Τα πάνω κάτω στην καταναλωτική συμπεριφορά των Ελλήνων έφεραν τα capital controls που επιβλήθηκαν στα μέσα του καλοκαιριού.
Η σημαντικότερη μεταβολή αφορά στη χρήση του «πλαστικού χρήματος», η οποία αυξήθηκε κατακόρυφα κυρίως στο λιανεμπόριο τροφίμων. «Ο,τι δεν κατάφεραν τα κίνητρα που κατά καιρούς πρόσφεραν τράπεζες και επιχειρήσεις, το πέτυχαν σε πολύ σύντομο διάστημα οι τραπεζικοί περιορισμοί. Ένα μεγάλο κομμάτι των καταναλωτών στράφηκε στις ηλεκτρονικές πληρωμές, στις οποίες δεν υπήρξαν περιορισμοί, σε αντίθεση με τις αναλήψεις μετρητών από τα ATM's», επισημαίνουν παράγοντες της αγοράς. Τις αλλαγές αυτές στον τρόπο που οι Έλληνες κάνουν τις αγορές τους από τα σούπερ μάρκετ μετά τα capital controls κατέγραψε πανελλαδική έρευνα του ΙΕΛΚΑ (Ινστιτούτο Έρευνας Λιανεμπορίου Καταναλωτικών Αγαθών) σε δείγμα 1.350 ατόμων.
Σύμφωνα με αυτήν, ένας στους δύο καταναλωτές (49%) δηλώνει ότι μετά την επιβολή των capital controls χρησιμοποιεί πιο συχνά πιστωτική κάρτα για την πληρωμή των αγορών του στο σουπερ μάρκετ, ενώ έως τότε η Ελλάδα είχε ένα από τα υψηλότερα ποσοστά χρήσης μετρητών στο λιανεμπόριο (95%) και ένα από τα χαμηλότερα ποσοστά χρήσης πιστωτικών και χρεωστικών καρτών. Ειδικότερα, το ποσοστό χρήσης εκτιμάται ότι μέχρι τον Ιούνιο 2015 ήταν στα επίπεδα του 7%-8% για τις μεγάλες αλυσίδες σούπερ μάρκετ και κάτω από 1% για τα μικρά σημεία πώλησης. Εκτιμάται ότι το ποσοστό χρήσης πιστωτικών καρτών αυξήθηκε εξαιτίας των ελέγχων κεφαλαίων μεσοσταθμικά από 4,5% σε 19,5%, με αύξηση για τις αλυσίδες σούπερ μάρκετ από 7,5% σε 30% και για τα μικρότερα σημεία πώλησης από 1% σε 7,5%.
Κατανάλωση
Ωστόσο, η τάση αυτή σύμφωνα με το ΙΕΛΚΑ δημιούργησε ένα πολύ σημαντικό κόστος για σούπερ μάρκετ, καθώς οι πληρωμές με πιστωτική κάρτα έχουν σημαντικά υψηλότερα κόστη σε σχέση με τις αγορές με μετρητά. Υπολογίζεται ότι αυτή η εξέλιξη οδηγεί σε ετήσια αύξηση τους λειτουργικού κόστους των επιχειρήσεων κατά 40 εκατ. ευρώ, ποσό που αντιστοιχεί στο 0,21% των πωλήσεων (σημειώνεται ότι οι κερδοφόρες επιχειρήσεις του κλάδου λειτουργούν με καθαρό περιθώριο κερδοφορίας της τάξης του 1,0%-1,5%). Όσον αφορά τέλος, στην πορεία των πωλήσεων μετά τη μεγάλη αύξηση (+30%) την πρώτη εβδομάδα του Ιουλίου (εβδομάδα πριν το Δημοψήφισμα), οι πωλήσεις κινούνται στη χαμηλότερη επίδοση των τελευταίων ετών.