Ο Θεόδωρος Φέσσας κρούει τον κώδωνα του κινδύνου για τη δραματική αποεπένδυση που βιώνει η Ελλάδα και ζητά ένα επενδυτικό σοκ άνω των 100 δισ. την επόμενη επταετία.
Tονίζει ότι πρέπει να πάψουμε να συντηρούμε επιχειρήσεις - ζόμπι και να στηρίξουμε υγιείς εταιρείες με κίνητρα για την εισροή νέων κεφαλαίων. Αφήνει αιχμές για το πολιτικό σύστημα τονίζοντας ότι «αν μας άκουγαν οι κυβερνήσεις δεν θα κλαίγαμε πάνω από πτωχευμένες επιχειρήσεις και στρατιές ανέργων. Προτείνει σειρά μέτρων για την προσέλκυση επενδυτών, ενώ για την επανεκκίνηση της οικονομίας επισημαίνει: «Ας ιδιωτικοποιήσουμε τις υποδομές δικτύων, ας ξαναβάλουμε μπροστά την αγορά ακινήτων με κίνητρα για οικιστικές και εμπορικές αναπλάσεις. Ας επενδύσουμε στην ακτογραμμή της Αττικής. Τέλος, μιλώντας για τα εργασιακά ζητά εκλογίκευση του συστήματος των συλλογικών συμβάσεων και ενίσχυση του κύρους των επιχειρησιακών, ενώ θέτει θέμα επανεξέτασης των συνδικαλιστικών προνομίων.
Κύριε πρόεδρε, ποιες θεωρείτε ότι θα είναι οι επιπτώσεις στην ελληνική οικονομία από το Brexit. Εκτιμάτε ότι υπάρχουν «όπλα» με τα οποία μπορεί να προστατευτεί η χώρα;
Το «μανιφέστο» ΣΕΒ για οικονομία, επενδύσεις, επιχειρήσεις, εργασιακά
Δεν γνωρίζουμε ακόμη τους όρους της νέας σχέσης μεταξύ της Ε.Ε. και της Μεγάλης Βρετανίας, αφού οι πολιτικές και οι γεωπολιτικές εξελίξεις είναι σημαντικές και θα καθορίσουν τα επόμενα βήματα. Υπάρχουν φωνές που θα διεκδικήσουν μια Ευρώπη πολλών ταχυτήτων και άλλες που θα υπερασπιστούν μια στενότερη Ένωση. Σε κάθε περίπτωση οι οικονομικές επιπτώσεις θα είναι πολύ βαρύτερες για τη Μ. Βρετανία, στο τραπεζικό της σύστημα, στην πτώση της επενδυτικής δραστηριότητας και στους ρυθμούς ανάπτυξης που μοιραία θα επιβραδυνθούν, από ό,τι για την Ε.Ε., που πλήττεται πρωτίστως πολιτικά από αυτή την υπόθεση.
Για την Ελλάδα, για την οποία η προσέλκυση άμεσων ξένων επενδύσεων είναι όρος επιβίωσης και εξόδου από την ύφεση, το Brexit αναμένεται να «παγώσει» το επενδυτικό ενδιαφέρον. Η Ευρώπη είναι πιο ευάλωτη και μοιραία θα μπει σε μια συζήτηση για το μέλλον της. Συμφέρον της Ελλάδας είναι να εμβαθύνει τη σχέση της με την Ε/Ε/ και να υπερασπιστεί μια στενότερη οικονομική και πολιτική Ένωση, ειδικά σήμερα που οι διεθνείς αβεβαιότητες πολλαπλασιάζονται. Αρκεί βέβαια να μη δημιουργήσουμε άλλους τριγμούς στις διαπραγματεύσεις και να μην πλήξουμε αυτό που έχουμε περισσότερο ανάγκη: την αποκατάσταση της αξιοπιστίας μας. Οι αγορές, αλλά και οι ηγεσίες στην Ευρωζώνη, εμφανίζουν όλο και μικρότερες πλέον ανοχές στην οικονομική και πολιτική αβεβαιότητα.
