Κανείς δεν μπορεί να κατηγορήσει τις φαρμακευτικές εταιρείες ότι δεν έχουν ανοιχτό μυαλό και ότι δεν παρακολουθούν τις νέες τάσεις.
Έτσι, όλο και περισσότερες στρέφονται στα βιντεοπαιχνίδια, διαβλέποντας σε αυτά μια πολλά υποσχόμενη εναλλακτική λύση σε σχέση με τα φάρμακα για διάφορες παθήσεις. Και γιατί να προσφέρει αυτή τη λύση μόνο μια τεχνολογική εταιρεία και να μην μπει στο «παιγνίδι» και η φαρμακευτική;
Ενδεικτική είναι η περίοπτωση μιας νέας εταιρείας με έδρα τη Βοστώνη, της Akili Interactive Labs, η οποία αναπτύσσει βιντεοπαιγνίδια για κινητές συσκευές, τα οποία προορίζονται για τη θεραπεία της Διαταραχής Ελλειμματικής Προσοχής και Υπερκινητικότητας (ΔΕΠΥ) και άλλων νευρολογικών παθήσεων, όπως ο αυτισμός, η κατάθλιψη, η νόσος Αλτσχάιμερ, το μετατραυματικό στρες κ.α.
Το βασικό προϊόν της Akili μέχρι στιγμής είναι το Project: Evo, το οποίο προορίζεται για την εκπαίδευση του εγκεφάλου παιδιών με ΔΕΠΥ, ως εναλλακτική λύση στη θεραπεία με φάρμακα όπως το Adderall και το Ritalin, για τα οποία υπάρχουν αμφιβολίες σχετικά με τους πιθανούς κινδύνους τους. Η εταιρεία τον προηγούμενο μήνα άντλησε ένα μεγάλο ποσό (30,5 εκατ. δολάρια) για να χρηματοδοτήσει, μεταξύ άλλων, μια μεγάλης κλίμακας κλινική δοκιμή.
«Διαβλέπουμε την ανάδυση μιας εντελώς νέας κατηγορίας μη φαρμακευτικών θεραπειών, που θα φέρει τα πάνω-κάτω στις αγορές», δήλωσε εκρόσωπος της επενδυτικής εταιρείας Jazz Venture Partners.
Όμως το αξιοσημείωτο, σύμφωνα με τους «Φαϊνάνσιαλ Τάιμς», είναι ότι ανάμεσα στους επενδυτές είναι η Shire (βασικός παραγωγός φαρμάκων για το Αλτσχάιμερ) και ένας άλλος φαρμακευτικός κολοσός, η Pfizer.
Οι αναλυτές βλέπουν όντως προοπτικές διεύρυνσης γι' αυτή την αγορά «ψηφιακών θεραπειών», που βασίζονται σε προγράμματα λογισμικού, ιδίως για κινητές συσκευές. Η παγκόσμια αγορά ψηφιακών προϊόντων και υπηρεσιών για αξιολόγηση και βελτίωση της νοητικής/ψυχικής υγείας εκτιμάται ότι ήδη κάνει ένα «τζίρο» της τάξης των 2,4 δισεκατομμυρίων δολαρίων, σύμφωνα με την εταιρεία ερευνών Μ&Μ, και αναμένεται να τριπλασιασθεί έως το 2020.
Η αγορά ευνοείται από τη συνεχή γήρανση του παγκόσμιου πληθυσμού και από τη συνεχή αύξηση του αριθμού των ασθενών με συμπτώματα άνοιας και Αλτσχάιμερ. Ενώπιον μιας τέτοιας απειλής, οι ψηφιακές θεραπείες του νου φαίνεται να δίνουν υποσχέσεις, ταιριαστές άλλωστε με τη σημερινή εποχή της υψηλής τεχνολογίας. Όμως παραμένει το ερώτημα πόσες από αυτές τις θεραπείες είναι όντως αποτελεσματικές.
Η βρετανική εταιρεία Cambridge Cognition έχει αναπτύξει μια σειρά από τεστ -ή «νευροψυχολογικές αξιολογήσεις» όπως τις λέει- για ποικίλες παθήσεις (Αλτσχάιμερ, Πάρκινσον, σχιζοφρένεια, επιληψία κ.α.). Αν και επιστημονικά τα τεστ της βασίζονται σε έρευνες των νευροεπιστημόνων του Πανεπιστημίου του Κέμπριτζ Μπάρμπαρα Σαχακιάν και Τρέβορ Ρόμπινς από τη δεκαετία του ΄80, χάρη στην ανάπτυξη νέου λογισμικού, τα τεστ αυτά -που μετράνε την μνήμη, την προσοχή, την ταχύτητα σκέψης κ.α.- μπορούν να χρησιμοποιηθούν πλέον σε υπολογιστές-ταμπλέτες και έξυπνα κινητά τηλέφωνα με οθόνη αφής, πράγμα που διευκολύνει την εμπορική αξιοποίησή τους.
Η μεγάλη προοπτική για τέτοια τεστ είναι η πιθανότητα της ευρείας χρησιμοποίησής τους ως διαγνωστικών εργαλείων. Η Cambridge Cognition έχει ήδη πάρει άδεια εμπορικής προώθησής τους στην Ευρώπη, ενώ κατέθεσε σχετική αίτηση για έγκριση και στην αρμόδια εποπτική αρχή των ΗΠΑ, στην Υπηρεσία Τροφίμων και Φαρμάκων (FDA).
Εταιρείες όπως η Cambridge Cognition και η Akili προβάλλονται ως σοβαρές εταιρείες ιατρικής τεχνολογίας, οι οποίες δεν έχουν σχέση με ερασιτέχνες (αν όχι κομπογιαννίτες) που προωθούν τεστ «εκπαίδευσης» του εγκεφάλου, τα οποία είναι αμφισβητήσιμης επιστημονικής αξίας.
Μια τέτοια περίπτωση είναι η αμερικανική Lumos Labs, που υποχρεώθηκε να πληρώσει πρόστιμο 2 εκατ. δολαρίων, με την κατηγορία ότι διαφήμιζε με ψευδείς επιστημονικούς ισχυρισμούς ένα βιντεοπαιγνίδι της, το οποίο υποτίθεται πως βοηθούσε τους χρήστες να έχουν καλύτερες επιδόσεις στη δουλειά τους, ενώ στην πορεία καταπολεμούσε και το Αλτσχάιμερ.