Η αύξηση των φορολογικών επιβαρύνσεων, πρακτική η οποία έχει υιοθετηθεί τα τελευταία έξι χρόνια με προτροπή φυσικά των «τεχνοκρατών» των δανειστών, δεν δείχνει ότι παράγει τα προσδοκώμενα αποτελέσματα για αύξηση των εσόδων, αντίθετα όμως έχει συμβάλει όλα αυτά τα χρόνια στην αύξηση των ληξιπρόθεσμων οφειλών.
Επανειλημμένα έχει αναφερθεί ότι η προσπάθεια αύξησης των φορολογικών εσόδων δεν μπορεί να γίνεται με την αύξηση συντελεστών φορολογίας ή με την επιβολή νέων φορολογικών επιβαρύνσεων βαπτιζομένων ως ειδικών ή/και έκτακτων εισφορών και τελών, διότι οι πρακτικές αυτές οδηγούν μαθηματικά την οικονομία σε περαιτέρω ύφεση. Η αύξηση των φορολογικών επιβαρύνσεων οδηγεί σε μείωση του εισοδήματος των πολιτών που οδηγεί σε μείωση της κατανάλωσης και σε μαζικοποίηση των φαινομένων παραβατικής συμπεριφοράς (φοροδιαφυγή, φοροαποφυγή) άρα σε μείωση αντί για αύξηση των εσόδων που οδηγεί με τη σειρά της σε νέες αυξήσεις των φορολογικών επιβαρύνσεων που οδηγούν με τη σειρά τους σε περαιτέρω μείωση των εσόδων, άρα οι αυξήσεις αυτές ανατροφοδοτούν την ύφεση.
Πολλές κατά καιρούς μελέτες με αντικείμενο τη σχέση μεταξύ ασκούμενης φορολογικής πολιτικής και ρυθμού οικονομικής ανάπτυξης έχουν δείξει ότι η αύξηση της φορολογίας, άμεσης και έμμεσης, οδηγεί σε επίπεδο φυσικών προσώπων σε μείωση του πραγματικού διαθέσιμου εισοδήματος επηρεάζοντας σημαντικά την καταναλωτική και την αποταμιευτική δραστηριότητά τους και σε επίπεδο επιχειρήσεων σε δραματική μείωση της επενδυτικής και της επιχειρηματικής δραστηριότητας επηρεάζοντας αρνητικά την οικονομική ανάπτυξη με αποτέλεσμα την περαιτέρω ύφεση.
Στη χώρα μας, δυστυχώς, παρά τις κατά καιρούς εξαγγελίες το φορολογικό περιβάλλον παραμένει ασταθές χρησιμοποιούμενο μόνο και μόνο σαν εργαλείο βραχυπρόθεσμης τόνωσης των δημοσίων εσόδων, με αποτέλεσμα να έχει απωλέσει από καιρό τον αναπτυξιακό χαρακτήρα του με ό,τι αυτό συνεπάγεται στην οικονομία. Η άποψη που συνήθως διατυπώνεται όταν υιοθετούνται εισπρακτικού χαρακτήρα φορολογικά μέτρα, ότι δηλαδή αυτά θα συμβάλλουν στην αποφυγή του δημοσιονομικού εκτροχιασμού, αποδείχθηκε εκ του αποτελέσματος ότι δεν είναι σωστή.
Οι δανειστές της χώρας συνεχίζουν να απαιτούν τη λήψη φορολογικών μέτρων εισπρακτικού χαρακτήρα, αυτό φαίνεται ξεκάθαρα στο τρίτο μνημόνιο, ενώ η χώρα για να μπορέσει να ανακάμψει χρειάζεται τη λήψη φορολογικών μέτρων αναπτυξιακού χαρακτήρα. Η υιοθέτηση νέων εισπρακτικού χαρακτήρα φορολογικών μέτρων σε συνδυασμό με τη μείωση του πραγματικού διαθέσιμου εισοδήματος των πολιτών που έχει επέλθει αυτά τα χρόνια με τις μειώσεις μισθών και συντάξεων και την αύξηση της συνολικής φορολογικής επιβάρυνσης, θα προκαλέσουν αλυσιδωτές αντιδράσεις οι οποίες θα διαβρώσουν επικίνδυνα τη φορολογική βάση με αποτέλεσμα τα όποια προσδοκώμενα έσοδα να αντισταθμισθούν σε ένα μεγάλο μέρος αυτών από την απώλεια εσόδων λόγω της εκδήλωσης μαζικής παραβατικής συμπεριφοράς.
Παρότι έγινε μια σημαντική προσπάθεια απλοποίησης και εκσυγχρονισμού του φορολογικού συστήματος με τους από το 2013 νέους κώδικες φορολογίας εισοδήματος και φορολογικών διαδικασιών, το φορολογικό σύστημα της χώρας παραμένει αναποτελεσματικό και αυτό έχει επιβεβαιωθεί πανηγυρικά. Η μέχρι σήμερα ασκούμενη φορολογική πολιτική έχει επηρεάσει αρνητικά την οικονομική ανάπτυξη και για αυτό το λόγο απαιτείται μια εκ βάθρων φορολογική μεταρρύθμιση η οποία θα εστιάσει στην ανάπτυξη, άρα χρειάζεται να γίνουν μια σειρά από παρεμβάσεις σταθεροποιητικού και αναπτυξιακού χαρακτήρα έτσι ώστε το φορολογικό σύστημα να καταστεί σταθερό άρα αποτελεσματικό διότι τα εισπρακτικού χαρακτήρα μέτρα έχει αποδειχθεί ότι δεν αποδίδουν τα αναμενόμενα.