Τις τελευταίες ημέρες ένας νέος φόβος πλανάται πάνω από την αγορά και την ελληνική οικονομία από την υπόθεση του μεγαλύτερου λιανεμπορικού ομίλου «Μαρινόπουλος». Είναι η κορυφή του παγόβουνου;
Είναι αναγκαίο να αντιληφθούμε όλοι ότι η επιχειρηματικότητα είναι συνυφασμένη με το ρίσκο. Κάθε επιχείρηση δίνει καθημερινά αγώνα για να διατηρήσει τη θέση και την αξία της στην αγορά. Δεν είναι καθόλου εύκολο. Ιδιαίτερα στην ελληνική πραγματικότητα όπου πέραν του εύλογου ρίσκου, η διαρκής αβεβαιότητα, η ύφεση και οι παρενέργειες που δημιουργούν στο επιχειρηματικό περιβάλλον άστοχοι πολιτικοί χειρισμοί, επιβαρύνουν ακόμη περισσότερο τον κύκλο ζωής μιας επιχείρησης. Το πρόβλημα λοιπόν είναι πολυπαραγοντικό και δεν αφορά μόνο τον όμιλο «Μαρινόπουλος». Αν οι κυβερνήσεις άκουγαν και εφάρμοζαν διαχρονικά όσα εισηγούμαστε, είναι πολύ πιθανό ότι σήμερα δεν θα κλαίγαμε πάνω από πτωχευμένες επιχειρήσεις και στρατιές ανέργων.
Ο υφιστάμενος πτωχευτικός κώδικας αρκεί για την εξυγίανση αυτών των επιχειρήσεων ή απαιτούνται κι άλλες παρεμβάσεις;
Είναι εξαιρετικά σημαντικό να τροποποιηθεί ο πτωχευτικός νόμος ώστε να απλοποιηθεί και να επιταχυνθεί η διαδικασία των αναδιαρθρώσεων. Συντηρούμε επιχειρήσεις-ζόμπι, ενώ θα μπορούσαμε να δώσουμε σοβαρά κίνητρα προκειμένου να εισρεύσουν σε αυτές νέα κεφάλαια, με την απαραίτητη φυσικά αλλαγή ιδιοκτησίας και management. Οι τράπεζες οφείλουν να αναλάβουν πρωτοβουλίες αλλά και ευθύνες σε αυτό τον τομέα, ώστε μέχρι το 2018 να έχει διαμορφωθεί ένα διαφορετικό περιβάλλον σε ό,τι αφορά τα κόκκινα δάνεια και την αναδιάρθρωση των επιχειρήσεων που έχουν ακόμη τη δυνατότητα να ανακάμψουν.
Αυτήν την περίοδο είναι σε φάση εκπόνησης από την κυβέρνηση το αναπτυξιακό σχέδιο για τη χώρα. Ο ΣΕΒ έχει κληθεί να συμμετάσχει σε αυτό; Τι πιστεύετε ότι πρέπει να γίνει επιπλέον;
Είναι αυτονόητο ότι συμμετέχουμε ενεργά σε κάθε τομέα που αφορά την οικονομική και αναπτυξιακή προοπτική της χώρας. Η Ελλάδα αποτελεί σήμερα μία δραματική και ακραία περίπτωση απο-επένδυσης. Αυτή η παραδοχή πρέπει να αποτελέσει τη βάση κάθε συζήτησης για την επιστροφή στην ανάπτυξη. Οι επενδύσεις πλέον δεν επαρκούν ούτε για τη συντήρηση του κεφαλαιουχικού εξοπλισμού. Οι περίπου -13 δισ. (αρνητικές) καθαρές επενδύσεις ετησίως συνεχίζουν να απειλούν τον παραγωγικό ιστό της χώρας, δυσχεραίνουν τη στέρεα ανάκαμψη της παραγωγής και καθυστερούν τη δημιουργία νέων και σταθερών δουλειών για όλους.
