις μακρές μέρες και νύχτες του Μαξίμου:
Θα κάνουμε ό,τι χρειάζεται για να φέρουμε μια οικονομικά βιώσιμη συμφωνία. Θα συμβιβαστούμε χωρίς να καταλήξουμε συμβιβασμένοι. Θα υποχωρήσουμε όσο χρειαστεί για να επιτευχθεί μια συμφωνία-επίλυση εντός της ευρωζώνης. Ομως αν ηττηθούμε από την καταστροφική λογική των μνημονίων, θα παραδώσουμε το κλειδί των γραφείων μας σε εκείνους που τα πιστεύουν – να έρθουν εκείνοι να τα εφαρμόσουν, με εμάς και πάλι στους δρόμους.
«Υπήρχε εναλλακτική;» μας ρώτησε ο πρωθυπουργός την Τετάρτη. Κρίνω πως, ναι, υπήρχε. Ομως δεν θα πω άλλα γι’ αυτό εδώ. Δεν είναι της στιγμής. Σημασία έχει μόνο ότι το βράδυ του δημοψηφίσματος ο πρωθυπουργός έκρινε πως δεν υπήρχε εναλλακτική.
Γι’ αυτό παραιτήθηκα, ώστε να τον διευκολύνω να μεταβεί στις Βρυξέλλες για να φέρει πίσω τους βέλτιστους όρους που μπορούσε να φέρει. Οχι όμως και για να τους εφαρμόσουμε εμείς όποιοι και να ήταν!
Ο πρωθυπουργός, στην Κ.Ο. της Τετάρτης, μας ζήτησε να αποφασίσουμε μαζί, να μοιραστούμε την ευθύνη. Πολύ σωστά. Πώς όμως; Μία λύση ήταν να εφαρμόσουμε, όλοι μαζί, αυτό που λέγαμε και ξαναλέγαμε ότι θα κάναμε σε περίπτωση ήττας. Θα λέγαμε ότι υποταχθήκαμε, φέραμε συμφωνία που εμείς κρίνουμε μη βιώσιμη, και ζητάμε από πολιτικούς, όλων των κομμάτων, που την θεωρούν τουλάχιστον εν δυνάμει βιώσιμη, να σχηματίσουν κυβέρνηση και να την εφαρμόσουν.
Η δεύτερη λύση ήταν αυτή που προέκρινε ο πρωθυπουργός: Να παραμείνει ζωντανή η πρώτη κυβέρνηση της Αριστεράς, έστω εφαρμόζοντας μια συμφωνία- προϊόν εκβιασμού που ο ίδιος ο πρωθυπουργός κρίνει ότι είναι ανεφάρμοστη.
Το δίλημμα ήταν αδυσώπητο – για όλους μας εξίσου. Οπως σωστά δήλωσε ο Αλέξης Τσίπρας, κανένας μας δεν δικαιούται να προσποιείται ότι έχει ισχυρότερο συνειδησιακό δίλημμα από τον πρωθυπουργό ή από άλλους συντρόφους. Αυτό όμως δεν σημαίνει πως όσοι απεφάνθησαν ότι η κυβέρνηση πρέπει να εφαρμόσει η ίδια την ανεφάρμοστη «συμφωνία» διακατέχονται από ισχυρότερο συναίσθημα ευθύνης απ’ ό,τι όσοι εξ ημών αποφανθήκαμε πως έπρεπε να παραιτηθούμε, αναθέτοντας την εφαρμογή της συμφωνίας σε πολιτικούς που τη θεωρούν εν δυνάμει εφαρμόσιμη.
Στην Ολομέλεια της Βουλής η πραγματικότητα καταγράφτηκε με άψογο τρόπο από τον Ευκλείδη Τσακαλώτο, όταν είπε πως όσοι θεωρούν ότι η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ δεν μπορεί να χρεωθεί την κύρωση αυτής της συμφωνίας έχουν επιχειρήματα το ίδιο ισχυρά με εκείνους που θεωρούν ότι η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ έχει υποχρέωση απέναντι στον λαό να εφαρμόσει αυτή την κακή συμφωνία, ώστε να αποφευχθεί η άτακτη χρεοκοπία.
