Η χρήση των δανειακών κονδυλίων που έχουν ήδη
εγκριθεί για την Ελλάδα στο πλαίσιο του 3ου προγράμματος, αλλά θα
παραμείνουν αδιάθετα μετά τις 20 Αυγούστου 2018, οπότε και εκπνέει η
προθεσμία για εκταμιεύσεις από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Στήριξης (ESM),
αποτελεί άλλη μια μεγάλη εκκρεμότητα που θα πρέπει να διευθετηθεί μέσα
στους εννέα μήνες που απομένουν μέχρι να λήξει και το 3ο μνημόνιο.
Με τα μέχρι τώρα δεδομένα, το δεσμευμένο για την Ελλάδα ποσό του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Στήριξης που θα παραμείνει αδιάθετο υπερβαίνει τα 27 δισ. ευρώ. Από τα 86 δισ. ευρώ που συμφωνήθηκε να δοθούν στην Ελλάδα τον Αύγουστο του 2015, μέχρι τώρα έχουν εκταμιευτεί 40,2 δισ. ευρώ αν συμπεριληφθεί και η τελευταία εκταμίευση της 30ής Οκτωβρίου, ύψους 800 εκατ. ευρώ, για την αποπληρωμή ληξιπρόθεσμων οφειλών του Δημοσίου.
Με την ολοκλήρωση της 3ης και της 4ης αξιολόγησης -η 3η αξιολόγηση θα πρέπει να κλείσει το αργότερο έως το Eurogroup του Ιανουαρίου και η 4η όχι μετά τον Ιούνιο του 2018- είναι προγραμματισμένο να εκταμιευτούν επιπλέον 18,4 δισ. ευρώ. Έτσι, σε σχέση με τα 86 δισ. ευρώ που έχουν εγκριθεί για την Ελλάδα, μένει ένα υπόλοιπο της τάξεως των 27,4 δισ. ευρώ.
Τόσο στην Αθήνα όσο και στις Βρυξέλλες γνωρίζουν ότι χρονικό περιθώριο μετά τον Ιούνιο του 2018 για να ληφθούν οριστικές αποφάσεις και όσον αφορά τη συγκεκριμένη εκκρεμότητα δεν υπάρχει. Και αυτό διότι μετά τις 20 Αυγούστου, που είναι η ημερομηνία λήξης της 3ης δανειακής σύμβασης, ο ESM δεν μπορεί να προχωρήσει σε καμία εκταμίευση για την Ελλάδα. Κάτι τέτοιο θα μπορούσε να γίνει μόνο στο πλαίσιο ενός 4ου μνημονίου και αυτό το σενάριο -τουλάχιστον σε αυτή τη φάση- είναι αυτό που απεύχονται τόσο στην Αθήνα όσο και στις Βρυξέλλες.
Για πρώτη φορά στην 8ετή μνημονιακή περίοδο (2010-2017) οι προβλέψεις σε Αθήνα αλλά και Βρυξέλλες δείχνουν ότι η Ελλάδα δεν έχει ανάγκη τις εκταμιεύσεις του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Στήριξης για να εξυπηρετήσει το χρέος της. Εκτιμούν ότι υπάρχει επαρκής ρευστότητα στην Ελλάδα για να καλυφθούν όλες οι δανειακές υποχρεώσεις της χώρας μέχρι το τέλος του προγράμματος. Άλλωστε, μετά τον Ιούλιο του 2017, ο οποίος είχε αυξημένα βάρη λόγω των αποπληρωμών που έπρεπε να γίνουν προς την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, οι υπόλοιποι μήνες μέχρι και τον Αύγουστο του 2018 κρύβουν δανειακές υποχρεώσεις οι οποίες δεν ξεπερνούν τα 10 δισ. ευρώ, ποσό το οποίο μπορεί να καλυφθεί με τα διαθέσιμα που υπάρχουν ήδη τόσο σε επίπεδο κεντρικής κυβέρνησης όσο και σε επίπεδο φορέων της γενικής κυβέρνησης. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι θα επιλεγεί η λύση του να εξαντληθούν τα αποθέματα ρευστότητας της χώρας.
Κατά την 3η και κατά την 4η αξιολόγηση, είναι ήδη προγραμματισμένο να εκταμιευτεί ένα ποσό το οποίο αθροιστικά μπορεί να φτάσει και στα 18 δισ. ευρώ. Αυτή η εκτίμηση είχε γίνει τον περασμένο Ιούνιο με το κλείσιμο της β’ αξιολόγησης και δεν αποκλείεται να επανεξεταστεί εν όψει της νέας αναθεώρησης του μνημονίου, που θα γίνει με την ολοκλήρωση της 3ης αξιολόγησης.