Η εξισορρόπηση της από-επένδυσης απαιτεί ένα επενδυτικό σοκ που θα ξεπερνά τα 100 δισ. ευρώ την επόμενη επταετία. Αυτά τα χρήματα προφανώς δεν υπάρχουν στο κράτος. Συνεπώς είναι ζωτικής σημασίας να δημιουργήσουμε το περιβάλλον που θα κινητοποιήσει ιδιωτικές επενδύσεις. Για να συμβεί αυτό, έχουμε έκδηλη ανάγκη ενός διαφορετικού πλέγματος πολιτικών που δημιουργούν δουλειές, εξωστρέφεια, εμπορεύσιμα προϊόντα, καινοτομία, συνέργειες μεταξύ μικρότερων και μεγαλύτερων επιχειρήσεων και βελτίωση της εγχώριας προστιθέμενης αξίας.
Ποιες είναι οι προτάσεις του ΣΕΒ για την άμεση προσέλκυση επενδύσεων;
Πρωτίστως, απαιτείται οριζόντια ενθάρρυνση όλων των οικονομικά αποδοτικών επενδύσεων, ανεξαρτήτως κλίμακας ή γεωγραφίας. Αυτό μπορεί να επιτευχθεί αποτελεσματικότερα με μία «έξυπνη» φορολογική λογική που ενθαρρύνει δυναμικά την προστιθέμενη αξία και τις δουλειές, που με τη σειρά τους μετεξελίσσονται σε πρόσθετα φορολογικά έσοδα και εισφορές για τα ασφαλιστικά ταμεία. Ένα απλό, πολύ αποτελεσματικό αλλά και δημοσιονομικά ουδέτερο εργαλείο είναι η μεταφερόμενη υπερ-απόσβεση (π.χ. στο 200%) σε κεφαλαιακές δαπάνες (capex), καθώς και ο μειωμένος φορολογικός συντελεστής (π.χ. στο 20%) σε περίπτωση επανεπένδυσης κερδών.
Δεύτερος πυλώνας είναι η άρση των αντικινήτρων και η μείωση της γραφειοκρατίας, που επιβαρύνουν τις επενδύσεις με 16% κόστος ευκαιρίας εξαιτίας καθυστερήσεων στην υλοποίηση, με 3,9 δισ. ευρώ επιπλέον κόστος λειτουργίας, με τρεισήμισι χρόνια στις πτωχευτικές διαδικασίες, με υπερδιπλάσιο χρόνο απονομής δικαιοσύνης σε σχέση με την ΕΕ-28 (1.580 ημέρες για απόφαση επί εμπορικής οφειλής) αλλά και με 40% πάνω από τον μέσο χρόνο εκδίκασης των διοικητικών υποθέσεων. Η αντιμετώπιση εμποδίων στην αδειοδότηση, απονομή δικαιοσύνης, επιστροφή ΦΠΑ, φορολογική σταθερότητα, κόστος δανεισμού, πληρότητα υποδομών, χωροταξικό και περιβαλλοντικό σχεδιασμό είναι και επιβεβλημένη αλλά και δημοσιονομικά ουδέτερη.