Κανείς μας δεν είναι περισσότερο «αντι-μνημονιακός», αλλά και κανείς μας δεν είναι περισσότερο «υπεύθυνος». Απλά, όταν βρίσκεσαι σ’ ένα τόσο επίφοβο σταυροδρόμι, υπό την πίεση της Ανίερης Συμμαχίας της Διεθνούς Διαπλοκής, είναι απόλυτα θεμιτό κάποιοι σύντροφοι να προτείνουν τη μία και άλλοι την έτερη ατραπό. Υπό αυτές τις συνθήκες, θα ήταν εγκληματικό οι μεν να αποκαλούν τους δε «συμβιβασμένους» και οι δε τους μεν «ανεύθυνους».
Αυτή τη στιγμή, εν μέσω εύλογων διαφωνιών, προέχει η ενότητα του ΣΥΡΙΖΑ και του κόσμου που μας πίστεψε, δίνοντάς μας το μεγαλειώδες εκείνο 61,5%. Ο μόνος τρόπος να εξασφαλιστεί είναι να αναγνωρίζουμε οι μεν τα επιχειρήματα των δε, λαμβάνοντας ως αξιωματικά δεδομένο πως οι διαφωνούντες με εμάς έχουν το ίδιο καλές, το ίδιο υπεύθυνες και το ίδιο επαναστατικές σκέψεις μαζί μας.
Με αυτά τα δεδομένα, ο λόγος που καταψήφισα την περασμένη Τετάρτη είναι απλός: έπρεπε να έχουμε παραδώσει, όπως λέγαμε ότι θα κάναμε σε περίπτωση συνθηκολόγησης, τα κλειδιά του Μαξίμου και των λοιπών υπουργείων, σε όσους μπορούν να κοιτάξουν στα μάτια τον λαό και να του πουν αυτό που εμείς δεν μπορούμε να πούμε: «Η συμφωνία είναι σκληρή αλλά μπορεί να εφαρμοστεί με τρόπο που να αφήνει ελπίδα για ανάκαμψη και για αντιστροφή της κοινωνικής καταστροφής».
Η κυβέρνηση της Αριστεράς δεν μπορεί να αναλαμβάνει απέναντι στην επίσημη Ευρώπη δεσμεύσεις που γνωρίζει ότι δεν μπορεί να εκπληρώσει. Το ύψιστο αγαθό που πρέπει να διαφυλάξει η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ είναι η υπόσχεση που δίναμε όταν επισκεπτόμασταν ευρωπαϊκές πρωτεύουσες: Αντίθετα από τους προηγούμενους, εμείς δεν θα σας υποσχεθούμε κάτι (π.χ. συγκεκριμένο πρωτογενές πλεόνασμα) που δεν γίνεται να επιτευχθεί. Η κυβέρνηση της Αριστεράς δεν δικαιούται, παράλληλα, να λεηλατήσει κι άλλο τα θύματα της πενταετούς κρίσης χωρίς τουλάχιστον να μπορεί να απαντήσει θετικά στο ερώτημα «Πετύχατε τουλάχιστον κάτι που να αντισταθμίζει τα υφεσιακά μέτρα;»
Μου λένε πολλοί σύντροφοι: «Δεν είναι καλύτερα να είμαστε εμείς στα πράγματα; Εμείς που πονάμε τον τόπο και έχουμε καλούς σκοπούς ως προς τη διαφθορά και τη σύγκρουση με την ολιγαρχία;» Ναι, είναι καλύτερα. Ομως, με τι εργαλεία θα δουλέψουμε; Η απόφαση του Euro Summit παγιώνει και επεκτείνει την πλήρη απουσία κοινωνικού ελέγχου στις τράπεζες, την ώρα που η κοινωνία θα φορτωθεί άλλα 10 με 25 δισ. χρέους για να τις ενισχύσει.
