Στις 24 Οκτωβρίου το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ενέκρινε
με μεγάλη πλειοψηφία την έκθεση Roziere για την προστασία των
καταγγελτών (whistleblowers) που ενεργούν προς το δημόσιο συμφέρον όταν
αποκαλύπτουν εμπιστευτικές πληροφορίες για επιχειρήσεις και δημόσιους
οργανισμούς.
Παρά τις επανειλημμένες αποκαλύψεις του Διεθνούς Ομίλου Ερευνητικών Δημοσιογράφων από το 2014 και εντεύθεν (LuxLeaks, Swiss Leaks, Panama Papers, Paradise Papers) και την ισχυρή υποστήριξη της διεθνούς κοινής γνώμης, αυτήν τη στιγμή δεν υπάρχει ακόμα ευρωπαϊκή νομοθεσία για την προστασία όσων καταγγέλλουν σκάνδαλα κατάχρησης δημοσίου χρήματος, φοροδιαφυγής ή φοροαποφυγής, τα δε εθνικά δίκαια των κρατών-μελών της Ε.Ε. διαφέρουν πάρα πολύ μεταξύ τους ως προς το επίπεδο προστασίας που παρέχουν στους καταγγέλτες.
Σύμφωνα με το τελικό ψήφισμα της Ολομέλειας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, οι καταγγέλτες διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στην αναφορά παράνομης συμπεριφοράς που υπονομεύει το δημόσιο συμφέρον και τη λειτουργία των κοινωνιών μας, και δίνουν στον εργοδότη τους, στις δημόσιες αρχές ή απευθείας στο κοινό πληροφορίες σχετικά με τέτοιου είδους συμπεριφορά που υπονομεύει το δημόσιο συμφέρον.
Με τη δράση τους βοηθούν τα κράτη-μέλη και τα όργανα της Ε.Ε. να προλαμβάνουν και να αντιμετωπίζουν, μεταξύ άλλων, οποιεσδήποτε παραβιάσεις της αρχής της ακεραιότητας και οποιεσδήποτε καταχρήσεις εξουσίας απειλούν να υπονομεύσουν τη δημόσια υγεία και ασφάλεια, τη χρηματοπιστωτική ακεραιότητα, την οικονομία, τα ανθρώπινα δικαιώματα, το περιβάλλον ή το κράτος δικαίου, αυξάνουν την ανεργία, περιορίζουν ή στρεβλώνουν τον θεμιτό ανταγωνισμό και υπονομεύουν την εμπιστοσύνη των πολιτών στους δημοκρατικούς θεσμούς και τις δημοκρατικές διαδικασίες σε ευρωπαϊκό και εθνικό επίπεδο. Με το πρωτοποριακό αυτό κείμενο, η Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο καλεί την Ευρωπαϊκή Επιτροπή να ετοιμάσει και να παρουσιάσει μια πρόταση νομοθεσίας για την προστασία των καταγγελτών, δίνοντας μάλιστα έναν ευρύ ορισμό της έννοιας προκειμένου να κρούουν όσο γίνεται περισσότεροι τον συναγερμό όταν διαπιστώνουν παραβιάσεις κανόνων εκ των ένδον.
Δεδομένου ότι η διαφθορά εκτιμάται πως κοστίζει στην οικονομία της Ε.Ε. γύρω στα 120 δισεκατομμύρια ευρώ ετησίως (1% του ΑΕΠ), η δημιουργία κατάλληλων διαύλων για την προστασία της καταγγελίας δημοσίου συμφέροντος δεν αποτελεί μόνο μια «θεμελιώδη πτυχή της ελευθερίας έκφρασης και πληροφόρησης», που συμβάλλει στην «ενίσχυση της διεθνούς συνεργασίας για την καταπολέμηση της διαφθοράς, με πλήρη σεβασμό των αρχών του διεθνούς δικαίου, των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και του κράτους δικαίου» (κατά τα λεγόμενα στο Ψήφισμα του Κοινοβουλίου). Έχει και μια σημαντικότατη οικονομική πτυχή, καθώς αποκαλύπτει αθέμιτες πρακτικές που είναι διαλυτικές για την ευρωπαϊκή οικονομία και διευκολύνει την ανίχνευση περιπτώσεων κατάχρησης του δημοσίου χρήματος, απάτης και άλλων μορφών διασυνοριακής διαφθοράς.
Για να το πούμε πιο ξεκάθαρα: Οι καταγγέλτες δημοσίου συμφέροντος αποτελούν ένα εξαιρετικό όπλο στον ακήρυχτο πόλεμο μεταξύ των οργανωμένων κρατών και διακρατικών ενώσεων, από τη μια μεριά, που πασχίζουν να προσφέρουν βασικές υποδομές και παροχές στους πολίτες τους, και το «αόρατο χέρι» της Διεθνούς Φοροκλεπτοκρατίας, από την άλλη, που αφαιρεί τεράστιες μάζες χρήματος από το επίσημο κύκλωμα, καταβυθίζοντας έτσι τη συνολική ζήτηση σε «αιώνια στασιμότητα» (secular stagnation) και διευρύνοντας τις ανισότητες σε βαθμό διάρρηξης της κοινωνικής συνοχής ακόμα και στα ανεπτυγμένα κράτη.