Σε κάθε περίπτωση, τα χρήματα που θα εκταμιευτούν θα διοχετευτούν πέρα από την εξυπηρέτηση των δανειακών υποχρεώσεων:
1. Για την αποπληρωμή των ληξιπρόθεσμων οφειλών του Δημοσίου, οι οποίες εξακολουθούν να ξεπερνούν τα τέσσερα δισ. ευρώ.
2. Για τον σχηματισμό του «μαξιλαριού ασφαλείας», ώστε με τη λήξη του 3ου μνημονίου οι αγορές να γνωρίζουν ότι η Ελλάδα έχει διαθέσιμα κονδύλια για να εξυπηρετήσει το χρέος της και μετά τον Αύγουστο του 2018.
Εφόσον εκταμιευτούν αυτά τα 18 δισ. ευρώ, η Ελλάδα θα βρεθεί τον Αύγουστο του 2018 με αποπληρωμένο το σύνολο των ληξιπρόθεσμων υποχρεώσεών της (σ.σ.: υπάρχει μνημονιακή απαίτηση αυτό να γίνει μέχρι τον Ιούνιο του επόμενου έτους), αλλά και με ένα μαξιλάρι ασφαλείας για την εξυπηρέτηση του χρέους.
Το ακριβές ύψος αυτού του μαξιλαριού δεν μπορεί να προσδιοριστεί επακριβώς από τώρα, καθώς εκτός από τα χρήματα του ESM ενδεχομένως να τροφοδοτηθεί και με κεφάλαια που θα εισρεύσουν μέσα από τις εκδόσεις νέων ομολόγων που θα γίνουν μέσα στο 2018.
Όσον αφορά τη δεξαμενή των αδιάθετων κονδυλίων ύψους τουλάχιστον 27 δισ. ευρώ, η συζήτηση για την αξιοποίησή τους θα ξεκινήσει μετά το κλείσιμο της 3ης αξιολόγησης και θα είναι τμήμα της διαπραγμάτευσης για το χρέος και την επόμενη μέρα των μνημονίων.
Ουσιαστικά, θα καταλήξει τον Ιούνιο του 2018, καθώς μέχρι τότε θα έχουν αποσαφηνιστεί και άλλες εκκρεμότητες, μεγαλύτερη εκ των οποίων είναι το αν θα χρειαστούν νέα κεφαλαιακή ενίσχυση οι τράπεζες.
Με τα μέχρι τώρα δεδομένα, το δεσμευμένο για την Ελλάδα ποσό του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Στήριξης που θα παραμείνει αδιάθετο υπερβαίνει τα 27 δισ. ευρώ. Από τα 86 δισ. ευρώ που συμφωνήθηκε να δοθούν στην Ελλάδα τον Αύγουστο του 2015, μέχρι τώρα έχουν εκταμιευτεί 40,2 δισ. ευρώ αν συμπεριληφθεί και η τελευταία εκταμίευση της 30ής Οκτωβρίου, ύψους 800 εκατ. ευρώ, για την αποπληρωμή ληξιπρόθεσμων οφειλών του Δημοσίου.
Με την ολοκλήρωση της 3ης και της 4ης αξιολόγησης -η 3η αξιολόγηση θα πρέπει να κλείσει το αργότερο έως το Eurogroup του Ιανουαρίου και η 4η όχι μετά τον Ιούνιο του 2018- είναι προγραμματισμένο να εκταμιευτούν επιπλέον 18,4 δισ. ευρώ. Έτσι, σε σχέση με τα 86 δισ. ευρώ που έχουν εγκριθεί για την Ελλάδα, μένει ένα υπόλοιπο της τάξεως των 27,4 δισ. ευρώ.
Τόσο στην Αθήνα όσο και στις Βρυξέλλες γνωρίζουν ότι χρονικό περιθώριο μετά τον Ιούνιο του 2018 για να ληφθούν οριστικές αποφάσεις και όσον αφορά τη συγκεκριμένη εκκρεμότητα δεν υπάρχει. Και αυτό διότι μετά τις 20 Αυγούστου, που είναι η ημερομηνία λήξης της 3ης δανειακής σύμβασης, ο ESM δεν μπορεί να προχωρήσει σε καμία εκταμίευση για την Ελλάδα. Κάτι τέτοιο θα μπορούσε να γίνει μόνο στο πλαίσιο ενός 4ου μνημονίου και αυτό το σενάριο -τουλάχιστον σε αυτή τη φάση- είναι αυτό που απεύχονται τόσο στην Αθήνα όσο και στις Βρυξέλλες.
