Στην φυλακή οδηγείται ο δημοσιογράφος Παναγιώτης Μουσσάς μετά την ολοκλήρωση της διαδικασίας απολογιών των τριών κατηγορουμένων για την υπόθεση εκβιασμών επιχειρήσεων ενώ ελεύθεροι αφήνονται οι άλλοι δύο εμπλεκόμενοι, δηλαδή ο εκδότης της Ακρόπολης Π. Μαυρίκος και ο δημοσιογράφος Χρ. Φράγκου.
Ανακριτής και Εισαγγελέας έκριναν μετά τις απολογίες των τριών κατηγορουμένων πως μόνο ο έναν από αυτούς θα πρέπει να παραμείνει προσωρινά κρατούμενος. Πρόκειται για το πρόσωπο που δείχνει να έχει τον πιο ενεργό ρόλο στο καταγεγραμμένο υλικό που έχει στα χέρια του ο ανακριτής της υπόθεσης.
Ο εκδότης και ο δεύτερος δημοσιογράφος αφήνονται ελεύθεροι με την επιβολή χρηματικής εγγύησης 50 χιλιάδων ευρώ ο καθένας και τον περιοριστικό όρο της απαγόρευσης εξόδου από την χώρα.
Στο άκουσμα της απόφασης για τον γιο της η μητέρα του εκδότ , που βρισκόταν από το πρωί στα δικαστήρια ανακουφισμένη δήλωσε πως "έλαμψε η αλήθεια και το παιδί μου είναι ελεύθερο" ενώ όπως ανέφερε "Η δικαιοσύνη έλαμψε γιατί τον ξέσκισαν όλοι επειδή είναι φτωχός".
Ο συνήγορος του εκδότη, Αλέξης Κούγιας σε δήλωση του υπογράμμισε: "Τα στοιχεία σε βάρος ήταν απειροελάχιστα και αυτό διαπιστώθηκε από την απόφαση ανακριτή και εισαγγελέα".
Κατά την απολογία του ο εκδότης Π. Μαυρίκος άφησε αιχμές για τη σχέση του ενός εκ των συγκατηγορουμένων του δημοσιογράφων με τη γυναίκα που κατήγγειλε την υπόθεση.
Ο κατηγορούμενος εκδότης αρνήθηκε τις πράξεις και δηλώσε με υπόμνημα προς τον δικαστικό λειτουργό «θύμα πολιτικών και επιχειρηματικών συμφερόντων εξαιτίας της αδέσμευτης δημοσιογραφικής μου πένας». Τονίζει δε ότι τα έντυπα τού ανήκουν στον δεξιό χώρο «και δεν θα μπορούσαν ποτέ να στηρίξουν την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ».
Μάλιστα, ο εκδότης αφήνει αιχμές σε βάρος των δύο συγκατηγορουμένων του και της καταγγέλλουσας αναφέροντας στο υπόμνημα του πως δηλώνει «ξένος ως προς αυτά που συμβαίνουν σε συνεννοήσεις και συνομιλίες πίσω από την πλάτη μου, ανάμεσα σε πρόσωπα που γνωρίζονται άριστα και συνεργάζονται επί σειρά ετών, δηλαδή την καταγγέλλουσα και τους δυο συγκατηγορούμενους μου».
Κατά την εκδοχή που έθεσε ενώπιον του ανακριτή ο εκδότης, ο ένας εκ των δύο δημοσιογράφων, ο Π.Μουσσάς είχε «στενή φιλική έως και ερωτική σχέση» με τη συνεργάτιδα του επικεφαλής της ΕΥΔΑΠ που κατήγγειλε τους κατηγορούμενους . Έτσι, όπως υποστηρίζει ο εκδότης, χρησιμοποιήθηκε, εν αγνοία του, το όνομα του σε συνομιλίες του εν λόγω κατηγορούμενου δημοσιογράφου με την καταγγέλλουσα, «είτε για να της δείξει δυνατότητες επιρροής που στην πραγματικότητα στερείται και να την εντυπωσιάσει είτε επειδή σκόπιμα χρησιμοποιήθηκε από τη στενή φίλη του». Ο εκδότης αναφέροντας στο υπόμνημα του πως «το κλίμα» στις συνομιλίες του Μουσσά με την καταγγέλλουσα είναι «εύθυμο, οικείο και χαλαρό» και επικαλούμενος την «τόσο ιδιαίτερη μεταξύ τους σχέση», υποστηρίζει ότι καταρρίπτεται το σενάριο μιας εκβιαστικής προσέγγισης από τον έναν στον άλλον.
Φαίνεται επίσης να υποστηρίζει πως όλα όσα καταλογίζονται στην υπόθεση αποτελούν συνηθισμένη διαδικασία διαφημιστικής καταχώρησης.
Κατά τον βασικό κατηγορούμενο εκδότη: «Η δικογραφία είναι αποτέλεσμα κατασκευής με σκοπό την ηθική και σωματική εξόντωσή μου και την απαξίωση του δημοσιογραφικού και επαγγελματικού μου προφίλ. Λόγω των θεμάτων που καλύπτω και των προτάσεων μου που είναι προσωπικές απόψεις και όχι κατευθυνόμενες από συμφέροντα, έχω αναπόφευκτα δημιουργήσει πολλούς αντιπάλους και ανταγωνιστές που κρυφά και φανερά έχουν εκδηλώσει την πρόθεσή τους να με βλάψουν».
Στην δική του απολογία, νωρίτερα, ο δημοσιογράφος Π. Μουσσάς φέρεται να αρνήθηκε τις κατηγορίες που του αποδίδονται και να τόνισε ότι είναι «απολύτως αβάσιμες, παντελώς ανυπόστατες και στηρίζονται αποκλειστικά στην μεθοδευμένη καταγγελία της μοναδικής μάρτυρα». Ο κατηγορούμενος φαίνεται να υποστηρίζει πως όλοι οι διάλογοι και οι επικοινωνίες που περιλαμβάνονται στη δικογραφία είναι στο πλαίσιο της επαγγελματικής του δραστηριότητας και της επιδίωξης του να εξασφαλίσει διαφημιστική ύλη στα Μέσα που συνεργαζόταν. Φέρεται μάλιστα να χαρακτηρίζει απολύτως θεμιτό το να προσπαθεί να συγκεντρώνει διαφημίσεις από δημόσιους φορείς ή ιδιωτικές επιχειρήσεις. Τέλος, φαίνεται να αρνείται οποιαδήποτε απειλή του προς την καταγγέλλουσα ή το ανήλικο παιδί της με την οποία είχε πολυετή γνωριμία: «Γνώριζα το παιδί από μωρό. Από τις αποσπασματικές απομηγνατοφωνήσεις δεν προκύπτει καμία απειλή, αντίθετα προκύπτει ο διάλογος που υπήρχε και το ενδιαφέρον μου να ρωτάω τη μητέρα για το παιδί της».