Τον Σεπτέμβριο ανοίγει ο φάκελος των εργασιακών. Ο ΣΕΒ έχει ταχθεί κατά της απελευθέρωσης των ομαδικών απολύσεων. Θέτει ζήτημα και αλλαγής των συλλογικών συμβάσεων ή άλλων επώδυνων μέτρων κι αν ναι, προς ποια κατεύθυνση;
Στα εργασιακά, οι νομοθετικές ρυθμίσεις από μόνες τους δεν μπορούν να λύσουν το πρόβλημα της απασχόλησης ή της ανάπτυξης. Όμως αποτελούν σημαντικό συστατικό στοιχείο του συνολικού επιχειρηματικού περιβάλλοντος, που ο επενδυτής κρίνει εάν το θεωρεί φιλικό ή γεμάτο παγίδες, και που η λειτουργούσα επιχείρηση βλέπει εάν μπορεί να τη βοηθήσει να γίνει ανταγωνιστική για να διατηρηθεί στη ζωή. Πρέπει να εκλογικεύσουμε το σύστημα συλλογικών διαπραγματεύσεων εφαρμόζοντας όσα επιτάσσουν οι Διεθνείς Συμβάσεις Εργασίας για τη διαιτησία. Πρέπει να διατηρηθεί το ενισχυμένο κύρος στις συμβάσεις που συμφωνούνται στο επίπεδο της επιχείρησης.
Πρέπει ακόμη να επανεξετάσουμε τα προνόμια που έχουν δοθεί στους συνδικαλιστές (άδειες, μισθοδοσία, εύρος προστασίας) και τις διαδικασίες κήρυξης απεργίας. Υπάρχουν και άλλα τεχνικά θέματα που επιδέχονται βελτιώσεις, και γι’ αυτό ο ΣΕΒ έχει δημοσιοποιήσει με λεπτομέρεια τις θέσεις του σε τεχνικό επίπεδο. Παράλληλα, επαναλαμβάνει πάγια πρόσκληση στους κοινωνικούς εταίρους να ξεκινήσουμε από τώρα να οικοδομήσουμε ένα σύστημα που θα είναι απαλλαγμένο από τις ατέλειες και τα σφάλματα του παρελθόντος, που θα ευθυγραμμίζεται με τις δυναμικές ευρωπαϊκές οικονομίες ως προς τους στόχους, τις προοπτικές και τα εργαλεία πολιτικής.
Τι μπορούν να περιμένουν πλέον οι ελληνικές επιχειρήσεις για μια «επανεκκίνηση» που έχει ανάγκη η χώρα.
Χρειάζονται επενδυτικές πρωτοβουλίες άμεσης απόδοσης. Καμία, όμως, πρωτοβουλία δεν μπορεί να ευδοκιμήσει, χωρίς την άρση των capital controls. Ας αρχίσουμε, λοιπόν, να υλοποιούμε άμεσα τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις με στόχους και χρονοδιαγράμματα ώστε να ξανακερδίσουμε την εμπιστοσύνη των διεθνών επενδυτών. Ας ιδιωτικοποιήσουμε τις υποδομές δικτύων, όπου υπάρχει επιχειρηματικό ενδιαφέρον. Ας δώσουμε κίνητρα μέσω υπεραποσβέσεων για να γίνουν ιδιωτικές επενδύσεις. Ας τελειώσουμε μια ώρα ταχύτερα με τις εταιρικές αναδιαρθρώσεις και τα κόκκινα δάνεια. Ας ξαναβάλουμε μπροστά την αγορά ακινήτων μέσω κινήτρων για οικιστικές και εμπορικές αναπλάσεις.
Ας επενδύσουμε στην ακτογραμμή της Αττικής. Ας δώσουμε προτεραιότητα στις επενδύσεις σε μεγάλα έργα, είτε με παραχώρηση της εκμετάλλευσης είτε με συμπράξεις δημοσίου και ιδιωτικού τομέα. Ας μπούμε στην κυκλική οικονομία αναθέτοντας π.χ. τα έργα για τη διαχείριση των σκουπιδιών. Ας δώσουμε κίνητρα για επενδύσεις στον τουρισμό και την παραθεριστική κατοικία, στην καινοτομία και τις νεοφυείς επιχειρήσεις. Αυτά δεν είναι μια λίστα με ευχές, αλλά δυνατότητες. Ο χρόνος, που περνάει ανεκμετάλλευτος δεν γυρίζει πίσω και επιβαρύνει δυσανάλογα το μέλλον και τις επόμενες γενιές. Η επανεκκίνηση που θέλουμε χρειάζεται συντονισμό των τριών εξουσιών με τους αναπτυξιακούς μας στόχους.
Ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα της οικονομίας είναι η στάση πληρωμών. Σε εφορία, ασφαλιστικά ταμεία, μεταξύ του Δημοσίου και των επιχειρήσεων, σε κάθε καθημερινή συναλλαγή. Μέχρι πότε μπορεί να συνεχίζεται το φαινόμενο αυτό;
Η αλήθεια είναι ότι η υπερφορολόγηση και οι αυξημένες εισφορές επιβαρύνουν δυσανάλογα το κόστος των επιχειρήσεων και απομειώνουν το διαθέσιμο εισόδημα των εργαζομένων. Πολύς κόσμος δουλεύει σκληρά και στο τέλος δεν του μένει τίποτε. Η άνιση κατανομή των βαρών προκαλεί τους νομοταγείς. Το 3% των φορολογουμένων πληρώνουν πάνω από το 40% του φόρου εισοδήματος, ενώ το 55% δεν πληρώνουν καθόλου φόρο. Αν αυτοί που πληρώνουν αποστασιοποιηθούν ή φύγουν από τη χώρα, είναι απορίας άξιον ποιος θα συντηρεί τους περίπου 2,7 εκατ. συνταξιούχους και 700.000 υπαλλήλους του Δημοσίου. Εκεί θέλουμε πολιτική με σχέδιο, που να προνοεί για το μέλλον και όχι να μετακυλίει διαρκώς βάρη από τη μια κοινωνική ομάδα στην άλλη στο πλαίσιο πολιτικών και εκλογικών στρατηγικών.
Για αυτό ακριβώς επιμένουμε, από τη μία στην επενδυτική κινητοποίηση και από την άλλη, στην αντιμετώπιση της φοροδιαφυγής. Χωρίς δουλειές, χωρίς μεγάλες επιχειρήσεις, χωρίς επενδύσεις, τα δημόσια έσοδα θα συρρικνώνονται, το επίπεδο των κοινωνικών παροχών θα πέφτει, οι συντάξεις θα μικραίνουν και όλο και περισσότεροι θα αναζητούν διέξοδο διαφυγής από τη χώρα. Και δεν είναι μόνο ζήτημα οικονομικής επιβίωσης, αλλά και κοινωνικής και πολιτικής σταθερότητας. Σε ένα περιβάλλον φτωχοποίησης, σε μια κοινωνία που γερνά γρήγορα και δεν βλέπει προοπτική, όπου οι νεότεροι πιστεύουν ότι δεν υπάρχουν λύσεις και διεκδικήσεις στην πολιτική, οι ακραίες φωνές θα πληθαίνουν και η πολιτική μας ζωή κινδυνεύει να βαλκανοποιηθεί ακόμη περισσότερο.
Εθνική ντροπή και μάστιγα της χώρας η «φοροκλοπή»
Μιλήσατε πρόσφατα για «φοροκλοπή». Τι πρέπει να γίνει ώστε η Ελλάδα να είναι μια «κανονική» χώρα;
Δεν θα μπω σε θεωρητικές αναλύσεις. Όλοι οι κοινωνικοί εταίροι συμφωνήσαμε ότι ειδικά η προώθηση των ηλεκτρονικών συναλλαγών είναι καίριας σημασίας για τη μείωση της παραοικονομίας, (η οποία ξεπερνάει το 25% του ΑΕΠ) στο τέλος της περιόδου κατά 10 ποσοστιαίες μονάδες, δηλαδή 5 δισ. ευρώ, την αύξηση της εισπραξιμότητας του ΦΠΑ (το κενό εισπραξιμότητας του οποίου προσεγγίζει τα 6,5 δισ. ευρώ ετησίως) κατά 1 δισ. ευρώ ετησίως), τη μείωση του κόστους των προμηθειών για το Δημόσιο κατά 200 εκατ. ευρώ ετησίως, τη μείωση του κόστους λειτουργίας των επιχειρήσεων κατά 1-1,5 δισ. ευρώ ετησίως, μέσω της εφαρμογής της ηλεκτρονικής τιμολόγησης και τέλος τη μείωση της έκδοσης των εικονικών τιμολογίων κατά 60%.
