Οι δραματικές εξελίξεις στον όμιλο Μαρινόπουλου με τους 13.000 εργαζόμενους και τους εκατοντάδες προμηθευτές ήταν λίγο - πολύ αναμενόμενες, αν και κανείς δεν μπορεί να προδικάσει για το αποτέλεσμα.
Είναι, όμως, και η απόδειξη ότι η ελληνική οικονομία και οι επιχειρήσεις στην Ελλάδα απέχουν παρασάγγας από τα διάφορα success story που προωθούν κατά καιρούς οι εκάστοτε κυβερνήσεις. Οποιος γνωρίζει τα βασικά της πραγματικής οικονομίας, όποιος κυκλοφορεί στην αγορά, μιλά με επιχειρηματίες, μικρούς και μεγάλους, γνωρίζει ότι η κατάσταση είναι τραγική και δεν έχει καμιά σχέση με όσα προσπαθούν οι πολιτικοί να παρουσιάσουν.
Ούτε ανάπτυξη υπάρχει, ούτε νέες θέσεις εργασίας ανοίγουν, ούτε διάφορα πακέτα με δισεκατομμύρια έρχονται από την Ευρώπη, πέραν των δόσεων που κατευθύνονται στην αποπληρωμή παλαιότερων οφειλών.
Η υπόθεση του Brexit επέτεινε την κατάσταση και η αναταραχή ποτέ δεν έκανε καλό σε αδύναμες και απόλυτα εξαρτώμενες από τις Βρυξέλλες χώρες. Και την ίδια στιγμή σε όλη την Ελλάδα έχει επεκταθεί το κίνημα «Δεν πληρώνω». Κανείς δεν πληρώνει κανέναν. Ούτε οι πολίτες τους φόρους, τις εισφορές, τα δάνεια, ούτε το Δημόσιο τις επιστροφές, τους προμηθευτές κ.λπ.
Παράλληλα, ένα χρόνο από την επιβολή των capital controls φαίνονται πιο ξεκάθαρα οι επιπτώσεις στις επιχειρήσεις, κυρίως στις εξαγωγικές, αλλά και στην ιδιωτική κατανάλωση η οποία υποχωρεί διαρκώς.
Θα έλεγε κανείς ότι άνοιξε η «πόρτα του φρενοκομείου» και κανείς δεν μπορεί να προβλέψει αν θα υπάρξουν καταστάσεις σαν αυτή του «Μαρινόπουλου», αν θα «σκάσουν» εταιρείες ή θα ζητήσουν προστασία από τον πτωχευτικό κώδικα. Το σίγουρο είναι ότι η οικονομία και το επιχειρείν στην Ελλάδα δεν μπορεί να «σέρνεται» για περισσότερο χρόνο. Απαιτούνται γενναίες αποφάσεις, κυρίως στο θέμα της διευθέτησης των «κόκκινων» δανείων, αλλά και στην παροχή ουσιαστικών κινήτρων για να υπάρξει πραγματική ανάκαμψη.
Αλλη διέξοδος δεν υπάρχει.