Η αναζωπύρωση του θέματος των συλλογικών διαπραγματεύσεων και των συλλογικών συμβάσεων εργασίας για τον καθορισμό των όρων αμοιβής και εργασίας στην Ελλάδα ενόψει της διαπραγμάτευσης/αξιολόγησης με τους θεσμούς το φθινόπωρο, έχει ένα καλό και ένα κακό.
Το «κακό» είναι ότι η συζήτηση προκαλείται και πάλι εξωγενώς και ακούγονται και γράφονται πράγματα που είτε είναι εκτός θέματος, είτε μένουν στην επιφάνεια των πραγμάτων - ενώ δεν λείπουν και οι ανακρίβειες.
Το καλό είναι ότι οι καθ’ ύλην αρμόδιοι της πολιτικής σφαίρας και οι εγχώριοι συνδικαλιστικοί φορείς επιχειρήσεων και εργαζομένων έχουν μια ακόμη ευκαιρία να συνεννοηθούν μεταξύ τους και να αναζητήσουν βιώσιμες συμφωνίες και λύσεις. Όμως αυτές προϋποθέτουν σαφήνεια στην κατανόηση για τη σημερινή κατάσταση και σαφήνεια στις θέσεις και στις επιλογές. Η διατύπωση που ισχυρίζεται ότι το θέμα είναι η επιστροφή ή η αποκατάσταση των συλλογικών διαπραγματεύσεων και των συλλογικών συμβάσεων εργασίας μένει στην επιφάνεια των πραγμάτων.
Κατ΄ αρχήν τίθεται το θέμα του καθορισμού του κατώτατου μισθού και ημερομισθίου, που ως αρμοδιότητα αφαιρέθηκε από την Εθνική Γενική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας και αποδόθηκε στην κυβέρνηση, ώστε να καθορίζεται όπως και στα άλλα 21 κράτη-μέλη της Ε.Ε. (με μικρή διαφοροποίηση μόνον του Βελγίου) από τα 28 που έχουν εθνικό κατώτατο μισθό. Αυτό όμως, τυπικά, δεν είναι θέμα της τρέχουσας διαπραγμάτευσης και του τρέχοντος προγράμματος.
Κατά τα λοιπά όμως υφίσταται, όπως και πριν την κατάρρευση, την χρεοκοπία και τα μνημόνια, δικαίωμα συλλογικών διαπραγματεύσεων για σύναψη κλαδικών, ομοιοεπαγγελματικών και επιχειρησιακών συλλογικών συμβάσεων εργασίας. Επίσης υφίσταται δικαίωμα προσφυγής στην μεσολάβηση και την διαιτησία, κατ’ ουσίαν όπως και πριν. Παρ’ όλα αυτά και μετά την επανασύσταση του δικαιώματος μονομερούς προσφυγής στην διαιτησία το 2014, δικαίωμα που είχε καταργηθεί το 2012, οι προηγούμενες σχεδόν 100 κλαδικές και 90 ομοιοεπαγγελματικές συμβάσεις εργασίας βάσει των οποίων ρυθμιζόταν η ελληνική αγορά εργασίας δεν «αναστήθηκαν». Μόνον το 1/10 από αυτές επιβιώνουν, αναπαράγονται και είναι σε ισχύ.
Μία ερμηνεία που δίνεται γι αυτήν την αδυναμία των συλλογικών διαπραγματεύσεων και την ανυπαρξία συλλογικών συμβάσεων εργασίας συνδέεται με το «πάγωμα» του δικαιώματος του Υπουργείου Εργασίας «να κηρύσσει» τις κλαδικές και ομοιοεπαγγελματικές συλλογικές συμβάσεις εργασίας «υποχρεωτικές» και για τα μη-μέλη των συμβαλλομένων εργατικών και επιχειρηματικών ενώσεων. Όμως, δυστυχώς, κι αυτό είναι μία επιφανειακή ερμηνεία. Στην οποία συμβάλλει και η αξιοπερίεργη εμμονή των «θεσμών» στην διατήρηση του «παγώματος» - ενώ π.χ. σε άλλες «μνημονιακές» χώρες η επεκτασιμότητα λειτουργούσε.
Ακόμη κι αν «ξεπάγωνε» το σχετικό δικαίωμα του Υπουργού Εργασίας όπως ίσχυε, το οποίο δεν έχει καταργηθεί, απλά έχει «παγώσει» στην διάρκεια του προγράμματος προσαρμογής, διάρκεια η οποία παρατείνεται από μνημόνιο σε μνημόνιο, οι σχεδόν 200 κλαδικές και ομοιοεπαγγελματικές συμβάσεις δεν θα αναβίωναν. Διότι, ακόμη κι αν εφαρμοζόταν οι προϋποθέσεις του προϊσχύσαντος και «παγωμένου» συστήματος, πολλές κλαδικές και ομοιοεπαγγελματικές συλλογικές συμβάσεις εργασίας δεν θα πέρναγαν τον πήχη της «υποχρεωτικότητας». Πρώτο βήμα για μία καλή λύση είναι εργατικές και εργοδοτικές ενώσεις να συμφωνήσουν τους όρους της επεκτασιμότητας των συλλογικών συμβάσεων τους. Και να την προτείνουν αρμοδίως.