Ραγδαία επιδείνωση παρουσιάζει την τελευταία δεκαετία η εικόνα της αγοράς εργασίας στις χώρες-μέλη του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης, ιδιαίτερα δε σε αυτές που επλήγησαν βαρύτατα από την κρίση χρέους όπως η Ελλάδα, η Πορτογαλία και η Ισπανία. Και αυτό διότι η κρίση δεν «ψαλίδισε» μόνο τον αριθμό των διαθέσιμων θέσεων εργασίας, αλλά επηρέασε και την ποιότητά τους.
Έρευνα του ΟΟΣΑ σε 45 χώρες καταδεικνύει ότι η ποιότητα των αποδοχών μειώθηκε στα 2/3 των χωρών, η ασφάλεια των εργαζομένων επιδεινώθηκε στο σύνολό της, ενώ προς το χειρότερο άλλαξε και το εργασιακό περιβάλλον.
Τα στοιχεία δείχνουν, επίσης, μεγάλες διαφορές μεταξύ ομάδων εργαζομένων. Οι νέοι και ανειδίκευτοι δεν τείνουν μόνο να έχουν τη χειρότερη επίδοση όσον αφορά την απασχόλησή τους, αλλά έχουν επίσης χαμηλότερες αποδοχές και σημαντική υψηλότερη ανασφάλεια στην αγορά εργασίας και υψηλότερη καταπόνηση στην εργασία, κυρίως όσοι έχουν χαμηλή εξειδίκευση.
Οι γυναίκες έχουν σημαντικά χαμηλότερα ποσοστά απασχόλησης από τους άνδρες και αντιμετωπίζουν μία μεγάλη απόκλιση στις αποδοχές τους από το ισχυρό φύλο. Ταυτόχρονα, όμως, είναι λιγότερο πιθανό να καταπονηθούν στην εργασία τους σε σχέση με τους άνδρες.
Στο μεταξύ, πρόσφατη διαδικτυακή έρευνα που δημοσιεύθηκε στο οικονομικό περιοδικό Forbes αναφέρει τους πιο «εχθρικούς» κλάδους απέναντι στο ωραίο φύλο (αυτοκινητοβιομηχανία και αεροναυπηγική), σημειώνοντας επίσης ότι μέχρι το 2020 κοντά ένα δισ. γυναίκες θα ενταχθούν στο εργατικό δυναμικό, εκ των οποίων οι περισσότερες σε χαμηλόβαθμες θέσεις. Τα πράγματα δείχνουν, ωστόσο, να εξισορροπούνται στον τεχνολογικό και τον χρηματοοικονομικό κλάδο όπου η αντιμετώπιση των δύο φύλων είναι σχεδόν η ίδια. Οι γυναίκες υπερτερούν στις δημόσιες σχέσεις και τον κλάδο των καλλυντικών.
Επιστρέφοντας στην έκθεση του ΟΟΣΑ, αυτή αναφέρει ότι καλής ποιότητας επαγγέλματα βοηθούν τους ανθρώπους να αναπτύξουν τα προσόντα και τις δεξιότητές τους και κατά συνέπεια τους κάνουν να νιώθουν χρήσιμοι στην κοινωνία.
Υψηλά ποσοστά
Στις χώρες που έχουν τα υψηλότερα ποσοστά ως προς την ποιότητα εργασίας συγκαταλέγονται η Αυστραλία, η Αυστρία, η Δανία, η Φινλανδία, η Γερμανία, το Λουξεμβούργο, η Νορβηγία και η Ελβετία.
Στο... αδύναμο γκρουπ, δηλαδή στις χώρες με σχετικά χαμηλής ποιότητας εργασία, ανήκουν η Εσθονία, η Ελλάδα, η Ουγγαρία, η Ιταλία, η Πολωνία, η Πορτογαλία, η Σλοβακία, η Ισπανία και η Τουρκία. Σημειώνεται ότι στη χώρα μας η ανεργία παραμένει καθηλωμένη στο 24,5%, το υψηλότερο ποσοστό μεταξύ των κρατών-μελών της Ευρωζώνης.