Για πρώτη φορά στην 8ετή μνημονιακή περίοδο (2010-2017) οι προβλέψεις σε Αθήνα αλλά και Βρυξέλλες δείχνουν ότι η Ελλάδα δεν έχει ανάγκη τις εκταμιεύσεις του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Στήριξης για να εξυπηρετήσει το χρέος της. Εκτιμούν ότι υπάρχει επαρκής ρευστότητα στην Ελλάδα για να καλυφθούν όλες οι δανειακές υποχρεώσεις της χώρας μέχρι το τέλος του προγράμματος. Άλλωστε, μετά τον Ιούλιο του 2017, ο οποίος είχε αυξημένα βάρη λόγω των αποπληρωμών που έπρεπε να γίνουν προς την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, οι υπόλοιποι μήνες μέχρι και τον Αύγουστο του 2018 κρύβουν δανειακές υποχρεώσεις οι οποίες δεν ξεπερνούν τα 10 δισ. ευρώ, ποσό το οποίο μπορεί να καλυφθεί με τα διαθέσιμα που υπάρχουν ήδη τόσο σε επίπεδο κεντρικής κυβέρνησης όσο και σε επίπεδο φορέων της γενικής κυβέρνησης. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι θα επιλεγεί η λύση του να εξαντληθούν τα αποθέματα ρευστότητας της χώρας.
Κατά την 3η και κατά την 4η αξιολόγηση, είναι ήδη προγραμματισμένο να εκταμιευτεί ένα ποσό το οποίο αθροιστικά μπορεί να φτάσει και στα 18 δισ. ευρώ. Αυτή η εκτίμηση είχε γίνει τον περασμένο Ιούνιο με το κλείσιμο της β’ αξιολόγησης και δεν αποκλείεται να επανεξεταστεί εν όψει της νέας αναθεώρησης του μνημονίου, που θα γίνει με την ολοκλήρωση της 3ης αξιολόγησης.
Σε κάθε περίπτωση, τα χρήματα που θα εκταμιευτούν θα διοχετευτούν πέρα από την εξυπηρέτηση των δανειακών υποχρεώσεων:
1. Για την αποπληρωμή των ληξιπρόθεσμων οφειλών του Δημοσίου, οι οποίες εξακολουθούν να ξεπερνούν τα τέσσερα δισ. ευρώ.
2. Για τον σχηματισμό του «μαξιλαριού ασφαλείας», ώστε με τη λήξη του 3ου μνημονίου οι αγορές να γνωρίζουν ότι η Ελλάδα έχει διαθέσιμα κονδύλια για να εξυπηρετήσει το χρέος της και μετά τον Αύγουστο του 2018.
Εφόσον εκταμιευτούν αυτά τα 18 δισ. ευρώ, η Ελλάδα θα βρεθεί τον Αύγουστο του 2018 με αποπληρωμένο το σύνολο των ληξιπρόθεσμων υποχρεώσεών της (σ.σ.: υπάρχει μνημονιακή απαίτηση αυτό να γίνει μέχρι τον Ιούνιο του επόμενου έτους), αλλά και με ένα μαξιλάρι ασφαλείας για την εξυπηρέτηση του χρέους.
Το ακριβές ύψος αυτού του μαξιλαριού δεν μπορεί να προσδιοριστεί επακριβώς από τώρα, καθώς εκτός από τα χρήματα του ESM ενδεχομένως να τροφοδοτηθεί και με κεφάλαια που θα εισρεύσουν μέσα από τις εκδόσεις νέων ομολόγων που θα γίνουν μέσα στο 2018.
Όσον αφορά τη δεξαμενή των αδιάθετων κονδυλίων ύψους τουλάχιστον 27 δισ. ευρώ, η συζήτηση για την αξιοποίησή τους θα ξεκινήσει μετά το κλείσιμο της 3ης αξιολόγησης και θα είναι τμήμα της διαπραγμάτευσης για το χρέος και την επόμενη μέρα των μνημονίων.
Ουσιαστικά, θα καταλήξει τον Ιούνιο του 2018, καθώς μέχρι τότε θα έχουν αποσαφηνιστεί και άλλες εκκρεμότητες, μεγαλύτερη εκ των οποίων είναι το αν θα χρειαστούν νέα κεφαλαιακή ενίσχυση οι τράπεζες.