Τα ταμεία των ελεύθερων επαγγελματιών και των αγροτών δεν είχαν ποτέ καθεστώς πρόωρης συνταξιοδότησης.
Στο πρώην ΤΕΒΕ, ΤΣΑ και Ταμείο Εμπόρων που ενοποιήθηκαν με τη σύσταση του ΟΑΕΕ , αντίστοιχα στο Ταμείο των Μηχανικών, το ΤΣΑΥ και το Ταμείο Νομικών που συναποτελούν σήμερα το ΕΤΕΑ και τον ΟΓΑ, είχαν τα προηγούμενα χρόνια ως μέσο όριο ηλικίας συνταξιοδότησης πάνω από τα 65 έτη. Κι όμως, σήμερα ο ΟΑΕΕ και ο ΟΓΑ είναι από τα πλέον ελλειμματικά ταμεία, ενώ το ΕΤΑΑ αρχίζει πλέον να εμφανίζει τα πρώτα του ελλείμματα. Την περίοδο της κρίσης συνέβησαν τρία πράγματα ταυτόχρονα:
Το ένα είναι η διακοπή επαγγελματικής δραστηριότητας από ένα μεγάλο αριθμό επαγγελματιών και η στροφή στη συνταξιοδότηση, αφού τα εισοδήματά τους είχαν περιοριστεί σημαντικά και σε πολλές περιπτώσεις, μετά και τη μεγάλη αύξηση των φόρων, αδυνατούσαν να καλύψουν ακόμη και τα έξοδά τους.
Η συνταξιοδότηση στα παραπάνω ταμεία δεν αποτελούσε τη συνήθη επιλογή πριν από την κρίση, αφού παρέμεναν στην ασφάλιση για πολλά χρόνια μετά από τη συμπλήρωση των προϋποθέσεων συνταξιοδότησης. Ιδιαίτερα οι δικηγόροι, οι γιατροί και οι μηχανικοί, σπάνια αποχωρούσαν σε ηλικίες κάτω των 68 ετών, σε αντίθεση με το σήμερα όπου ακόμη και από αυτούς τους επαγγελματίες πολλοί αποχωρούν για συνταξιοδότηση σε ηλικία κάτω των 65 ετών. Πολύ περισσότεροι είναι οι βιοτέχνες, έμποροι και άλλοι ασφαλισμένοι στον ΟΑΕΕ που διακόπτουν δραστηριότητα και καταφεύγουν στη σύνταξη, αμέσως μετά τη θεμελίωση του συνταξιοδοτικού δικαιώματος.
Το δεύτερο πολύ σημαντικό που συνέβη την ίδια περίοδο, είναι η αδυναμία καταβολής των ασφαλιστικών εισφορών από μεγάλο αριθμό ασφαλισμένων στα ταμεία των ελεύθερων επαγγελματιών και των αγροτών. Η εισπραξιμότητα στα τρία ταμεία ΟΑΕΕ, ΕΤΑΑ και ΟΓΑ κινείται σε επίπεδα κάτω από το 50% την τελευταία περίοδο, με τον ΟΓΑ να έχει εισπραξιμότητα περίπου 37%.
Η τρίτη συνέπεια της κρίσης είναι η μετανάστευση πολλών επιστημόνων αλλά και άλλων επαγγελματιών, λόγω των ιδιαίτερα δύσκολων συνθηκών που επικρατούν στη χώρα μας, προς αναζήτηση εργασίας σε άλλες χώρες.
Την ίδια λοιπόν στιγμή που ο αριθμός των συνταξιούχων μεγαλώνει και οι δαπάνες των ταμείων αυξάνονται, δεν υπάρχει αντίστοιχη είσοδος νέων εργαζομένων στο σύστημα.
Με όλα αυτά η αριθμητική σχέση συνταξιούχων- ασφαλισμένων είναι σχεδόν ένα προς δύο, δηλαδή έχουμε 794.200 συνταξιούχους μαζί με τους συνταξιούχους του ΟΓΑ που λαμβάνουν κύρια σύνταξη, ενώ οι αντίστοιχοι ασφαλισμένοι είναι 1.590.000. Στην πραγματικότητα όμως η αριθμητική σχέση είναι πολύ πιο δυσμενής αφού, ενώ κάθε μήνα τα ταμεία ΟΑΕΕ, ΕΤΑΑ, ΟΓΑ θα πρέπει ανελλιπώς να καταβάλλουν τις συντάξεις στους 794.200 συνταξιούχους, θα εισπράξουν μόλις από περίπου 680.000 τις εισφορές. Να σημειωθεί ότι πριν από την κρίση η εισπραξιμότητα ήταν κατά μέσο όρο άνω του 70% στα εν λόγω ταμεία.
Τώρα, τι είναι αυτό που κάνει την κυβέρνηση να πιστεύει ότι μπορεί να υπάρξει λύση στο πρόβλημα με αύξηση των ασφαλιστικών εισφορών, είναι ένα ρητορικό ερώτημα. Πώς μπορεί να ελπίζει κάποιος ότι θα αυξηθούν τα έσοδα των ταμείων, όταν είναι πολύ πιθανό να μεγαλώσει ο αριθμός εκείνων που δεν πληρώνουν, είναι ένα ακόμη ερώτημα...
Σε κάθε περίπτωση το παράδειγμα των τριών ταμείων που δεν επιβαρύνθηκαν τα προηγούμενα χρόνια από πρόωρες συνταξιοδοτήσεις, ούτε από πλουσιοπάροχες συντάξεις, μας οδηγεί και πάλι στο συμπέρασμα ότι βιώσιμες λύσεις δεν υπάρχουν στο ασφαλιστικό σύστημα της χώρας, χωρίς βιώσιμη οικονομία.
Αν μπορεί να υπάρξουν οι προϋποθέσεις ανάπτυξης και βελτίωσης της κατάστασης, είναι πράγματι μια δύσκολη υπόθεση, όταν η μόνη ενασχόλησή μας από τον Οκτώβριο του 2014 είναι η περιβόητη αξιολόγηση. Ακούμε για παράλληλο πρόγραμμα και πρόγραμμα δεν βλέπουμε. Και μέσα σε όλα αυτά είναι και το προσφυγικό που μπορεί να δημιουργήσει ανεξέλεγκτες καταστάσεις και να ακυρώσει την όποια προσπάθεια, δυο περίπου μήνες πριν από την έναρξη της τουριστικής περιόδου, στην οποία δικαιολογημένα έχουμε επενδύσει πολλά.
Και ενώ όλα αυτά συμβαίνουν, ακόμη δεν φαίνεται να έχουν ωριμάσει οι συνθήκες στο ευρύτερο πολιτικό σύστημα, με μεγαλύτερη την ευθύνη προφανώς της κυβέρνησης, για μια στοιχειώδη εθνική συνεννόηση. Λες και υπάρχουν ακόμη περιθώρια για καθυστερήσεις και πειραματισμούς. Πολύ περισσότερο όταν φαίνεται ότι οδεύουμε σε νέα αδιέξοδα με τη διαπραγμάτευση και κινδυνεύουμε να οδηγηθούμε στην αποδοχή χειρότερων μέτρων, ακόμη και από εκείνα του Ιουλίου του 2015.