Λόγω της μεγάλης σημασίας του θέματος, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο επιμένει ότι η προστασία των καταγγελτών θα πρέπει να διασφαλιστεί από τον νόμο και να ενισχυθεί σε ολόκληρη την Ε.Ε., τόσο στον δημόσιο όσο και στον ιδιωτικό τομέα. Ο βασικός τρόπος για να επιτευχθεί αυτός ο σκοπός είναι να αρθεί ο αποτρεπτικός φόβος των αντιποίνων. Πράγματι, σε πολλές περιπτώσεις, οι καταγγέλτες γίνονται στόχος εκφοβισμού ή άσκησης πίεσης με σκοπό να παρεμποδιστούν ή να αποθαρρυνθούν να προβούν σε καταγγελία ή, εφόσον τελικά προχωρήσουν σε καταγγελία, να τιμωρηθούν γι’ αυτήν. Αυτός ο φόβος δεν είναι πια ίδιον ολοκληρωτικών καθεστώτων. Έχει εγκατασταθεί στην καρδιά των δυτικών δημοκρατιών και παραλύει την ενεργοποίηση των ανακλαστικών προστασίας του δημοσίου συμφέροντος των πολιτών, όπως φάνηκε και στην περίπτωση Edward Snowden ή στις διώξεις των δημοσιογράφων που βοήθησαν να διαρρεύσουν τα έγγραφα των LuxLeaks.
Σε αυτό το πλαίσιο, δεν είναι αθώες οι τροπολογίες που κατέθεσε το Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα (ΕΛΚ) με σκοπό να θεσμοθετηθεί ως προαπαιτούμενο η υποχρέωση των καταγγελτών να αναφερθούν πρώτα στους εργοδότες τους και κατόπιν μόνο να επικοινωνήσουν με τα μέσα ενημέρωσης. Αν περνούσαν αυτές οι τροπολογίες, οι καταγγέλτες θα γίνονταν ουσιαστικά υποχείρια των παρανομούντων εργοδοτών τους. Προς τιμήν της Νέας Δημοκρατίας (η οποία, ως κεντροδεξιό κόμμα, ανήκει στο ΕΛΚ), η κα Μαρία Σπυράκη υπερψήφισε την έκθεση κατόπιν συνεννοήσεως με τον πρόεδρο του κόμματος, Κυριάκο Μητσοτάκη, ενώ οι υπόλοιποι τέσσερις ευρωβουλευτές της Ν.Δ. απείχαν «κατά συνείδηση» από την ψηφοφορία.
Παρά τις επανειλημμένες αποκαλύψεις του Διεθνούς Ομίλου Ερευνητικών Δημοσιογράφων από το 2014 και εντεύθεν (LuxLeaks, Swiss Leaks, Panama Papers, Paradise Papers) και την ισχυρή υποστήριξη της διεθνούς κοινής γνώμης, αυτήν τη στιγμή δεν υπάρχει ακόμα ευρωπαϊκή νομοθεσία για την προστασία όσων καταγγέλλουν σκάνδαλα κατάχρησης δημοσίου χρήματος, φοροδιαφυγής ή φοροαποφυγής, τα δε εθνικά δίκαια των κρατών-μελών της Ε.Ε. διαφέρουν πάρα πολύ μεταξύ τους ως προς το επίπεδο προστασίας που παρέχουν στους καταγγέλτες.
Σύμφωνα με το τελικό ψήφισμα της Ολομέλειας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, οι καταγγέλτες διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στην αναφορά παράνομης συμπεριφοράς που υπονομεύει το δημόσιο συμφέρον και τη λειτουργία των κοινωνιών μας, και δίνουν στον εργοδότη τους, στις δημόσιες αρχές ή απευθείας στο κοινό πληροφορίες σχετικά με τέτοιου είδους συμπεριφορά που υπονομεύει το δημόσιο συμφέρον.
Με τη δράση τους βοηθούν τα κράτη-μέλη και τα όργανα της Ε.Ε. να προλαμβάνουν και να αντιμετωπίζουν, μεταξύ άλλων, οποιεσδήποτε παραβιάσεις της αρχής της ακεραιότητας και οποιεσδήποτε καταχρήσεις εξουσίας απειλούν να υπονομεύσουν τη δημόσια υγεία και ασφάλεια, τη χρηματοπιστωτική ακεραιότητα, την οικονομία, τα ανθρώπινα δικαιώματα, το περιβάλλον ή το κράτος δικαίου, αυξάνουν την ανεργία, περιορίζουν ή στρεβλώνουν τον θεμιτό ανταγωνισμό και υπονομεύουν την εμπιστοσύνη των πολιτών στους δημοκρατικούς θεσμούς και τις δημοκρατικές διαδικασίες σε ευρωπαϊκό και εθνικό επίπεδο. Με το πρωτοποριακό αυτό κείμενο, η Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο καλεί την Ευρωπαϊκή Επιτροπή να ετοιμάσει και να παρουσιάσει μια πρόταση νομοθεσίας για την προστασία των καταγγελτών, δίνοντας μάλιστα έναν ευρύ ορισμό της έννοιας προκειμένου να κρούουν όσο γίνεται περισσότεροι τον συναγερμό όταν διαπιστώνουν παραβιάσεις κανόνων εκ των ένδον.
