Τη δεκαετία του 1990 από τις πιο συνηθισμένες φράσεις που χαρακτήριζαν την ευρωπαϊκή πραγματικότητα σε σχέση με τη θέση της στο παγκόσμιο οικονομικό σύστημα και στο σύστημα δύναμης και διεθνών σχέσεων ήταν πως οι Ευρωπαίοι κατάγονται από την Αφροδίτη, ενώ οι Αμερικανοί από τον Άρη.
Αυτή η μικρή φράση συνόψιζε με τον καλύτερο δυνατό τρόπο τον ευρωπαϊκό προσανατολισμό. Οι εμβληματικοί στόχοι και αξίες της Γηραιάς Ηπείρου ήταν το κράτος πρόνοιας, η οικονομική και κοινωνική ευημερία, η ανοχή και η παγκόσμια πολιτική διαμεσολάβηση με σκοπό την ειρήνη.
Σήμερα, πολλοί σχολιαστές της επικαιρότητας καταδεικνύουν και πολύ ορθώς ότι η Ευρώπη έχει επιδοθεί σε ένα ξέφρενο outsourcing. Όταν πρόκειται για οικονομικά της ζητήματα καταφεύγει στο ΔΝΤ. Ενώ όταν τίθενται θέματα ασφάλειας καταφεύγει στο ΝΑΤΟ. Και βέβαια, λαμβάνοντας υπόψη αυτόν τον θεμελιακό της μετασχηματισμό, το ερώτημα που τίθεται πλέον είναι «πια η χρησιμότητά της;».
Ειδικά για την Ελλάδα, όλη η βασική επιχειρηματολογία που υποστηρίζει τη συμμετοχή μας στην ευρωπαϊκή οικογένεια έχει πλέον εκ των πραγμάτων και από την ιστορική μορφή που λαμβάνει η τρέχουσα σχέση μας με το ευρωπαϊκό οικοδόμημα καταρριφθεί ηθικά και πολιτικά. Το αφήγημα της εθνικής μας ασφάλειας εντός της ευρωπαϊκής ένωσης μετατράπηκε σε απειλές για κλειστά σύνορα, σε περιπολίες του ΝΑΤΟ και συμβόλαια για αμυντικό υλικό. Το αφήγημα της εμπέδωσης και ενίσχυσης της Δημοκρατίας σε υπονόμευση κυβερνήσεων, σε πράξεις νομοθετικού περιεχομένου υπό την απειλή της χρεοκοπίας και σε απόκλιση από το κοινοτικό κεκτημένο. Ενώ τι να πούμε για το αφήγημα της ευημερίας που εξελίχθηκε σε ηθική υποχρέωση απόκλισης από την ευρωπαϊκή οικονομική ευημερία και σε αέναα μέτρα λιτότητας δίχως οικονομική λογική και κυρίως δίχως οικονομική προοπτική.
Στο παραπάνω ζοφερό τοπίο πρέπει να προσθέσουμε και ένα ακόμα καρφί στο οικονομικό φέρετρο της χώρας, που λίγοι βλέπουν και ακόμα λιγότεροι καταλαβαίνουν. Είναι ο εθνικός και ενδεχομένως εθνικιστικός οικονομικός πόλεμος που έχουν ξεκινήσει ξεδιάντροπα πλέον τα τελευταία χρόνια οι δυνατές πολιτικά ευρωπαϊκές χώρες και οι δορυφόροι τους με όλες τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες και ειδικά η Γερμανία που παρεμβαίνει στις πιο σημαίνουσες οικονομικές συναλλαγές των ευρωπαϊκών επιχειρήσεων μοιράζοντας δουλειές, χαλώντας δουλειές, διαλύοντας ξένες υγιείς ανταγωνιστικές επιχειρήσεις ή ενισχύοντας δικές της μη ανταγωνιστικές. Σε όποιο μέρος του πλανήτη και να σταθείς υπάρχει μια γερμανική πρεσβεία που έχει σπάσει κάποιο εμπάργκο και πουλάει ανεξέλεγκτα ή χρησιμοποιεί το ειδικό βάρος της χώρας για να κερδίσει οικονομικά συμβόλαια αλλοιώνοντας ευθέως τους κανόνες του ανταγωνισμού. Όποια ελληνική επιχείρηση έχει αγοραστεί από γερμανικά οικονομικά συμφέροντα έχει να επιδείξει σωρεία υποθέσεων όπου το γερμανικό κράτος ατύπως έχει παρέμβει στην ελληνική δημόσια διοίκηση για να προωθήσει τα γερμανικά οικονομικά συμφέροντα, ενώ έχει ξηλώσει ή επιχειρεί να ξηλώσει όλους τους Έλληνες προμηθευτές προς όφελος άλλων Γερμανών. Με όποια δυναμική, εξωστρεφή ελληνική επιχείρηση και εάν συζητήσεις έχει να σου πει μια ιστορία για το πώς τα γερμανικά οικονομικά συμφέροντα με βρόμικα μέσα την έχουν απωθήσει από διαγωνισμούς και δουλειές παρότι είναι περισσότερο ανταγωνιστική.
Στον αντίποδα, στην Ελλάδα εξακολουθεί να υφίσταται μια δήθεν κεντρώα ευρωπαθή διανόηση η οποία με συναισθηματικό λόγο, θολά επιχειρήματα και άρμα τη δημιουργία φοβικών αντανακλαστικών στον μέσο Έλληνα επιχειρεί να υποστηρίξει τη θέση ότι η οικογενειακή βία που υφίσταται η χώρα ως κακοποιημένη σύζυγος είναι προτιμότερη από την προσπάθεια αμφισβήτησης του γάμου. Ενδεχομένως να είναι και έτσι. Αλλά η Ελλάδα παντρεύτηκε την Ευρώπη με όνειρα και αυτά δεν ήταν ούτε η οικονομική απόκλιση, ούτε η διάλυση της ελληνικής οικονομίας και επιχειρηματικότητας. Ούτε βέβαια η έξοδος από την Σένγκεν και οι περιπολίες του ΝΑΤΟ.
Γι’ αυτό, από τα δεξιά έως τα αριστερά, το πολιτικό σύστημα οφείλει να συνειδητοποιήσει ότι ο γάμος είναι πλέον αδιέξοδος και είτε θα αλλάξει η σχέση είτε θα πάψει να υφίσταται. Και όσο δεν αντιμετωπίζει έτσι το πρόβλημα τόσο η χώρα αδυνατίζει περαιτέρω και τόσο πιο πολλές επιχειρήσεις χάνονται θυσία της δήθεν προσαρμογής.
Δυστυχώς, όσο και εάν αυτό ακουστεί πομπώδες, δεν πρόκειται πλέον για ιδεολογική ανταλλαγή απόψεων αλλά για εθνικό αγώνα απελευθέρωσης της χώρας. Η Ελλάδα ιστορικά κάθε φορά που ήταν επί μακρόν στα γόνατα, την οικονομική και κοινωνική της αποτελμάτωση ακολούθησε η εθνική τραγωδία. Πόσο πιο προφανές πρέπει να γίνει αυτό που έρχεται;