Επιστροφή στο σκληρό πολιτικό ροκ και ανανέωση σε κυβέρνηση και κόμμα, αποτελούν το δίπτυχο προτεραιοτήτων πάνω στο οποίο είναι αποφασισμένος να κινηθεί το προσεχές διάστημα ο Αλ. Τσίπρας.
Τα πολλαπλά ανοιχτά μέτωπα, η δυσαρέσκεια στην κοινωνία και η «κόπωση» που εμφανίζουν πλέον αρκετά στελέχη στη διαδικασία «προσγείωσης στον ρεαλισμό», οδηγούν αναγκαστικά το Μαξίμου σε μία επιχείρηση συσπείρωσης μέσω ισχυρής πόλωσης, καθώς και γενικευμένων αλλαγών, με στόχο τη βελτίωση της εικόνας και τη φυγή προς τα εμπρός.
Στο πλαίσιο αυτό, δεν είναι καθόλου τυχαία η πρωτοβουλία του πρωθυπουργού για την πρόσφατη συζήτηση περί διαφθοράς στη Βουλή. Με δεδομένο αφενός ότι τα συγκεκριμένα ζητήματα είναι περισσότερο προνομιακά για τον ΣΥΡΙΖΑ σε σχέση με τα κόμματα που βρέθηκαν στη εξουσία για πολλά χρόνια στο παρελθόν, τα «όπλα» που είχε στη φαρέτρα του ο Αλ. Τσίπρας προκειμένου να μιλήσει «με ονόματα και διευθύνσεις» θεωρήθηκε ότι ήταν πολύ περισσότερα από αυτά του Κυρ. Μητσοτάκη.
Και ακόμη και αν -παρά τις προσδοκίες- από τη συζήτηση δεν προέκυψε κάποια νέα είδηση ή θεαματική αποκάλυψη, ωστόσο στην κυβέρνηση θεωρούν ότι υπήρξε πολιτικό όφελος και μόνο με τις αναφορές στα έργα και τις ημέρες στελεχών της Νέας Δημοκρατίας και του ΠΑΣΟΚ και την «υπόμνηση» παλαιότερων υποθέσεων και σκανδάλων. Κάτι τέτοιο, εκτιμούν, ότι επανέφερε ως ένα βαθμό το «ηθικό πλεονέκτημα» που το τελευταίο διάστημα είχε υποστεί ισχυρά πλήγματα.
Υψηλοί τόνοι
Επιπλέον, οι πολύ υψηλοί τόνοι που επέλεξε ο πρωθυπουργός και η προσωπική αντιπαράθεση με τον αρχηγό της ΝΔ, κόβοντας επί της ουσίας οποιαδήποτε γέφυρα συνεννόησης με την αξιωματική αντιπολίτευση, είχαν ως βασικούς αποδέκτες αρχικώς τους βουλευτές σε μία προσπάθεια τόνωσης του ηθικού και δευτερευόντως του ψηφοφόρους του ΣΥΡΙΖΑ με στόχο την επανασυσπείρωση, καθώς όπως φαίνεται και από όλες τις δημοσκοπήσεις, ο συγκεκριμένος δείκτης για το κυβερνών κόμμα βρίσκεται στο ναδίρ.
Σε κάθε περίπτωση, η απόφαση του Μαξίμου να περάσει στην αντεπίθεση μετά και τον «πόλεμο» που δέχθηκε γύρω από σειρά υποθέσεων με σημαντικότερες εκείνη των τηλεοπτικών αδειών, αλλά και των σχέσεων με τη Δικαιοσύνη. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι θα υπάρχει άμεση απάντηση σε κάθε «πρόκληση» ή «καταγγελία» της αντιπολίτευσης, κάτι που ούτως ή άλλως φάνηκε και από τον καταιγισμό διαρροών και non papers των τελευταίων ημερών, ακόμη και κατά τη διάρκεια της συζήτησης στη Βουλή!
Υπό το φως των εξελίξεων μάλιστα δεν είναι λίγοι εκείνοι που θεωρώντας ασυνήθιστη αυτή την πόλωση σε μια -τυπικά- μη προεκλογική περίοδο, μιλούν ακόμη και για κρυφό σχέδιο του Μαξίμου για πρόωρη προσφυγή στις κάλπες, παρότι αυτό έχει διαψευστεί κατ’ επανάληψη και σε όλους τους τόνους.
Ανανέωση
Το δεύτερο βασικό μέλημα του Αλ. Τσίπρα είναι η ανανέωση. Η απόφαση έχει ληφθεί εδώ και καιρό και τα πρόσωπα που αποδείχθηκαν αναποτελεσματικά ή έχουν κουράσει θα δουν την «έξοδο» πολύ σύντομα. Είναι μάλιστα μία από τις λίγες περιπτώσεις που ο ανασχηματισμός έχει προαναγγελθεί από τον ίδιο τον πρωθυπουργό, ο οποίος ήδη από τη ΔΕΘ, τον είχε τοποθετήσει χρονικά για αμέσως μετά το συνέδριο του ΣΥΡΙΖΑ.
