Η σημερινή συγκυρία στην Ελλάδα - αλλά και στις ευρωπαϊκές χώρες - χαρακτηρίζεται από μια γενικευμένη τάση απογοήτευσης και φόβου.
Οι Eυρωπαίοι πολίτες στο σύνολό τους βιώνουν μια άνευ προηγουμένου λιτότητα η οποία συνοδεύεται από την πεποίθηση ότι η συγκεκριμένη πορεία όχι μόνο δεν θα αναστραφεί, αλλά θα βαθύνει και θα διαρκέσει για μεγάλο χρονικό διάστημα. Σε συνδυασμό με το προσφυγικό ζήτημα, φαίνεται να δημιουργείται ένα «εκρηκτικό» μείγμα που απειλεί την κοινωνική συνοχή των ευρωπαϊκών κοινωνιών, αλλά και το ίδιο το οικοδόμημα της Ε.Ε.
Το αποτέλεσμα αυτών των πολιτικών είναι η ανάπτυξη αντι-πολιτικών τάσεων απέναντι και στην πολιτική αλλά και στη δημοκρατία οι οποίες εκδηλώνονται με την αποστασιοποίηση των πολιτών από την ενεργό συμμετοχή τους στα πολιτικά κόμματα και στις εκλογές, αλλά και στην εμφάνιση ακραίων φασιστικών κομμάτων που αμφισβητούν επί της ουσίας το φιλελεύθερο και δημοκρατικό κεκτημένο των ευρωπαϊκών κοινωνιών.
Η δημόσια συζήτηση που γίνεται είναι κυρίως αποσπασματική και περιπτωσιολογική και δεν εμβαθύνει στα δομικά αίτια της κατάστασης. Για να κατανοήσουμε την κατάσταση θα πρέπει να εμβαθύνουμε τόσο στην αρχιτεκτονική της ΕΕ όσο και στην πολιτική της κατεύθυνση.
Η αρχιτεκτονική της Ε.Ε. έχει μια τριπλή διάσταση:
Α) Η Ε.Ε. στον κόσμο: Η απουσία πολιτικής ενοποίησης ήταν έντονη τόσο στην αδυναμία αντιμετώπισης της οικονομικής κρίσης, όσο και στην κρίση στη Μέση Ανατολή και στο προσφυγικό ζήτημα.
Β) Η Ε.Ε. στο εσωτερικό της: Η απουσία της πολιτικής ενοποίησης έχει ως συνέπεια τον αυξημένο ανταγωνισμό μεταξύ των ευρωπαϊκών χωρών για την κατάκτηση δεσπόζουσας θέσης για την χάραξη της πολιτικής και την αύξηση της επιρροής ανάμεσα στις χώρες που απαρτίζουν την ΕΕ. Έτσι, διευρύνεται το χάσμα μεταξύ των χωρών και σε επίπεδο ισχύος αλλά και σε οικονομικό επίπεδο.
Γ) Στο εσωτερικό των χωρών που απαρτίζουν την Ε.Ε: Οι οικονομικές και κοινωνικές ανισότητες αυξάνουν και δημιουργούν εύφορο έδαφος για την ανάπτυξη αντι-πολιτικών στάσεων απέναντι στην πολιτική αλλά και στη δημοκρατία.
Επίσης η ΕΕ επηρεάζεται από την τριπλή διάσταση της διεθνούς πολιτικής:
Α) Το κυρίαρχο υπόδειγμα: όλα τα αγαθά ακόμα και δημόσιες υπηρεσίες θα πρέπει ιδιωτικοποιηθούν, ή να λειτουργούν με ιδιωτικο-οικονομικά κριτήρια, μια πολιτική που είναι αντίθετη με την παρεμβατική πολιτική του κοινωνικού κράτους που χαρακτήρισε το μεταπολεμικό ευρωπαϊκό οικονομικό και κοινωνικό μοντέλο.
Β) Η πολιτική του μονεταρισμού: εκφράζεται διαμέσου της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και εκφράζει την κυρίαρχη πολιτική της Γερμανίας, η οποία είναι αρνητική σε επεκτατική δημοσιονομική πολιτική ακόμα και σε περίοδο οικονομικής κρίσης, καθώς φοβάται την αύξηση του πληθωρισμού.
Γ) Η αλλαγή του παραγωγικού προτύπου: η μετατόπιση, από το υπόδειγμα της βιομηχανίας, στο υπόδειγμα του χρηματιστηρίου όπου η κερδοφορία πραγματοποιείται όχι τόσο διαμέσου παραγωγικών επενδύσεων, αλλά διαμέσου άυλων αξιών σε δευτερογενείς και τριτογενείς αγορές, με αποτέλεσμα να έχει «υποτιμηθεί» η σημασία των πολιτών να έχουν καταναλωτική δυνατότητα.
Για να αναστραφεί αυτή η τάση θα πρέπει να θεραπευτούν τα αίτια που δημιουργούν το φόβο και την ανασφάλεια στους πολίτες: Πιο συγκεκριμένα, θα πρέπει:
Α) να προωθηθεί η πολιτική ενοποίηση στην ΕΕ, ώστε να δράσει αποφασιστικά στην αντιμετώπιση της οικονομικής κρίσης και στην ειρήνευση στην Μέση Ανατολή.
Β) να διευρυνθεί η δημοκρατία με τη δυνατότητα των ευρωπαίων πολιτών να ελέγχουν την ευρωπαϊκή πολιτική.
Γ) να δοθεί έμφαση στην επέκταση του κοινωνικού κράτους και στην υιοθέτηση ενός κοινού ευρωπαϊκού φόρου στις χρηματοπιστωτικές συναλλαγές.
Δ) να μεταφερθούν πλεονάσματα από τις πλέον ισχυρές στις λιγότερο ισχυρές χώρες και στην καταπολέμηση της ανισοκατανομής του εισοδήματος στο εσωτερικό των χωρών.
Ε) να διαμορφωθεί μια κοινή ευρωπαϊκή πολιτική επενδύσεων σε παραγωγικούς κλάδους.
ΣΤ) να αποκατασταθεί η σχέση κοινωνίας / κράτους με την έμφαση των πολιτικών κομμάτων στην εκπροσώπηση κοινωνικών αιτημάτων, μια διαδικασία η οποία είναι το κλειδί για να αποκατασταθεί το ενδιαφέρον των ευρωπαίων πολιτών για την πολιτική αλλά και για τη δημοκρατία.