Ο οργανισμός έχει αναπτύξει μάλιστα ένα πλαίσιο συγκρίσιμων μέτρων για να αξιολογεί την ποιότητα των θέσεων εργασίας, το οποίο λαμβάνει υπόψη τις εξής τρεις πτυχές:
1Την ποιότητα των αποδοχών, η οποία δείχνει την έκταση στην οποία οι αποδοχές συμβάλλουν στην ευημερία των εργαζομένων και μετράται με τις μέσες αποδοχές και την κατανομή τους.
2 Την ασφάλεια στην αγορά εργασίας, η οποία καταγράφει τους κινδύνους απώλειας της θέσης εργασίας και του οικονομικού κόστους που έχει για τους εργαζόμενους. Υπολογίζεται με τον κίνδυνο ανεργίας και τα επιδόματα ανεργίας σε περίπτωση που βρεθεί κάποιος άνεργος.
3 Την ποιότητα του εργασιακού περιβάλλοντος, η οποία αφορά στη φύση και το περιεχόμενο της εργασίας, τις συμφωνίες για το ωράριο εργασίας και τις σχέσεις στη θέση εργασίας και μετράται με τη συχνότητα καταπόνησης στην αγορά εργασίας.
Όπως λοιπόν αναφέρει ο ΟΟΣΑ: η Γερμανία δεν σημείωσε μόνο αύξηση των ποσοστών απασχόλησής της, αλλά είχε μία γενική βελτίωση σε όλες τις πτυχές που αφορούν στην ποιότητα των θέσεων απασχόλησης.
Η Ελλάδα, από την άλλη, είχε μία τόσο μεγάλη αύξηση της ανεργίας όσο και μία πτώση στην ποιότητα των αποδοχών και την ασφάλεια στην αγορά εργασίας, ενώ η συχνότητα της καταπόνησης στην αγορά εργασίας έμεινε σταθερή.
Στη Βρετανία, όπου η απασχόληση έχει επανέλθει στα προ κρίσης επίπεδα, η ποιότητα των αποδοχών μειώθηκε, ενώ η ασφάλεια στην αγορά εργασίας μειώθηκε ελαφρά και η ποιότητα του εργασιακού περιβάλλοντος δεν επηρεάσθηκε.
Σε άλλες χώρες οι συνέπειες της κρίσης ήταν πιο ανάμεικτες. Για παράδειγμα στην Πορτογαλία, η ποιότητα των αποδοχών έμεινε σταθερή και η ασφάλεια στην αγορά εργασίας μειώθηκε σημαντικά, ενώ η ποιότητα του εργασιακού περιβάλλοντος βελτιώθηκε για τους ήδη εργαζόμενους πριν από την κρίση.
Ο ΟΟΣΑ καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η βελτίωση της ποιότητας εργασίας δεν οδηγεί αυτομάτως σε μείωση της ποσότητας, μιας και οι χώρες μπορούν να συνδυάσουν υψηλά ποσοστά εργασίας με καλής ποιότητας απασχόληση. Επιπλέον η προοπτική της επαγγελματικής ανέλιξης και σταδιοδρομίας θεωρείται σημαντικός παράγοντας για την ποιότητα της εργασίας.
Σύμφωνα, τέλος, με τον Γενικό Γραμματέα του ΟΟΣΑ, Άνχελ Γκουρία, «η ποιότητα της εργασίας δεν είναι σημαντική μόνο για την ευημερία των εργαζομένων, αλλά και για τη συνολική παραγωγικότητα της επιχείρησης. Αυτό είναι πλέον κατανοητό στα υψηλότερα πολιτικά επίπεδα». Γι' αυτό και οι ηγέτες των χωρών της G20, τον είκοσι ισχυρότερων οικονομιών του πλανήτη, συμφώνησαν πέρυσι όχι μόνο να δώσουν προτεραιότητα στη δημιουργία περισσότερων θέσεων εργασίας, αλλά και για να εξασφαλιστεί ότι είναι ποιοτικές θέσεις εργασίας.
Έχουν μάλιστα αναθέσει στον ΟΟΣΑ να σχεδιάσει πολιτικές για τη βελτίωση όλων των πτυχών της ποιότητας της εργασίας - ασφάλεια των θέσεων εργασίας, την βιώσιμη αύξηση αμοιβών και την ποιότητα του εργασιακού περιβάλλοντος.