Η φοροκλοπή αποτελεί εθνική ντροπή και μάστιγα για την οικονομία της χώρας. Τι πρέπει να γίνει; Σας αναφέρω ενδεικτικά την καθιέρωση της ηλεκτρονικής τιμολόγησης, διαβίβασης και σήμανσης σε όλες τις συναλλαγές των επιχειρήσεων, τη χρήση μοναδικής ψηφιακής ταυτότητας για όλους τους πολίτες και τις επιχειρήσεις. Μέτρα και κίνητρα για τη μεγιστοποίηση των ηλεκτρονικών πληρωμών. Καταβολή όλων των μισθών, εισφορών και αμοιβών μέσω τραπεζικού συστήματος. Αντικίνητρα στην κυκλοφορία των μετρητών. Πλήρης εφαρμογή των συστημάτων εισροών - εκροών στη διακίνηση καυσίμων και τοποθέτηση scanners στα τελωνεία. Ανάθεση της αξιολόγησης των ληξιπρόθεσμων οφειλών σε αξιόπιστες ελεγκτικές εταιρείες.
Νέες, δυσάρεστες επιλογές στο τέλος του χρόνου, αν...
Η αξιολόγηση τελείωσε, η δόση εκταμιεύτηκε, όμως, η αισιοδοξία σε πολίτες και επιχειρήσεις δεν έχει επιστρέψει. Πόσο σας τρομάζει η αίσθηση ότι η χώρα βρίσκεται σε φάση «στασιμοχρεοκοπίας;»
Τα σύννεφα αμφιβολίας πάνω από την Ελλάδα δεν θα φύγουν μέσα σε μια μέρα. Ήδη η ολοκλήρωση της πρώτης αξιολόγησης δημιούργησε θετικές προσδοκίες, αλλά όλοι περιμένουν να δουν αν και τα επόμενα βήματα θα είναι προς αυτήν την κατεύθυνση. Επίσης ας μην ξεχνάμε ότι το Brexit είναι μια άμεση αμφισβήτηση της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης και η ανοχή των αγορών και των δανειστών σε νέα επεισόδια αβεβαιότητας θα είναι οριακή έως μηδαμινή. Όμως αλίμονο αν εγκλωβιστούμε σε μια λογική πιστής εφαρμογής του Μνημονίου και ξεχάσουμε ότι οι οικονομικές και κοινωνικές ανάγκες της χώρας μας απαιτούν περισσότερα από όλους μας.
Δυστυχώς και αυτή τη χρονιά η υπερφορολόγηση σε συνδυασμό με τις περικοπές των συντάξεων πιέζουν και άλλο την οικονομία και στριμώχνουν τα νοικοκυριά. Κυβέρνηση και εταίροι οφείλουν να λάβουν υπόψη τους τη στενωπό στην οποία βρισκόμαστε και να κάνουν αποφασιστικά βήματα για την αντιμετώπιση της φοροκλοπής που στερεί έσοδα και ανακυκλώνει την αδικία. Από την άλλη, είναι ανάγκη να «τρέξει» γρήγορα η διευθέτηση των κόκκινων δανείων και η βελτίωση της ρευστότητας στην αγορά, να χρηματοδοτηθούν άμεσα οι επιχειρήσεις μας και να απαλλαγούμε από τα capital controls, ειδάλλως στο τέλος του χρόνου μπορεί να βρεθούμε μπροστά σε νέες, δυσάρεστες επιλογές.