Ολοι όσοι παρακολουθούν τα θέματα του Ασφαλιστικού, γνωρίζουν και αναγνωρίζουν το πρόβλημα. Ένα πρόβλημα που δεν έχει σήμερα τα ίδια χαρακτηριστικά με εκείνα που είχαμε να αντιμετωπίσουμε πριν από πέντε έξι χρόνια.
Το 2010, όταν ξεκινούσαν οι μεγάλες παρεμβάσεις στο Ασφαλιστικό, πέρα από τις συνέπειες της κρίσης που είχαν γίνει αισθητές, υπήρχαν τα προβλήματα των στρεβλώσεων, του ανορθολογισμού, της απουσίας ελέγχου των δαπανών, της πολυδιάσπασης και της αναποτελεσματικότητας στη λειτουργία των Ταμείων.
Από τότε και στην πορεία, ένα μεγάλο μέρος αυτών των προβλημάτων αντιμετωπίστηκαν με επιτυχία , με εξαίρεση τη δυσλειτουργία που εξακολουθεί να παραμένει ένα μεγάλο πρόβλημα με αρνητικές συνέπειες στον έλεγχο των εισφορών, αλλά και στην ποιότητα των παρεχόμενων υπηρεσιών.
Σήμερα τα προβλήματα του Ασφαλιστικού σε μεγάλο βαθμό οφείλονται, όπως πολλές φορές έχουμε πει, στη συνεχιζόμενη ύφεση, στην υψηλή ανεργία, στη μείωση των εισοδημάτων, άρα και των εσόδων των Ταμείων.
Με αυτά λοιπόν τα δεδομένα, είναι προφανές ότι η επαναρρύθμιση του Ασφαλιστικού και η προσαρμογή του στις νέες συνθήκες αποτελεί μια αναγκαιότητα.
Στην κατεύθυνση αυτή, θα μπορούσαν να γίνουν οι ακόλουθες επιλογές:
- Ολοκλήρωση των ενοποιήσεων σε τρία Ταμεία κύριας ασφάλισης, με ενοποίηση παράλληλα κρίσιμων λειτουργιών στον τομέα του ελέγχου και της είσπραξης των εισφορών, καθώς και στην απονομή των συντάξεων. Είναι μια επιλογή που μπορεί να αποφέρει πέραν των άλλων, βελτίωση των εσόδων μέσα από την ενίσχυση της εισπραξιμότητας. Είναι επίσης σαφές ότι η ενίσχυση της εισπραξιμότητας και ο περιορισμός της εισφοροδιαφυγής, αποτελούν προαπαιτούμενα για τη μείωση των εισφορών που είναι υψηλές και θα είναι θετικό μέτρο η σύνδεση με το εισόδημα για τους ελεύθερους επαγγελματίες, με την προϋπόθεση ότι δεν θα οδηγηθούμε σε κατάρρευση των εσόδων.
- Επίσπευση του χρονοδιαγράμματος της εφαρμογής του νόμου 3863/2010, έτσι ώστε να έχει ολοκληρωθεί η μετάβαση στο νέο ενιαίο σύστημα μέχρι 31/12/2020, αντί του 2035 που ουσιαστικά επρόκειτο να γίνει με βάση τα προβλεπόμενα στον ανωτέρω νόμο. Η συγκεκριμένη επιλογή μπορεί να αποφέρει σημαντικά οφέλη πολύ νωρίτερα από εκείνα που προσδοκούσαμε με τον αρχικό σχεδιασμό και το ευρύτερο χρονοδιάγραμμα.
- Οικονομική στήριξη των Ταμείων για την κρίσιμη περίοδο, που είναι τα τρία επόμενα χρόνια και μέχρι η επανεκκίνηση της οικονομίας και η αποκλιμάκωση της ανεργίας οδηγήσουν σε μια σχετική ισορροπία τα έσοδα των Ταμείων.
- Δυναμική ανάπτυξη προοπτικά του δεύτερου πυλώνα της ασφάλισης, δηλαδή της επικουρικής και συμπληρωματικής ασφάλισης, όπως έχει γίνει στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες, με τη μορφή Επαγγελματικών Ταμείων και με στόχο να διασφαλιστεί ένα συμπληρωματικό εισόδημα σε χρήμα και σε παροχές.
Με τα παραπάνω μέτρα και επιλογές μπορούν να τεθούν «υπό έλεγχο» τα ελλείμματα των Ταμείων και να αποτραπεί η περαιτέρω μείωση των συντάξεων.
Το σχέδιο όμως της κυβέρνησης που έχει δημοσιοποιηθεί, χωρίς να έχει οριστικοποιηθεί και πολύ περισσότερο οι απαιτήσεις των δανειστών, κινούνται σε εντελώς διαφορετική κατεύθυνση: Η ενοποίηση όλων σε ένα Ταμείο Κύριας Ασφάλισης και ένα Επικουρικό και μάλιστα και των Επαγγελματικών Ταμείων, η μείωση του ποσοστού αναπλήρωσης από το περίπου75% που είναι σήμερα για κύρια και επικουρική σύνταξη, στο 65% (στην καλύτερη περίπτωση) ή στο 55% (στη χειρότερη), ο επανϋπολογισμός των συντάξεων για όλους και η αναδρομική περικοπή που θα προκύψει μέσα από την εφαρμογή των νέων συντελεστών αναπλήρωσης, δηλαδή μέσα από το νέο τρόπο υπολογισμού, είναι επιλογές που οδηγούν σε δύο βασικά αποτελέσματα: Χαμηλότερες συντάξεις τα επόμενα χρόνια κατά 15% μέχρι και 30% ανάλογα με το σενάριο που θα εφαρμοστεί και εξάλειψη κάθε κινήτρου για ασφάλιση.
Είναι προφανές ότι μια τέτοια επιλογή δεν αποτελεί μεταρρύθμιση, αλλά πλήρη αποδόμηση του συστήματος. Μια τέτοια επιλογή δεν επιτυγχάνει κανένα από τους στόχους, ούτε για διασφάλιση της βιωσιμότητας του συστήματος, ούτε για αξιοπρεπείς συντάξεις στο μέλλον. Μάλιστα, μέσα στις συγκεκριμένες συνθήκες που διαμορφώνονται είναι... ουτοπία η προστασία των χαμηλοσυνταξιούχων σε ένα σύστημα χαμηλού ενδιαφέροντος και προσδοκιών.
Μήπως πρέπει λοιπόν να ξανασκεφτεί η κυβέρνηση και να διαπραγματευτεί με τους Θεσμούς πριν καταλήξει σε αποφάσεις και στην κατάθεση στη Βουλή του σχετικού νομοσχεδίου;