Το θέμα των πλειστηριασμών ακινήτων, και ειδικά της πρώτης κατοικίας, για χρέη στο Δημόσιο ή για δάνεια στις τράπεζες είναι ιδιαίτερα «καυτό».
Αποτελεί μια πολύ σημαντική πρόκληση για την κυβέρνηση, η οποία πρέπει να βρει λύσεις μεταξύ του λαϊκισμού από ορισμένους που θέλουν να εκμεταλλευτούν το κλίμα και του κινδύνου να γιγαντωθεί το κίνημα «δεν πληρώνω, γιατί δεν έχω συνέπειες».
Η πρώτη κατοικία για χρέη στις τράπεζες σε μεγάλο βαθμό προστατεύεται. Δεν προστατεύονται όμως οι δεύτερες κατοικίες και τα εξοχικά, που είναι λογικό και απολύτως δίκαιο να βγαίνουν στο σφυρί, αφού ο ιδιοκτήτης του δεν πληρώνει. Διότι δεν είναι δυνατόν αυτός που καταβάλλει κανονικά τις δόσεις του δανείου του, πολλές φορές και με απίστευτες καθημερινές θυσίες, να βλέπει να επιβραβεύεται ο κακοπληρωτής, και δη ο στρατηγικός.
Από την άλλη, τα χρέη προς τις εφορίες και τα ασφαλιστικά ταμεία χρήζουν διαφορετικής αντιμετώπισης. Ασφαλώς και υπάρχουν χιλιάδες νοικοκυριά που χτυπήθηκαν από την κρίση. Αλλοι έχασαν τη δουλειά τους, σε άλλους έγινε μεγάλη μείωση του εισοδήματος, ενώ περίπου ένα εκατ. εργαζόμενοι πληρώνονται με καθυστέρηση. Την ίδια στιγμή οι φόροι και οι εισφορές αυξάνονται. Είναι εύλογο, επομένως, να υπάρχουν φορολογούμενοι που δηλώνουν αντικειμενική αδυναμία να αντεπεξέλθουν στις υποχρεώσεις τους.
Αυτοί πρέπει να προστατευτούν και να διευκολυνθούν, όχι όμως κι εκείνοι που εκμεταλλεύονται την κατάσταση και γίνονται «επαγγελματίες» κακοπληρωτές.
Η κυβέρνηση έχει τον δύσκολο ρόλο να βρει το κατάλληλο μείγμα πολιτικής για τους πλειστηριασμούς. Αφενός να βοηθήσει τους έχοντες αντικειμενική αδυναμία, αφετέρου να αποκαλύψει τους «μπαταχτσήδες».
Αν επικρατήσει ο λαϊκισμός και οι φωνές στα τηλεπαράθυρα, το λάθος είναι σίγουρο ότι θα γίνει. Και θα οδηγήσει σε δραματική αύξηση των ληξιπρόθεσμων οφειλών. Τότε και τα υποζύγια του συστήματος, οι συνεπείς φορολογούμενοι θα πάψουν να πληρώνουν και θα καταρρεύσουν τα ταμεία του κράτους. Αυτό θέλουμε, άραγε;