Αναμφίβολα η παροχή του έκτακτου βοηθήματος στους συνταξιούχους (δυστυχώς χωρίς εισοδηματικά κριτήρια) ανακούφισε μεγάλο μέρος του πληθυσμού και την αγορά, αφού πολλά από τα 620 εκατ. ευρώ κατευθύνθηκαν στην αγορά.
Κανείς δεν πρέπει να αμφιβάλει ότι κινήσεις που βοηθούν έστω και λίγους από αυτούς που χτύπησε η κρίση, θα πρέπει να γίνονται εφόσον τα οικονομικά της χώρας το επιτρέπουν.
Ωστόσο, η εσπευσμένη απόφαση της κυβέρνησης, χωρίς προηγουμένως τη συγκατάθεση των δανειστών, προκάλεσε τη διάρρηξη στις σχέσεις Αθήνας ? Βρυξελλών και σε μια κρίση που θα μπορούσε να έχει αποφευχθεί.
Τελικώς οδήγησε και στην επιστολή συμμόρφωσης (κατ’ άλλους μετανοίας) του Ευκλ. Τσακαλώτου. Μια αχρείαστη ενέργεια που έδειξε με τον πλέον ξεκάθαρο τρόπο ότι η ελληνική οικονομία και οι πολιτικές αποφάσεις παραμένουν δέσμιες των Θεσμών για όσο χρονικό διάστημα η Ελλάδα βρίσκεται σε μνημόνιο.
Η επιστολή ουσιαστικά επιβεβαιώνει την αδυναμία της χώρας να προχωρήσει μπροστά, με ταχύτητα και σχέδιο, με αποτέλεσμα να βρίσκεται στη δυσάρεστη θέση η κυβέρνηση να απολογείται ακόμη και για τα αυτονόητα, το μοίρασμα δηλαδή του πλεονάσματος στους συνταξιούχους.
Θα μπορούσε το όλο κλίμα των τελευταίων ημερών να έχει τίτλο «προς γνώση και συμμόρφωση», αν δεν ήταν επαναλαμβανόμενο λάθος που δεν έχει γίνει μάθημα. Κάθε κυβέρνηση ασφαλώς θέλει να κάνει παροχές και να μοιράζει χρήματα. Αυτό, ωστόσο, προϋποθέτει δύο πράγματα: Το πρώτο είναι να έχει «νοικοκυρέψει» τα οικονομικά της. Οταν τα χρέη του Δημοσίου προς τους ιδιώτες, κυρίως προς επιχειρήσεις, ξεπερνούν τα 5 δισ. κι εξαιτίας αυτών δεν πληρώνονται μισθοί εργαζόμενων, τότε το πλεόνασμα είναι «εικονικό».
Και δεύτερον, μια συμφωνία μοιάζει με ταγκό στο οποίο χορεύουν δύο. Δεν μπορεί η Αθήνα να χορεύει μόνη της και στο τέλος της παράστασης να ζητά συγγνώμη από τον παρτενέρ. Είναι προσβλητικό και γυρίζει τη χώρα πολλά χρόνια πίσω...