Η ονοματολογία, τα σενάρια και οι «λίστες» υπουργών, απασχολούν καθημερινά την ειδησεογραφία, μεγαλώνουν τις προσδοκίες και προοιωνίζονται σαρωτικές αλλαγές.
Στο δύσκολο αυτό παζλ, όπως πάντα ρόλο θα παίξουν, εκτός από την αποτελεσματικότητα που επέδειξαν οι εν ενεργεία υπουργοί στον χειρισμό των χαρτοφυλακίων τους, η δυσαρέσκεια που ενδεχομένως προκάλεσαν στην κοινωνία λόγω των αντιλαϊκών μέτρων που ήταν αναγκασμένοι να λάβουν, η στήριξη που παρείχαν στο Μαξίμου στα «δύσκολα», η ανάγκη «αξιοποίησης» και νέων στελεχών που εδώ και μήνες βρίσκονται στον... πάγκο αναμένοντας, η ανάγκη διεύρυνσης και «ανοιγμάτων» σε πρόσωπα εκτός ΣΥΡΙΖΑ και βέβαια οι κομματικές ισορροπίες που θα διαμορφωθούν μετά και το πέρας του συνεδρίου.
Με απλά λόγια δηλαδή, αν τελικώς επαληθευτούν οι προβλέψεις και ο Αλ. Τσίπρας βγει ενισχυμένος από τις εσωκομματικές διαδικασίες επαναβεβαιώνοντας την πλήρη κυριαρχία του, τότε θα προχωρήσει ευθύς αμέσως στις αλλαγές που έχει σχεδιάσει μαζί με την ηγετική ομάδα του Μαξίμου.
Εάν ωστόσο, υπάρξει απρόβλεπτη ενίσχυση κάποιων εσωκομματικών ομάδων που ασκούν κριτική, τότε θα είναι υποχρεωμένος να επανεξετάσει τις επιλογές του, δίνοντας αναγκαστικά ενισχυμένο ρόλο σε περισσότερα πρόσωπα από την εσωκομματική αντιπολίτευση.
Παρεμβάσεις
«Τρόμαξαν» από την κοινωνία, κάνουν διορθώσεις
Μία ακόμη απόφαση στρατηγικής σημασίας που έχει ληφθεί στο Μαξίμου, είναι η απρόσκοπτη και χωρίς δισταγμούς υλοποίηση του κυβερνητικού προγράμματος. Η ολοκλήρωση του διαγωνισμού για τις τηλεοπτικές άδειες, για παράδειγμα, είναι χαρακτηριστική περίπτωση, αφού αποτελεί μία από τις κορυφαίες επιλογές της κυβέρνησης και δεν είναι τυχαίο ότι και ο ίδιος ο πρωθυπουργός παρά τις εντάσεις που πυροδοτεί το συγκεκριμένο ζήτημα, αλλά και το γεγονός ότι η υπόθεση εκκρεμεί ακόμη στη δικαιοσύνη, υπεραμύνεται σε κάθε ευκαιρία του σχεδιασμού που υπάρχει, στηρίζοντας απόλυτα τον αρμόδιο υπουργό Ν. Παππά.
Παράλληλα ο πρωθυπουργός επιθυμεί να ολοκληρωθεί χωρίς καθυστερήσεις και προσκόμματα, το αργότερο μέχρι την πρώτη εβδομάδα του Νοεμβρίου η δεύτερη αξιολόγηση, γεγονός που θα επέτρεπε στην κυβέρνηση, να «αφήσει πίσω τα δύσκολα» και να επικεντρώσει την προσοχή της σε ζητήματα που έχουν να κάνουν με τη βελτίωση της καθημερινότητας των πολιτών, αλλά και το μείζον θέμα του χρέους, στο οποίο έχει επενδύσει πολλά.
Η απαρέγκλιτη τήρηση των χρονοδιαγραμμάτων και του υφιστάμενου σχεδιασμού, πάντως, δεν σημαίνει ότι δεν θα υπάρχουν άμεσες παρεμβάσεις και διορθωτικές κινήσεις , όποτε αυτές κρίνονται αναγκαίες, όπως συνέβη με την απόφαση του Κυβερνητικού Συμβουλίου Οικονομικής Πολιτικής για επέκταση της προστασίας της πρώτης κατοικίας από πλειστηριασμούς.
Αντίπαλος της στρατηγικής του κ. Τσίπρα είναι η έλλειψη ανοχής από την κοινωνία, η «διάρρηξη» της σχέσης του ΣΥΡΙΖΑ με τον κόσμο και τα πολλαπλά ανοικτά μέτωπα που έχουν ανοίξει. Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι η κυβέρνηση «τρόμαξε» από τα μηνύματα που λάμβανε από την κοινωνία για τους πλειστηριασμούς ή για τις μειώσεις και γι΄ αυτό επιχειρεί διορθωτικές κινήσεις προκειμένου να μην υπάρξει οριστική απομάκρυνση των πολιτών, και κυρίως των λαϊκών στρωμάτων από τον ΣΥΡΙΖΑ.