Δεδομένου ότι η διαφθορά εκτιμάται πως κοστίζει στην οικονομία της Ε.Ε. γύρω στα 120 δισεκατομμύρια ευρώ ετησίως (1% του ΑΕΠ), η δημιουργία κατάλληλων διαύλων για την προστασία της καταγγελίας δημοσίου συμφέροντος δεν αποτελεί μόνο μια «θεμελιώδη πτυχή της ελευθερίας έκφρασης και πληροφόρησης», που συμβάλλει στην «ενίσχυση της διεθνούς συνεργασίας για την καταπολέμηση της διαφθοράς, με πλήρη σεβασμό των αρχών του διεθνούς δικαίου, των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και του κράτους δικαίου» (κατά τα λεγόμενα στο Ψήφισμα του Κοινοβουλίου). Έχει και μια σημαντικότατη οικονομική πτυχή, καθώς αποκαλύπτει αθέμιτες πρακτικές που είναι διαλυτικές για την ευρωπαϊκή οικονομία και διευκολύνει την ανίχνευση περιπτώσεων κατάχρησης του δημοσίου χρήματος, απάτης και άλλων μορφών διασυνοριακής διαφθοράς.
Για να το πούμε πιο ξεκάθαρα: Οι καταγγέλτες δημοσίου συμφέροντος αποτελούν ένα εξαιρετικό όπλο στον ακήρυχτο πόλεμο μεταξύ των οργανωμένων κρατών και διακρατικών ενώσεων, από τη μια μεριά, που πασχίζουν να προσφέρουν βασικές υποδομές και παροχές στους πολίτες τους, και το «αόρατο χέρι» της Διεθνούς Φοροκλεπτοκρατίας, από την άλλη, που αφαιρεί τεράστιες μάζες χρήματος από το επίσημο κύκλωμα, καταβυθίζοντας έτσι τη συνολική ζήτηση σε «αιώνια στασιμότητα» (secular stagnation) και διευρύνοντας τις ανισότητες σε βαθμό διάρρηξης της κοινωνικής συνοχής ακόμα και στα ανεπτυγμένα κράτη.
Λόγω της μεγάλης σημασίας του θέματος, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο επιμένει ότι η προστασία των καταγγελτών θα πρέπει να διασφαλιστεί από τον νόμο και να ενισχυθεί σε ολόκληρη την Ε.Ε., τόσο στον δημόσιο όσο και στον ιδιωτικό τομέα. Ο βασικός τρόπος για να επιτευχθεί αυτός ο σκοπός είναι να αρθεί ο αποτρεπτικός φόβος των αντιποίνων. Πράγματι, σε πολλές περιπτώσεις, οι καταγγέλτες γίνονται στόχος εκφοβισμού ή άσκησης πίεσης με σκοπό να παρεμποδιστούν ή να αποθαρρυνθούν να προβούν σε καταγγελία ή, εφόσον τελικά προχωρήσουν σε καταγγελία, να τιμωρηθούν γι’ αυτήν. Αυτός ο φόβος δεν είναι πια ίδιον ολοκληρωτικών καθεστώτων. Έχει εγκατασταθεί στην καρδιά των δυτικών δημοκρατιών και παραλύει την ενεργοποίηση των ανακλαστικών προστασίας του δημοσίου συμφέροντος των πολιτών, όπως φάνηκε και στην περίπτωση Edward Snowden ή στις διώξεις των δημοσιογράφων που βοήθησαν να διαρρεύσουν τα έγγραφα των LuxLeaks.
Σε αυτό το πλαίσιο, δεν είναι αθώες οι τροπολογίες που κατέθεσε το Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα (ΕΛΚ) με σκοπό να θεσμοθετηθεί ως προαπαιτούμενο η υποχρέωση των καταγγελτών να αναφερθούν πρώτα στους εργοδότες τους και κατόπιν μόνο να επικοινωνήσουν με τα μέσα ενημέρωσης. Αν περνούσαν αυτές οι τροπολογίες, οι καταγγέλτες θα γίνονταν ουσιαστικά υποχείρια των παρανομούντων εργοδοτών τους. Προς τιμήν της Νέας Δημοκρατίας (η οποία, ως κεντροδεξιό κόμμα, ανήκει στο ΕΛΚ), η κα Μαρία Σπυράκη υπερψήφισε την έκθεση κατόπιν συνεννοήσεως με τον πρόεδρο του κόμματος, Κυριάκο Μητσοτάκη, ενώ οι υπόλοιποι τέσσερις ευρωβουλευτές της Ν.Δ. απείχαν «κατά συνείδηση» από την ψηφοφορία.