Και σαν να μην έφτανε αυτό δημιουργείται ένα υπερ-ΤΑΙΠΕΔ, πλήρως ελεγχόμενο από την τρόικα (ανεξάρτητα από την έδρα του), το οποίο θα αποσπάσει μια για πάντα τον έλεγχο όλης της δημόσιας περιουσίας από τον έλεγχο της Ελληνικής Δημοκρατίας. Και πώς θα ελέγχεται η λιτότητα, όταν η τρόικα με μια μονοκονδυλιά της ΕΛΣΤΑΤ (την οποία εκχωρήσαμε την Τετάρτη στην τρόικα) θα προσδιορίζει πλήρως το μέγεθος του πρωτογενούς πλεονάσματος;
Κι όταν η κοινωνία αρχίζει να νιώθει στο πετσί της τη μέγκενη των αποτελεσμάτων της καταστροφικής νέας λιτότητας, όταν νέοι και ηλικιωμένοι είτε βγουν στους δρόμους είτε παραμείνουν σε κατάσταση απόγνωσης στα σπίτια τους αντιμέτωποι με αυτά τα αποτελέσματα, αυτούς τους ανθρώπους που έως τώρα εκφράζουμε, ποιος θα τους εκπροσωπεί στον πολιτικό στίβο; Μπορεί να το κάνει το κόμμα που εισήγαγε αυτά τα μέτρα στη Βουλή και τα οποία οι καλοπροαίρετοι υπουργοί του αναγκάζονται, υπό τη χλεύη της μνημονιακής αντιπολίτευσης, να υπερασπίζονται στη Βουλή και στα κανάλια;
«Μα δεν εξυπηρετείς το σχέδιο του κ. Σόιμπλε καταψηφίζοντας τη συμφωνία;» με ρωτούν. Τους απαντώ με δική μου ερώτηση: «Είστε σίγουροι ότι η συμφωνία αυτή συνθηκολόγησης δεν είναι μέρος του σχεδίου του κ. Σόιμπλε;»
► Η πρόσφατη έκθεση του ΔΝΤ που προβλέπει χρέος άνω του 200% του ΑΕΠ, η οποία ουσιαστικά απαγορεύει στο ΔΝΤ να δώσει νέα δάνεια,
► Η απαίτηση του ESM, κατ’ εντολήν Σόιμπλε, να υπάρξουν νέα δάνεια του ΔΝΤ για να δανείσει κι αυτό την Ελλάδα,
► Το θέαμα μιας ελληνικής κυβέρνησης που ψηφίζει μεταρρυθμίσεις τις οποίες όχι μόνο δεν πιστεύει αλλά και αποκαλεί προϊόν εκβιασμού,
► Το θέαμα μιας γερμανικής κυβέρνησης που περνά από την Μπούντεσταγκ συμφωνία για την Ελλάδα, την οποία η ίδια χαρακτηρίζει αναξιόπιστη και εκ προοιμίου αποτυχημένη.
Δεν συμφωνείς, αγαπητέ αναγνώστη, ότι τα παραπάνω δεδομένα αποτελούν ισχυρούς «συμμάχους» του κ. Σόιμπλε; Υπάρχει, πράγματι, ασφαλέστερος τρόπος να εκπαραθυρωθεί η χώρα από την ευρωζώνη από αυτή τη μη βιώσιμη συμφωνία που εξασφαλίζει στον Γερμανό υπουργό Οικονομικών χρόνο και επιχειρήματα για να δρομολογήσει το πολυπόθητο γι’ αυτόν Grexit;
Αρκετά όμως. Η κρίση μου με οδήγησε στο να καταψηφίσω την κύρωση της συμφωνίας συνθηκολόγησης, κρίνοντας ότι το δόγμα Παπακωνσταντίνου εξακολουθεί να είναι απορριπτέο. Από την άλλη, σέβομαι απολύτως τους συντρόφους που έχουν την αντίθετη άποψη. Ούτε πιο επαναστάτης-ηθικός είμαι από εκείνους αλλά ούτε κι εκείνοι είναι πιο υπεύθυνοι. Σήμερα κρίνεται η ικανότητά μας να διαφυλάξουμε ως κόρη οφθαλμού την ενότητα, τη συντροφικότητα και τη συλλογικότητα, διατηρώντας το δικαίωμα της διαφορετικής κρίσης.
Κλείνοντας, υπάρχει και μια φιλοσοφική διάσταση στο συνειδησιακό δίλημμα όλων μας: Υπάρχουν στιγμές που τον υπολογισμό της καθαρής ωφέλειας τον υπερβαίνει η σκέψη πως κάποια πράγματα απλά δεν πρέπει να γίνονται στο όνομά μας; Είναι η προκειμένη μια τέτοια στιγμή;
Σωστές απαντήσεις δεν υπάρχουν. Μόνο έντιμη διάθεση να σεβαστούμε τις απαντήσεις που δίνουν οι σύντροφοι με τους οποίους διαφωνούμε".