Οπως είναι γνωστό στην Ελλάδα δεν υπήρχε και δεν υπάρχει ακόμη ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα.
Όσα έχουν ψηφιστεί αρχικά το 2012 και στη συνέχεια μέχρι και πριν από λίγες ημέρες, βρίσκονται στην κατεύθυνση εφαρμογής ενός τέτοιου μέτρου για το σύνολο του πληθυσμού της χώρας μας, μένει όμως να δούμε πώς θα λειτουργήσει στην πράξη.
Μένει να δούμε, εάν τελικά θα έχει ως αποδέκτες εκείνους που πραγματικά στερούνται εισοδημάτων ή θα επαναληφθούν φαινόμενα του παρελθόντος, όχι με ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα, αλλά, με διάφορες οικονομικές ενισχύσεις από τις οποίες ωφελούμενοι δεν ήταν πάντοτε οι οικονομικά ασθενέστεροι.
Μεταξύ των ωφελουμένων μέσα από μέτρα οικονομικής ενίσχυσης έκτακτα και μη, υπήρχαν και χιλιάδες φοροφυγάδες.
Σε κάθε περίπτωση η θεσμοθέτηση ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος ή κοινωνικού εισοδήματος αλληλεγγύης (Κ.Ε.Α.), όπως ονομάστηκε πρόσφατα μετά την τελευταία νομοθετική παρέμβαση, ήταν μια αναγκαιότητα, η οποία έστω και με καθυστέρηση, αρχίζει να λειτουργεί και στην Ελλάδα.
Η περίοδος βέβαια που διανύουμε απαιτεί υψηλότερους πόρους για να καλυφθούν, ακόμη και στοιχειώδεις ανάγκες, οι οποίες έχουν δημιουργηθεί λόγω της κρίσης και της υψηλής ανεργίας. Επομένως είναι προφανές ότι με βάση τους διαθέσιμους πόρους, μιλάμε για μικρά ποσά οικονομικής ενίσχυσης που δεν ξεπερνούν τα 200 ευρώ τον μήνα ανά άτομο. Είναι ωστόσο μια αρχή και μένει να δούμε τη συνέχεια.
Η πολιτεία βέβαια και η εκάστοτε κυβέρνηση, εάν πραγματικά σέβεται τους πολίτες, δεν μπορεί να θεωρήσει ότι με τη θεσμοθέτηση του ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος εκπλήρωσε το χρέος της. Χρειάζεται και αυτό, γιατί πάντοτε θα υπάρχουν άνθρωποι χωρίς εισόδημα, χωρίς να μπορούν να καλύψουν βασικές τους ανάγκες. Εξάλλου η συντριπτική πλειοψηφία των ευρωπαϊκών χωρών έχουν εφαρμόσει εδώ και πολλά χρόνια το συγκεκριμένο μέτρο και χορηγούν χρηματικό ποσό, το οποίο μάλιστα σε πολλές χώρες εξασφαλίζει πράγματι ένα αξιοπρεπές επίπεδο διαβίωσης. Σε πολλές χώρες το χρηματικό ποσό συνοδεύεται με ένα αξιοζήλευτο πλαίσιο υπηρεσιών πολύτιμων για κάθε πολίτη.
Από τον άνεργο, με επίδομα ανεργίας για όσα χρόνια παραμένει εκτός αγοράς εργασίας, μέχρι την κατ’ οίκον φροντίδα του ηλικιωμένου και του ανάπηρου, την εξασφάλιση στέγης και διατροφής στον άστεγο.
Αντίθετα στην Ελλάδα, με βάση τον σχεδιασμό, το ποσό που θα καταβληθεί και τα κριτήρια χορήγησής του, η κάλυψη που μπορεί να προσφέρει το κοινωνικό εισόδημα αλληλεγγύης (Κ.Ε.Α.) αφορά πολίτες που βρίσκονται σε κατάσταση ακραίας φτώχιας.
Επομένως σε καμιά περίπτωση δεν δημιουργεί προϋποθέσεις για τη διασφάλιση ενός αξιοπρεπούς επιπέδου διαβίωσης. Πολύ περισσότερο όταν οι προσφερόμενες υπηρεσίες ιδιαίτερα στον τομέα περίθαλψης είναι ανεπαρκείς και καλύπτονται σε μεγάλο βαθμό από τον όποιο οικογενειακό προϋπολογισμό, όπου και όσο υπάρχει.
Ταυτόχρονα και αυτό είναι ένα από τα αρνητικά, η χρηματοδότηση του Κ.Ε.Α. εμμέσως πλην σαφώς, προήλθε από την περικοπή των συντάξεων και ειδικότερα του ΕΚΑΣ. Από τη μέχρι τώρα περικοπή μόνο του ΕΚΑΣ εξοικονομήθηκαν 640 εκατ. ευρώ και άλλα 430 θα εξοικονομηθούν τα επόμενα δύο χρόνια όταν θα έχει πλήρως καταργηθεί.
Ένας θεσμός που λειτούργησε για πρώτη φορά πριν από 20 χρόνια, συγκεκριμένα την 1η /7/1996 και δημιούργησε ένα πραγματικά επαρκές δίχτυ ασφαλείας για εκατοντάδες χιλιάδες χαμηλοσυνταξιούχους. Μαζί με τα κατώτατα όρια συντάξεων τα οποία και αυτά μειώθηκαν σημαντικά από τον Αύγουστο του 2015, οι χαμηλοσυνταξιούχοι είχαν ένα ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα, διαρκώς βελτιούμενο τα τελευταία 30 χρόνια, με τις όποιες στρεβλώσεις είχαν δημιουργηθεί.
Σήμερα οι χαμηλοσυνταξιούχοι που ο αριθμός τους θα αυξηθεί σημαντικά τα επόμενα χρόνια, λόγω του νέου τρόπου υπολογισμού των συντάξεων, έχουν ένα αρκετά χαμηλότερο εισόδημα και είναι οι μόνοι που δεν έχουν πλέον καμιά ελπίδα για να δουν την οποιαδήποτε βελτίωση. Ούτε πρόκειται να ενταχθούν στο κοινωνικό εισόδημα αλληλεγγύης, αφού αυτό όπως είπαμε αφορά πολίτες που βρίσκονται σε κατάσταση ακραίας φτώχειας.
Είναι προφανές λοιπόν, ότι δεν μπορεί κανένας να χαρακτηρίσει το Κ.Ε.Α. ως μηχανισμό αναδιανομής πλούτου, αφού ουσιαστικά πρόκειται για μηχανισμό αναδιανομής της φτώχειας.
Σε κάθε περίπτωση το ζητούμενο και το επιδιωκόμενο για κάθε πολίτη και κάθε νοικοκυριό δεν είναι η καθήλωση σε ένα χαμηλό επίδομα αλλά η εργασία που αποτελεί άπιαστο όνειρο για εκατοντάδες χιλιάδες συμπολίτες μας. Είναι η διασφάλιση πρόσβασης στην αγορά εργασίας και η επανένταξη απολυμένων και μακροχρόνια ανέργων. Είναι η δημιουργία νέων θέσεων εργασίας και η παραγωγή νέου πλούτου.
Έτσι και μόνο μπορεί να αντιμετωπιστεί και να περιοριστεί το φαινόμενο της φτώχειας και του κοινωνικού αποκλεισμού που παίρνει δραματικές διαστάσεις τα τελευταία χρόνια στη χώρα μας.